Η μεταπολίτευση υπήρξε από κάθε άποψη η καλύτερη περίοδος στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Για πρώτη φορά η δημοκρατία δεν κινδύνευσε από κάποιο πραξικόπημα ή δικτατορία. Η διεθνής θέση της χώρας αναβαθμίστηκε, συμμετέχει στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ. Κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις (33η) με βάση το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Η οικονομική και κοινωνική κινητικότητα ενισχύθηκε όσο ποτέ άλλοτε διασφαλίζοντας την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που ζούσαν για δεκαετίες στο περιθώριο. Η χώρα απέκτησε τις αναγκαίες υποδομές.
Η σύγκριση με το παρελθόν επιβεβαιώνει την πρόοδο που σημειώθηκε στη χώρα. Η σύγκριση όμως με το διεθνές περιβάλλον μετά την αναδιάταξη της παγκόσμιας σκηνής αποκαλύπτει συγκριτικές αδυναμίες. Το διεθνές περιβάλλον στην περίοδο αυτή πέρασε από την μεταπολεμική διαίρεση Ανατολής/Δύσης στην παγκοσμιοποίηση και τώρα είμαστε στην αποπαγκοσμιοποίηση. Η Ελλάδα δεν κατάφερε να προετοιμαστεί και να προσαρμοστεί έγκαιρα στις μεγάλες αυτές αλλαγές.
Πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας τα ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες είναι: αν έχουν διασφαλιστεί οι προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να θεωρείται δεδομένη;
Αν η λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος μπορεί να διασφαλίζει την σταθερή ευημερία τώρα που εισήλθαμε σε μια περίοδο μεγάλων γεωοικονομικών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Μπορεί να μην τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας. Το αντίθετο κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και παρά τους κινδύνους και τις απειλές η Δημοκρατία άντεξε και δεν είχαμε εκτροπές. Υπάρχουν όμως κάποια δεδομένα που πρέπει να μας προβληματίσουν και να τα αντιμετωπίσουμε.
Το πρώτο αφορά την παρουσία στη Βουλή, για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση, τριών πολιτικών κομμάτων δεξιά της ΝΔ – το ένα άμεσα συνδεδεμένο με την Χρυσή Αυγή – που στις εκλογές του Ιουνίου 2023 πήραν περίπου 15%.
Το δεύτερο είναι η σταδιακή απαξίωση της πολιτικής και των κομμάτων στην συνείδηση των πολιτών. Τα ποσοστά αποχής στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν τα υψηλότερα της μεταπολίτευσης. Οι ηττημένοι της παγκοσμιοποίησης και των αλλεπάλληλων κρίσεων καταλογίζουν στα κόμματα ειδικά αυτά που κυβέρνησαν την ευθύνη για την δεινή οικονομική τους κατάσταση την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου και την αύξηση των ανισοτήτων. Η απαξίωση των κομμάτων εντάθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους καθώς αντί για συναινέσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ υπόσχονταν εύκολες λύσεις που όμως δεν τις ακολουθούσαν όταν πήραν την πολυπόθητη κυβερνητική εντολή από τους πολίτες.
Το τρίτο αφορά την εδραίωση της μονοκρατορίας της ΝΔ η οποία μετά τις εκλογές του 2023 δεν έχει απέναντι της μια ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση με αποτέλεσμα να προβαίνει ανεξέλεγκτη σε θεσμικές εκτροπές όπως διαπιστώθηκε στα πέντε χρόνια που είναι στην κυβέρνηση.
Σε ότι αφορά την πορεία της οικονομίας κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης καταγράφηκαν έντονες διακυμάνσεις με έντονες κοινωνικές συνέπειες κυρίως ως αποτέλεσμα της αδυναμίας έγκαιρης προσαρμογής σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Αυτό μεταξύ άλλων οφείλεται και στην απουσία ισχυρών ανεξάρτητων θεσμών ώστε να ελέγχουν τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων και να ενημερώνουν τους πολίτες για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Δεν είναι σύμπτωση ότι υπήρχαν δυσκολίες στην έγκαιρη λήψη αποφάσεων για τα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος όπως και στην έγκαιρη διάγνωση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού ή στις συνέπειες των χρόνιων διογκωμένων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Οι πολίτες που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είδαν τη μία κρίση να διαδέχεται την προηγούμενη αναρωτιούνται:
- αν η χώρα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά σε μια νέα κρίση,
- αν η οικονομία θα έχει τη απαιτούμενη δυναμική ώστε να αναπληρώσει τις απώλειες της δεκαπενταετίας και να επιταχύνει την πορεία για την πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και
- αν οι πολιτικές που ακολουθούνται διασφαλίζουν την συμπερίληψη προκειμένου η χώρα να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Η απάντηση στο ερώτημα για την ανθεκτικότητα εξαρτάται από το αν μετά την κρίση προχώρησε η αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Η Ελλάδα παρά τις διαρθρωτικές αλλαγές που προωθήθηκαν μετά την κρίση χρέους εξακολουθεί να στηρίζεται υπερβολικά από τον τουρισμό, κλάδος ευάλωτος σε υγειονομικές κρίσεις και στην κλιματική κρίση. Παραμένει ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση εξαιτίας των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων.
Η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη και εξαιτίας του υψηλού δημόσιου χρέους που θα διαμορφωθεί το 2025 στο 150% του ΑΕΠ. Μια ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους είναι αναγκαία για μια πιο ανθεκτική οικονομία. Η επιτάχυνση αυτή μπορεί να επιτευχθεί:
α) με μεγαλύτερο και κοινωνικά βιώσιμο ρυθμό μεγέθυνσης
β) με μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Η επιθυμητή επιλογή είναι η επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης μέσω της ενίσχυσης της παραγωγικής ικανότητας της χώρας. Έχουμε τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία; Προχωράμε με τις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την χώρα πόλο έλξης ξένων αλλά και εγχώριων επενδύσεων σε δυναμικούς και παγκόσμια ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας για να αυξήσουμε περαιτέρω την δυναμικότητα της οικονομίας, τον πράσινο μετασχηματισμό και την πλήρη απασχόληση;
Οι επενδύσεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια αφορούν σε σημαντικό βαθμό κατασκευές. Η χώρα χρειάζεται πολύ περισσότερες επενδύσεις στο μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογίας και πληροφορικής. Έτσι, θα αυξήσει τη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και την παραγωγή και προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Τα ποιοτικά στοιχεία της απασχόλησης δείχνουν ότι χρόνιες αδυναμίες (χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς οι νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερη ανεργία γυναικών και νέων, άνιση γεωγραφική διάρθρωση της ανεργίας και της απασχόλησης) εξακολουθούν να είναι παρούσες.
Σε ότι αφορά την συμπερίληψη τα ευρήματα πολλών από τους δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα δείχνουν μια επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μετά το 2020 ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης κόστους ζωής αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Συμπερασματικά η δημοκρατία μας πρέπει να θωρακιστεί πιο αποτελεσματικά. Μια κοινοβουλευτική δημοκρατία για να λειτουργεί σωστά και να διαθέτει μηχανισμούς υπεράσπισής της από όσους την επιβουλεύονται προϋποθέτει την παρουσία κομμάτων που έχουν τη στήριξη των πολιτών οι οποίοι μετέχουν ενεργά στις διαδικασίες διαβούλευσης για τη διαμόρφωση των θέσεων τους. Τα κόμματα πρέπει να αποκαταστήσουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πολίτες και να διασφαλίσουν την ενεργό συμμετοχή τους. Ταυτόχρονα πρέπει να ενισχυθούν οι ανεξάρτητοι θεσμοί και να στελεχώνονται με το κατάλληλο δυναμικό.
Η οικονομία παραμένει ευάλωτη στις κρίσεις με τις ανισότητες να διογκώνονται και να τροφοδοτούν αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις. Χρειάζεται ένα νέο όραμα. Απαιτείται αλλαγή παραδείγματος πολιτικής και νέα αναπτυξιακή στρατηγική ώστε να προσελκύσουμε επενδύσεις που θα διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα και την δυναμικότητα της οικονομίας. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ώστε ο νέος πλούτος και τα νέα εισοδήματα να κατανέμονται πιο δίκαια και να αφορούν όλους τους Έλληνες ανεξάρτητα από την γεωγραφική τους κατοικία ή την κοινωνική τους θέση. Αυτές πρέπει να είναι οι προτεραιότητες στο τέλος της μεταπολίτευσης ώστε οι πολίτες να εμπιστευτούν ξανά τα κόμματα και να αναζητούν τη λύση των σύνθετων οικονομικών προβλημάτων και τη διασφάλιση της ευημερίας αποκλειστικά στο πεδίο της πολιτικής
* Ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών και μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής
** Το παρόν άρθρο του Φίλιππου Σαχινίδη δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση αφιέρωμα στα πενήντα χρόνια της μεταπολίτευσης του περιοδικού της Βουλής «Επί του περιστυλίου»