Στο 4ο Διεθνές Συνέδριο των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με θέμα «Προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου», το οποίο διεξάγεται στην Αθήνα, η Α.Θ. Παναγιότητα Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθομολαίος έστειλε βιντεοσκοπημένο μήνυμα προς τους συμμετέχοντες στο συνέδριο.
«Η Ορθοδοξία καλείται σήμερον να λειτουργήση ως θετική πρόκλησις εις τον σύγχρονον κόσμον, ως μία θεοκίνητος προοπτική ζωής και ελευθερίας εις μίαν εποχήν επαναπροσδιορισμού της ιεραρχήσεως των αξιών, τοποθετώντας εις την κορυφήν της αξιολογικής κλίμακος την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας» τόνισε μεταξύ των άλλων ο Πατριάρχης.
Ο Παναγιώτατος εξέφρασε αρχικά την ευαρέσκεια της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας προς τους εμπνευστές, τους οργανωτές και τους χορηγούς του Συνεδρίου, προς τους ομιλητές και όλους τους συμμετέχοντες.
Τέλος κλείνοντας τόνισε χαρακτηριστικά: «Περαίνοντες τον λόγον, επιθυμούμεν να σημειώσωμεν ότι η συνάντησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι χώρος αναδείξεως της ορθής σχέσεώς της με την πολιτικήν. Ενώ η Εκκλησία δεν ασχολείται με την πολιτικήν εν τη στενή σημασία του όρου, η μαρτυρία της είναι ουσιαστικώς και διαχρονικώς πολιτική. Αγωνίζεται κατά της φαλκιδεύσεως του ανθρωπίνου προσώπου εις τας ποικίλας όψεις της, στιγματίζει τον ρατσισμόν, τας διακρίσεις, τας συγχρόνους μορφάς δουλείας, ανθίσταται εις τας δυνάμεις και τας τάσεις που υποσκάπτουν την κοινωνικήν συνοχήν και την ειρήνην, προάγει τον πολιτισμόν της αλληλεγγύης και του διαλόγου, της συγκλίσεως και της συνεργασίας. Η ένστασις ότι αυτή η παρέμβασις εμπλέκει την Εκκλησίαν εις την αμφισημίαν των ανθρωπίνων πραγμάτων, ότι η χριστιανική μαρτυρία μετατρέπεται εις πολιτικήν πράξιν, στερείται θεολογικής βάσεως και είναι ένδειξις εξασθενήσεως του αισθητηρίου διά την σημασίαν των ιστορικών εξελίξεων», υπογράμμισε στο τέλος της ομιλίας του ο Παναγιώτατος.
Η επίσημη έναρξη του συνεδρίου ξεκίνησε σήμερα το πρωί στη Στοά του Αττάλου στο κέντρο της Αθήνας. Τον Οικουμενικό Πατριάρχη εκπροσωπεί στις εργασίες του συνεδρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος.
Αναλυτικά το μήνυμα του Οικομενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου
«Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε,
Ἐξοχώτατε ἐκπρόσωπε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως,
Ἐξοχώτατοι,
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες, Πρόεδροι τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς Ἀδελφότητος «Παναγία ἡ Παμμακάριστος» καί τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Χριστός Ἀνέστη!
Ἀπευθυνόμεθα ἐκ Φαναρίου πρός ὑμᾶς μετ᾿ αἰσθημάτων τιμῆς καί ἀγάπης, παρόντες πνευματικῶς εἰς τό 4ον Διεθνές Συνέδριον τῶν Ἀρχόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μέ θέμα «Προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τῆς δημοκρατίας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου», ἐν τῷ κλεινῷ ἄστει, βέβαιοι διά τήν ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ.
Ἐκφράζομεν τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος καί τήν εὐαρέσκειαν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας πρός τούς ἐμπνευστάς, τούς ὀργανωτάς καί τούς χορηγούς τοῦ Συνεδρίου, πρός τούς ὁμιλητάς καί πάντας τούς συμμετέχοντας. Τό τρίπτυχον τῆς θεματικῆς τοῦ Συνεδρίου παραπέμπει εἰς τά ἀξιακά καί κανονιστικά θεμέλια τῆς ἀνοικτῆς κοινωνίας, τῆς δημοκρατίας τοῦ κράτους δικαίου καί τοῦ κοινωνικοῦ κράτους, εἰς τόν πυρῆνα τοῦ συγχρόνου πολιτικοῦ πολιτισμοῦ, μέ ἄξονα τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα λειτουργοῦν ὡς βαρόμετρον διά τάς ἀπειλάς κατά τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας καί διά τάς θετικάς προοπτικάς τοῦ ἐμπράκτου καί καθολικοῦ σεβασμοῦ της. Ἡ δέ ἑστίασις εἰς τό ἀνθρώπινον δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας κατονο-μάζει τήν διάστασιν τοῦ Ὑπερβατικοῦ, ἄνευ τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατον νά θεμελιωθῇ ὁ ἀπόλυτος σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινον πρόσωπον.
Ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου (10 Δεκεμβρίου 1948) ἀποτελεῖ «τό πιθανότατα πιό γνωστό νομικό κείμενο στόν σύγχρονο κόσμο», ἕνα «μανιφέστο ἀνθρωπισμοῦ», πού ἀνεδύθη μέσα ἀπό τήν μεγαλυτέραν ἀνθρωπιστικήν καταστροφήν εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος. Καί σήμερον, 75 καί πλέον ἔτη μετά τήν πανηγυρικήν Οἰκουμενικήν Διακήρυξίν των ὑπό τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, εἰς τό Προοίμιον τῆς ὁποίας χαρακτηρίζονται ὡς «τό κοινό ἰδανικό, στό ὁποῖο πρέπει νά κατατείνουν ὅλοι οἱ λαοί καί ὅλα τά ἔθνη», τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου παραμένουν εἰς τό κέντρον της πολιτικῆς ἐπικαιρότητος ὡς σύμβολον δι᾿ ἕνα παγκόσμιον πολιτισμόν τεθεμελιωμένον ἐπί τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας.
Βεβαίως, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ οἰκουμενική ἀξίωσίς των πού ἀμφισβητεῖται ἐντόνως εἰς τήν ἐποχήν μας, κυρίως ἐκ μέρους τῶν μή δυτικῶν λαῶν καί πολιτισμῶν καί τῶν μή χριστιανικῶν θρησκειῶν. Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, μέ περισσήν εὐκολίαν, χαρακτηρίζονται ὡς μία «ἀμιγῶς δυτική ἰδέα περί δικαίου», ἀκόμη καί ὡς «δούρειος ἵππος τῆς Δύσης» διά πολιτισμικήν ἐπιβολήν ἐπί τοῦ λοιποῦ κόσμου. Καί εὐρύτερον, ὅμως, παρά τάς ἐπιμέρους προόδους πού ἔχουν συντελεσθῆ εἰς τό πεδίον τῆς συνταγματικῆς κατοχυρώσεως καί τῆς διεθνοῦς προστασίας των, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου παραβιάζονται βάναυσα καί χρησιμοποιοῦνται ὡς πρόφασις καί ὡς ἀνθρωπιστικός μανδύας διά παρεμβάσεις εἰς τό ἐσωτερικόν ἄλλων κρατῶν. Καίριον πρόβλημα ἀποτελεῖ ἐπίσης ἡ ἀλόγιστος διεύρυνσις τοῦ περιεχομένου των, ὥστε καί ἰδιωτικαί ἐπιθυμίαι καί ἐπιλογαί νά βαπτίζωνται «ἀνθρώπινο δικαίωμα». Διά τόν λόγον αὐτόν, καί εἰς τό μέλλον, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου θά παραμείνουν χρέος, ζητούμενον καί ὄχι ἐξασφαλισμένη πραγματικότης.
Πολλά διά τήν οἰκουμενικήν πορείαν των φαίνεται ὅτι ἐξαρτῶνται ἀπό τήν στάσιν τῶν θρησκειῶν ἀπέναντί των, ἀπό τήν υἱοθέτησιν τῶν ἀνθρωπιστικῶν αἰτημάτων των ἐκ μέρους τῶν θρησκειῶν, ἀπό τήν συστράτευσιν τῶν θρησκειῶν εἰς τόν ἀγῶνα διά τόν σεβασμόν των. Καί διά τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἰσχύει ὅτι, οἱαδήποτε ἀνάλυσις τῆς συγχρόνου καταστάσεως, ἡ ὁποία δέν ἀναφέρεται καί εἰς τόν ρόλον τῆς θρησκείας, εἶναι ἐλλιπής.
Ἴσως τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι «τό πιό ἀμείλικτο ἐρώτημα πού τέθηκε ποτέ στίς θρησκείες». Εἶναι τό ἐρώτημα περί τῆς στάσεώς των ἀπέναντι εἰς τόν ἀνθρωπισμόν, τήν ἐλευθερίαν, τήν ἀνοικτήν κοινωνίαν, τόν πλουραλισμόν, ἀπέναντι εἰς τάς ἰδικάς των ἀνθρωπιστικάς παραδοχάς, ἕν ἐρώτημα τό ὁποῖον δέν ἐπιτρέπει ὑπεκφυγάς. Τό διακύβευμα εἰς τήν συνάντησιν τῶν θρησκειῶν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποδοχή ἤ μή τῆς οἰκουμενικῆς ἐμβελείας των. Αἱ θρησκεῖαι ὀφείλουν νά κατανοήσουν ὅτι ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ κτῆμα ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Εὐστόχως ἔχει γραφῆ, ὅτι «ὅποιος δέν ἀφήνει τήν οἰκουμενικότητα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου νά κρίνῃ πρῶτα τόν ἴδιο, δέν ἔχει κατανοήσει τίποτε ἀπό αὐτήν».
Εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ὑπάρχει ἑνιαία στάσις ἀπέναντι εἰς τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νά λεχθῇ ὅτι κυριαρχεῖ μία «ἀμυντική» τοποθέτησις ἀπέναντι εἰς αὐτά, μία ὑποψία ὅτι ἀποτελοῦν ἀπειλήν διά τάς κοινοτικάς παραδόσεις μας. Εἶναι βέβαιον ὅτι μία συνολικῶς ἀπορριπτική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπέναντι εἰς τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεώρησίς των ὡς ἀμέσου ἀπειλῆς διά τήν ταυτότητά μας ἐκπηγάζει ἀπό παρανόησιν τόσον τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καί τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Ὀφείλομεν νά κατανοήσωμεν ὁριστικῶς, ὅτι ἐάν ἀπορρίπτωμεν συλλήβδην τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαρνούμεθα ἕν σημαντικόν τμῆμα τῆς ἰδικῆς μας ἀνθρωπιστικῆς παραδόσεως. Προφανέστατα, ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύει τήν Ἀλήθειάν της ὅταν στηρίζῃ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ὅταν συμπλέῃ μέ ἐθνικιστικά ἰδεολογήματα.
Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται σήμερον νά λειτουργήσῃ ὡς θετική πρόκλησις εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ὡς μία θεοκίνητος προοπτική ζωῆς καί ἐλευθερίας εἰς μίαν ἐποχήν ἐπαναπροσδιο-ρισμοῦ τῆς ἱεραρχήσεως τῶν ἀξιῶν, τοποθετῶντας εἰς τήν κορυφήν τῆς ἀξιολογικῆς κλίμακος τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀνθίσταται εἰς τήν βίαν καί τάς δυνάμεις πού ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν, ἀναδεικνύουσα τό ἦθος τῆς διακονίας, τῆς προσφορᾶς, τῆς βοηθείας καί τῆς εὐχαριστιακῆς χρήσεως τῆς δημιουργίας, κατά τῆς κλειστότητος, τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τῆς στάσεως τοῦ «ἔχειν». Τονίζει ἐπίσης ὅτι τό μέλλον δέν ἀνήκει εἰς τόν αὐτοχειροτόνητον «ἀνθρωποθεόν» τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, ὁ ὁποῖος καταργεῖ ὅρια καί μέτρα, κατα-στρέφοντας τούς ὅρους τῆς «ἀνθρωπίνης καταστάσεως» (conditio humana) καί γενικώτερον τῆς ζωῆς εἰς τόν πλανήτην γῆ.
Ἡ Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι πηγή ἐμπνεύσεως καί δυναμισμοῦ διά καλήν μαρτυρίαν ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου καί προωθεῖ τόν διάλογον καί τήν συνεργασίαν διά κοινήν ἀντιμετώπισιν τῶν μεγάλων προκλήσεων τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ Ὀρθοδοξία διαθέτει μίαν πλουσίαν παράδοσιν, μεγάλα πνευματικά ἀποθέματα, τά ὁποῖα πρέπει νά ἀξιοποιηθοῦν εἰς τήν συνάντησιν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Σαφῶς, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἐκπροσωποῦν τήν ἀμφισημίαν τῆς νεωτερικῆς μεταβάσεως ἀπό τάς «δεδομένας» εἰς τάς «διαμορφουμένας» ἀξίας. Αὐτή ἡ μετάβασις δέν ἦτο ἄνευ κινδύνων. Ὅμως, τό γεγονός αὐτό δέν δικαιολογεῖ τήν ταύτισιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου μέ τάς ἀρνητικότητας τῆς νεωτερικότητος ἤ με «φονταμενταλισμόν τοῦ μοντερνισμοῦ».
