Ένα κρίσιμο συμπέρασμα από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι η σταδιακή απαξίωση της πολιτικής και των κομμάτων στη συνείδηση των πολιτών. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024 είχαμε την υψηλότερη αποχή που καταγράφηκε ποτέ.
Οι πολίτες είχαν προϊδεάσει τα κόμματα, καθώς στις εκλογές του Ιουνίου του 2023 είχαμε τη δεύτερη υψηλότερη αποχή στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Το μήνυμα αυτό, όμως, δεν αξιολογήθηκε από τα κομματικά επιτελεία ώστε να αναζητήσουν νέους τρόπους επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους, ιδιαίτερα με τις νεότερες γενιές, και να εξηγήσουν πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην καθημερινότητά τους.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κόμματα και την πολιτική. Οι ηττημένοι από την παγκοσμιοποίηση και τις αλλεπάλληλες κρίσεις καταλογίζουν στα κόμματα, ειδικά σε αυτά που κυβέρνησαν, την ευθύνη για τη δεινή οικονομική τους κατάσταση, την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, την έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων, την εγκατάλειψη και την ερημοποίηση της υπαίθρου. Οι πολίτες νιώθουν ότι τα κόμματα δεν συμμερίζονται τις αγωνίες τους για την καθήλωση των μισθών, την ακρίβεια, τα συσσωρευμένα χρέη, την οικονομική αβεβαιότητα, την αποδυνάμωση του ΕΣΥ, που τους εξαναγκάζει να καταφεύγουν σε ιδιώτες γιατρούς, την ακριβή στέγαση, την έξαρση της βίας.
Συνειδητά, λοιπόν, οι πολίτες αποφεύγουν να ταυτίζονται με τα κόμματα και να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις που αυτά διοργανώνουν. Οι μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις των δεκαετιών του 1980 και του 1990 έχουν αντικατασταθεί από ομιλίες σε κλειστούς χώρους ή μικρές υπαίθριες συναντήσεις. Η συμμετοχή σε αυτές συνήθως αφορά πολίτες με συγκεκριμένα ηλικιακά χαρακτηριστικά. Οι νέοι δεν συμμετέχουν σε αυτές τις πολιτικές εκδηλώσεις.
Μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, όμως, για να λειτουργεί σωστά και να διαθέτει μηχανισμούς υπεράσπισής της από όσους την επιβουλεύονται, προϋποθέτει την παρουσία κομμάτων που λειτουργούν. Τα κόμματα, για να έχουν τη στήριξη των πολιτών, πρέπει να διασφαλίζουν ότι αυτοί μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στις διαδικασίες διαβούλευσης. Οι πολίτες πρέπει να ξέρουν ότι το κόμμα λαμβάνει σοβαρά υπόψη του την άποψή τους και γι’ αυτό τους καλεί να τη συνδιαμορφώσουν.
Στην Ευρώπη, η συζήτηση για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Δημοκρατία από την άνοδο της Ακροδεξιάς έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Στην Ελλάδα, για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, συμμετέχουν στη Βουλή τρία κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, που στις εκλογές του Ιουνίου του 2023 πήραν περίπου 15%. Μεταξύ αυτών και ένα κόμμα με ευθείες αναφορές στη ναζιστική Χρυσή Αυγή. Τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου δεν έκαναν κάποια ουσιαστική συζήτηση για το πώς φτάσαμε ως εδώ ούτε για το τι πρέπει να γίνει για να μη βρεθούμε κάποια στιγμή στο μέλλον αντιμέτωποι με μια πανίσχυρη Ακροδεξιά.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις πρέπει να αξιολογηθούν κατά την προεκλογική συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ για την εκλογή προέδρου. Αν οι υποψήφιοι παραμείνουν στον παραδοσιακό τρόπο πρόσληψης της πολιτικής και δεν υπερβούν το επικοινωνιακό φράγμα της εποχής μας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να έχουμε μια αδιάφορη εσωτερική διαδικασία, ξεκομμένη από την κοινωνία και τις αγωνίες της. Η πρόκληση είναι με τις δράσεις τους να συνεισφέρουν στην ανάκτηση της σχέσης εμπιστοσύνης του ΠΑΣΟΚ με τους πολίτες, και ιδιαίτερα με τη νέα γενιά, περιγράφοντας το όραμά τους για τη χώρα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που αλλάζει γρήγορα κάτω από την επίδραση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Ένα όραμα που θα συγκινήσει τους προοδευτικούς πολίτες πέρα από το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και θα τους δώσει κίνητρο για συμμετοχή και συστράτευση. Μια ουσιαστική προεκλογική συζήτηση γύρω από τα ζητήματα αυτά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ώστε οι πολίτες στις επόμενες εθνικές εκλογές να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μιας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας.
* Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών και μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ – Κίνηματος Αλλαγής
Πατήστε εδώ και δείτε τα 12 προηγούμενα άρθρα του Φίλιππου Σαχινίδη