Η ΕΕ, μετά την διαπίστωση της αναποτελεσματικότητας των δημοσιονομικών κανόνων που θεσμοθετήθηκαν με το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας, προχώρησε σε αναθεώρηση τους. Ο στόχος που τέθηκε για την αναθεώρηση ήταν να ενισχυθεί ο συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ, να αυξηθεί η διαφάνεια στην εφαρμογή των κανόνων και να ενισχυθεί η ευελιξία των χωρών στην επίτευξη των δύο στόχων που θέτει η Συνθήκη για την ΕΕ ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος.
Οι νέοι κανόνες είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους. Στο νέο πλαίσιο οι χώρες της ΕΕ όφειλαν μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου 2024 να καταθέσουν τα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Διαρθρωτικά Σχέδια 4ετούς διάρκειας που αποτελούν ένα από τα κύρια στοιχεία του νέου δημοσιονομικού πλαισίου. Σε αυτά θα καθορίζονται οι δημοσιονομικοί στόχοι με σημείο αναφοράς την ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που θα θέσουν σε προτεραιότητα οι χώρες, αλλά και τα μέτρα που θα λάβουν για να αντιμετωπίσουν πιθανές μακροοικονομικές ανισορροπίες κατά τη διάρκεια της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής.
Καθώς βρισκόμαστε στην αρχή της εφαρμογής των νέων κανόνων, εύλογα τίθεται το ερώτημα αν οι στοχεύσεις της ΕΕ για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση μπορούν να συγχρονιστούν με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Εξίσου σημαντικό το ερώτημα πως οι κανόνες αυτοί επηρεάζουν την πολιτική χωρών όπως η Ελλάδα, που πρέπει ταυτόχρονα να καλύψουν με επενδύσεις τα κενά που δημιουργήθηκαν στα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μετέπειτα κρίσεων.
Ο πρώτος προβληματισμός αναδεικνύεται έντονα από τις προτάσεις της έκθεσης Ντράγκι. Το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης είναι η χαμηλή παραγωγικότητα και η απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι η αύξηση των επενδύσεων. Η ΕΕ θα χρειαστεί να επενδύσει τεράστια ποσά για να κλείσει το τεχνολογικό χάσμα με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Αν η Ευρώπη θέλει να σταθεί δίπλα στις ΗΠΑ και την Κίνα, τότε θα πρέπει να επενδύει 750-800 δις το χρόνο δηλαδή περίπου 4,5%-4,7% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει πάνω από 3 τρις μέχρι το 2028. Ο προϋπολογισμός της ΕΕ είναι μόνο 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Για να βρεθούν αυτοί οι πόροι ο Ντράγκι επανέρχεται στο ζήτημα της πρότασης για έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων και της ολοκλήρωσης της ένωσης αγορών κεφαλαίων για να κινητοποιηθούν και ιδιωτικοί πόροι. Η πρόταση του για κοινή έκδοση χρέους απορρίφθηκε ήδη από τον γερμανό υπουργό Οικονομικών αλλά και από την αξιωματική αντιπολίτευση του CDU.
Χωρίς κοινό δανεισμό το βάρος υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων πέφτει στα κράτη-μέλη. Πολλά από αυτά όμως βρίσκονται στο όριο των δημοσιονομικών τους περιθωρίων. Οι κύριες συνιστώσες των δημοσιονομικών τους δαπανών είναι οι κοινωνικές δαπάνες και οι επενδύσεις. Τώρα θα πρέπει να αυξηθούν και οι δαπάνες ασφάλειας και άμυνας. Οποιαδήποτε στροφή προς τις επενδύσεις θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί είτε μέσω αύξησης χρέους είτε μειώνοντας τις δαπάνες για κοινωνική πολιτική ή με αύξηση των φορολογικών εσόδων ή με συνδυασμό και των τριών επιλογών. Οι δυσκολίες είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας που ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή παράταση για την κατάθεση των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων τους.
Αλλά και για χώρες όπως η Ελλάδα οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την υλοποίηση επενδύσεων που θα καλύψουν τα κενά που δημιουργήθηκαν στα χρόνια της κρίσης και ταυτόχρονα να διασφαλίσουν τη δίκαιη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει και τις τουρκικές προκλήσεις και επομένως υποχρεούται να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα. Θέμα που έθιξε σε παρέμβαση του και ο έλληνας υπουργός Άμυνας, καθώς το όριο για την ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών ορίστηκε στα 3-3,5 δις για την επόμενη τετραετία. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τη στήριξη της ΕΕ η Ελλάδα δεν θα πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επενδύσεις και θα αποκλίνει συστηματικά αντί να συγκλίνει.
Συμπερασματικά, ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκαν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, δεν αφήνουν περιθώρια για τις βασικές συστάσεις πολιτικής του Ντράγκι. Είναι αναγκαία μια πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση της κοινής χρηματοδοτικής στρατηγικής σε επίπεδο ΕΕ με έκδοση σε συστηματική βάση κοινού ευρωπαϊκού χρέους και ανακύκλωση του υφιστάμενου ώστε να απελευθερωθούν κρίσιμοι πόροι σε βάθος 10ετίας.
Ακόμη και αν γίνουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις, καμία από αυτές δεν θα αντιμετωπίσει την αδυναμία του νέου πλαισίου: ότι θα περιορίσει υπερβολικά τις αυξήσεις στις επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων της Ε.Ε. για άμυνα, στρατηγική αυτονομία, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Το πόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος αυτός θα φανεί όταν τα κράτη μέλη υποβάλουν τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα τους, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων δημόσιων επενδύσεων τους.
Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις αυτές τότε είναι πιο πιθανό η Ευρώπη να χάσει τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για το 2030 και ενδεχομένως για το 2040 και η υστέρηση της έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας να ενταθεί στα επόμενα χρόνια. Ακόμη χειρότερα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε οι ανισότητες μεταξύ των οικονομιών και εντός των κοινωνιών της ΕΕ να οξυνθούν περαιτέρω υποσκάπτοντας την Ευρωπαϊκή συνοχή. Η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια της άρνησης στις προτάσεις Ντράγκι αν θέλει να διατηρήσει τον γεωπολιτικό ρόλο της και να διασφαλίσει τις κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Ήρθε η ώρα των μεγάλων και δύσκολών αποφάσεων για όλες τις χώρες της ΕΕ.
* Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών και μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής