Ο πρώτος σοσιαλιστής Πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν, έλεγε: «Οι Γάλλοι στον 1ο γύρο τιμωρούν. Στον 2ο επιλέγουν». Δεν είναι βέβαιο ότι μπορούσε να φανταστεί ένα τέτοιο πολιτικό τοπίο όταν ζούσε. Μάλλον όχι. Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι μόνο ένα δημοκρατικό πολίτευμα μπορεί να δώσει μια τέτοια συναρπαστική ανατροπή, σαν το αποτέλεσμα του 2ου γύρου των γαλλικών βουλευτικών εκλογών.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο πρώτος γύρος των εκλογών στη Γαλλία ανέδειξε την Άκρα Δεξιά ως μια εδραιωμένη δύναμη στη γαλλική κοινωνία με ανοδική δυναμική.
Μεσαία κοινωνικά στρώματα της «βαθιάς» γαλλικής επαρχίας, χαμηλά εισοδηματικά στρώματα στα περιφερειακά «προάστια» των μεγαλουπόλεων μακριά από τα κοσμοπολίτικα κέντρα, χειρώνακτες, άνθρωποι χωρίς υψηλή μόρφωση, όσοι φοβούνται τον εκσυγχρονισμό ή αισθάνονται ότι απειλούνται από την παγκοσμιοποίηση και τους μετανάστες, ψηφίζουν αυτούς που τους υπόσχονται ότι με μια εθνική αναδίπλωση και επιστροφή στις «παραδόσεις» θα έχουν προστασία από το κράτος. Μαζί τους και όσοι θέλουν να διαμαρτυρηθούν έντονα: ψηφίζουν αυτόν που πιστεύουν ότι θα πονέσει περισσότερο τις «κακές ελίτ»: την ακροδεξιά.
Ο Εμανουέλ Μακρόν με μια πολιτική «ντρίπλα», που θεωρήθηκε –και ήταν- υψηλού ρίσκου, προκαλώντας πρόωρες βουλευτικές εκλογές ανέκοψε την ορμή της Λεπέν προς την προεδρία. Έφερε τους Γάλλους μπροστά στο δίλημμα: θέλετε να σας κυβερνήσει η ακροδεξιά; Πείτε το ευθέως. Έχετε τώρα την ευκαιρία.
Αν δεν το είχε κάνει, μετά τα αρνητικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα σερνόταν επί μήνες, κάτω από τη συνεχή υπονόμευση. Το φθινόπωρο, όταν πρέπει να έρθει προς έγκριση ο νέος Προϋπολογισμός, η κυβέρνηση του θα βρισκόταν μπροστά σε πρόταση μομφής από μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση δεν είχε ούτε τώρα απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Οι αναπόφευκτες τότε βουλευτικές εκλογές είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσαν σε βέβαιη νίκη της ακροδεξιάς «Εθνικής Συσπείρωσης», τον Μπαρντελά στην πρωθυπουργία και θα άνοιγαν βέβαιο δρόμο της Λεπέν προς την Προεδρία της Δημοκρατίας 3 χρόνια μετά.
Όπως φάνηκε, η επικράτηση της Λεπέν δεν είναι νομοτελειακή ούτε είναι προδιαγεγραμμένη. Η οριστική ήττα της Άκρας Δεξιάς προϋποθέτει ισχυρή και λειτουργική κυβέρνηση ευρείας βάσης. Το βασικό πρόβλημα είναι η ετερογένεια των δυνάμεων που ανέκοψαν την επικράτηση της Άκρας Δεξιάς. Και κυρίως το γεγονός ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές των τριών μεγάλων πολιτικών μπλοκ έχουν τον νου τους όχι στη νέα γαλλική Εθνοσυνέλευση, αλλά στην προεδρική εκλογή που θα γίνει το 2027.
Η νέα κυβερνητική λύση δεν είναι εύκολη. Προϋποθέτει στρατηγική αντίληψη και πνεύμα συναίνεσης ανάμεσα σε δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς και του Κέντρου που εκφράζει ο Μακρόν.
