Η ακρίβεια σαρώνει τη χώρα. Η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες τιμές στα σούπερ μάρκετ στην ευρωζώνη και η Τράπεζα της Ελλάδος αποσαφηνίζει σε μια εντελώς αποκαλυπτική της έρευνα της, γιατί οι Έλληνες πληρώνουν έως και 10% πιο ακριβά σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη τα τυποποιημένα προϊόντα.
Συνοπτικά, η ΤτΕ εντοπίζει τρεις «υπεύθυνους» για τις υψηλές τιμές:
- Οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2011. Η Ελλάδα παραμένει όμως μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ (περίπου 10% υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με την ευρωζώνη κατά μέσο όρο).
- Υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό.
- Για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές.
Συγκεκριμένα, οι μελετητές Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γεώργιος Παπαδόπουλος και Παύλος Πέτρουλας αναφέρουν, μεταξύ άλλων, στην έκθεσή τους πως «ο ανταγωνισμός στην αγορά των παραγωγών, η συγκέντρωση της αγοράς λιανικής και οι συνήθειες των καταναλωτών εξηγούν σημαντικό μέρος των διαφορών στις τιμές μεταξύ των χωρών».
Επίσης αναφέρουν ότι «Οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών έχουν μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, η οποία σταδιακά αποκαθίσταται αφενός με την αύξηση των μισθών και αφετέρου με την σταδιακή μείωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες. Πέραν του πληθωρισμού, ωστόσο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και στις διαφορές των τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την απουσία εμπορικών περιορισμών και την εξάλειψη των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ διάφορες έρευνες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των ακριβότερων χωρών σε αγαθά όπως το βρεφικό γάλα και τα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων».
Από τη μελέτη προκύπτει ότι, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει επιτευχθεί την περίοδο 2011-2023, καθώς οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά, η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, οι τιμές στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο περίπου 10% υψηλότερες σε σύγκριση με την ευρωζώνη. Οι υψηλές τιμές αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά των προμηθευτών, όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές οι οποίες προμηθεύουν την αγορά με εισαγόμενα προϊόντα, στρεβλώσεις στην αγορά της λιανικής, καθώς και διαφορές στις καταναλωτικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα αγορά μικρών συσκευασιών.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών.
Όσον αφορά τους προμηθευτές, η μελέτη αναφέρει ότι: «η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της μελέτης, καθώς, για κάθε κατηγορία προϊόντος, ο προμηθευτής με ηγετική θέση στην αγορά κατέχει μεγαλύτερο μερίδιο στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη. Επίσης, περαιτέρω μειώσεις στις τιμές των επώνυμων προϊόντων θα επιτυγχάνονταν από τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.»
Τέλος, όσον αφορά την αγορά των σουπερμάρκετ, εκτιμάται ότι μειώσεις τιμών θα μπορούσαν να προέλθουν αφενός μεν από την αύξηση του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή, αφετέρου δε από τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων (buying groups) ως προς τους προμηθευτές, έτσι ώστε να αντισταθμίζονται οι ολιγοπωλιακές πρακτικές των πολυεθνικών και να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές χονδρικής.
Το πλήρες κείμενο της μελέτης είναι διαθέσιμο ΕΔΩ.