Ο μεταρρυθμιστής και ευρωπαϊστής κεντροαριστερός ευρωβουλευτής, Ραφαέλ Γκλυκσμάν, που ήταν επικεφαλής της κοινής λίστας του δικού του σχήματος, Place Publique, με τους σοσιαλιστές στις ευρωεκλογές, δήλωσε ότι η Γαλλία πρέπει να βρει την ηρεμία μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών. «Η πολιτική κουλτούρα πρέπει να αλλάξει», είπε προσθέτοντας ότι «ένα κοινοβούλιο όπου κανένα κόμμα δεν έχει ξεκάθαρη πλειοψηφία απαιτεί δεκτικότητα στον διάλογο. Πρέπει να ενεργήσουμε ως ενήλικες τώρα. Το κοινοβούλιο είναι διαιρεμένο», πρόσθεσε”. Διαφοροποιήθηκε έτσι εμμέσως από τον λαϊκιστή αριστερό Μελανσόν, ηγέτη της «Ανυπότακτης Γαλλίας», που δήλωσε ότι πρέπει να εφαρμοστεί «μόνο» και «ολόκληρο» το Πρόγραμμα της αριστερής συμμαχίας του «Νέου Λαϊκού Μετώπου» και «τίποτα άλλο».
Οι εξελίξεις θα κριθούν στο εσωτερικό του «Λαϊκού Μετώπου». Αν δηλαδή είναι διατεθειμένες μετριοπαθείς δυνάμεις όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι ευρωπαϊστές Οικολόγοι της χαρισματικής Μαρίν Τοντελιέ, να συμμετάσχουν ή να στηρίξουν μια κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας, χωρίς τον Μελανσόν που αυτο-εξαιρέθηκε από μια τέτοια προοπτική.
Μέσα στο «Νέο Λαϊκό Μέτωπο», αυτός ο δεύτερος γύρος αναδιαρθρώνει την ισορροπία μεταξύ της Ανυπότακτης Γαλλίας/La France Insoumise (LFI) του Μελανσόν και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS). Οι Σοσιαλιστές βρίσκονται στα πρόθυρα διπλασιασμού του αριθμού τους σε σύγκριση με το 2022, με εκτίμηση μεταξύ 63 και 69 εδρών (έναντι 31 τον Ιούνιο του 2022), και έτσι πλησιάζουν περισσότερο την ομάδα LFI, η οποία πιστώνεται με 68 έως 74 βουλευτές (σε σύγκριση με 75 κατά την τελευταία νομοθετική περίοδο). Αν και η LFI παραμένει (για πολύ λίγο) η πρώτη ομάδα στα αριστερά, δεν είναι πλέον σε κυρίαρχη θέση εντός της συμμαχίας.
Οι Οικολόγοι φαίνεται να έχουν 32 έως 36 βουλευτές (έναντι 23 το 2022), ενώ το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει 10 με 12 εκλεγμένους, σχεδόν τους δώδεκα που είχαν εκλεγεί πριν από δύο χρόνια.
Επίσης ρυθμιστικό ρόλο μπορεί να παίξει και το κόμμα της παραδοσιακής Δεξιάς, οι Ρεπουμπλικανοί, που ακολουθούν την παράδοση του Ντε Γκωλ, του Σιράκ και του Σαρκοζύ. Παρά το ότι δεν κατόρθωσαν να πάρουν πάνω από 6-7% των ψήφων, είναι ο τέταρτος σε δύναμη σχηματισμός της νέας Βουλής με 57-67 έδρες. Αποδεικνύουν ότι -παρά την εσωκομματική κρίση τους- έχουν ρίζες στην γαλλική κοινωνία. Σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσαν να συμμετάσχουν ή να στηρίξουν μια κυβέρνηση χωρίς τη Λεπέν και την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν.
Οι διεργασίες θα πάρουν καιρό. Το γαλλικό Σύνταγμα δεν επιβάλλει άμεσο σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Για ένα διάστημα θα μπορούσε να συνεχίσει η απερχόμενη κυβέρνηση να λειτουργεί ως υπηρεσιακή. Ο Μακρόν, που ως Πρόεδρος συνεχίζει να είναι ισχυρός πόλος της εκτελεστικής εξουσίας, έχει περιθώρια κινήσεων. Θα χρειαστεί όμως πλέον να εξαντλήσει όλες τις ικανότητες και τα ταλέντα του, χωρίς ηγεμονισμούς και υπεροψία.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)