Καί διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἰδιαιτέρως ὅμως διά τάς μή χριστιανικάς θρησκείας, αἱ μεγαλύτεραι δυσκολίαι εἰς τήν συνάντησιν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπίζονται εἰς τό θέμα τῆς κατανοήσεως καί ἑρμηνείας τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Εἰς τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψεως, τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας ἀναφέρεται τό ἄρθρον 18 τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου διά τῶν ἑξῆς: «Κάθε ἄτομο ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης, τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας· στό δικαίωμα αὐτό περιλαμβάνεται ἡ ἐλευθερία γιά τήν ἀλλαγή θρησκείας ἤ πεποιθήσεως, ὅπως καί ἡ ἐλευθερία νά ἐκδηλώνει κανείς τή θρησκεία του ἤ τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις, μόνος ἤ μαζί μέ ἄλλους, δημόσια ἤ ἰδιωτικά, μέ τή διδασκαλία, τήν ἄσκηση, τή λατρεία καί μέ τήν τέλεση θρησκευτικῶν τελετῶν».
Ἰδιαιτέραν σημασίαν διά τό θέμα μας ἔχει καί ἡ σαφής ἀναφορά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016) εἰς τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας: «Θεμελιῶδες ἀνθρώ-πινον δικαίωμα εἶναι ἡ προστασία τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὑπό πάσας τάς προοπτικάς αὐτῆς, ἤτοι τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί ὅλων τῶν ἀτομικῶν καί συλλογικῶν ἐκφράσεων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ δικαιώματος ἑκάστου πιστοῦ νά τελῇ ἀκωλύτως ἀπό οἱανδήποτε κρατικήν παρέμβασιν τά θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς καί τῆς ἐλευθερίας δημοσίας διδασκαλίας τῆς θρησκείας καί τῶν προϋποθέσεων λειτουργίας τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων» (Ἐγκύκλιος, § 16).
Ἀπό ὅλας τάς πτυχάς τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τάς μεγαλυτέρας ἀμφισβητήσεις ἀντιμετωπίζει τό δικαίωμα «ἀλλαγῆς θρησκείας». Ὅπως ὅμως ἔχει λεχθῆ, ἀκριβῶς τό σημεῖον αὐτό σηματοδοτεῖ τήν «ἀλλαγήν παραδείγματος» πού ἐνσαρκώνουν εὐρύτερον τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμπόδιον εἰς τήν ὀρθήν κατανόησιν τοῦ περιεχομένου τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀποτελεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἐδῶ πρόκειται περί κατοχυρώσεως ἀτομικοῦ δικαιώματος, συνδεδεμένου μέ τόν δυτικόν πολιτικόν πολιτισμόν καί διαβρωτικοῦ διά τάς ἄλλας παραδόσεις.
Τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀνοίγει νέας θετικάς προοπτικάς εἰς τάς θρησκείας, ἐνῶ ἀπαιτεῖ ἀπό αὐτάς περισσότερον ἀπό τήν ἀνοχήν τοῦ διαφορετικοῦ, ἡ ὁποία, οὕτως ἤ ἄλλως, δέν εἶναι ἄγνωστος εἰς αὐτάς. Ἡ ἀναγνώρισις τοῦ «δικαιώματος στή διαφορά» ἀποτελεῖ σπουδαίαν κατάκτησιν εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ διαφορετικότης ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά συγκαλύψῃ τάς ὑπαρχούσας κοινάς ἀξίας. Πανανθρώπιναι ἀξίαι ἀνήκουν εἰς τό ἀξιακόν δυναμικόν τῶν μεγάλων θρησκειῶν, τό ὁποῖον πρέπει νά ἀναδεικνύεται. Αἱ θρησκεῖαι καλοῦνται νά ἀναγνωρίσουν τήν Οἰκουμενικήν Διακήρυξιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου εἰς τό σύνολόν της. Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδιαίρετα. Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνεται ἐπιλεκτική ἐπίκλησις καί χρῆσις των.
Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,
Πέραν πάσης ἀμφιβολίας, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν μίαν πολύ σημαντικήν πολιτικήν κατάκτησιν, ἡ ὁποία ὡδήγησεν εἰς ἕνα ἀνθρωπινότερον κόσμον. Οὐδεμία συζήτησις περί τῶν κανονιστικῶν θεμελίων τῆς παγκοσμίου κοινωνίας δύναται νά ἀγνοήσῃ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σήμερον λάβαρον τῆς ἀνοικτῆς κοινωνίας καί σύμβολον τῶν ἀγώνων καί τῶν ἐλπίδων δι᾿ ἕνα δικαιότερον κόσμον. Εἶναι βέβαιον, ὅτι θά παραμείνουν καί εἰς τό μέλλον ἕν ἐκ τῶν μεγάλων θεμάτων διά τήν ἀνθρωπότητα, μία διαχρονική ἔκφρασις τοῦ ἀνθρωπισμοῦ.
Ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι ἡ πορεία τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν στάσιν τῶν μεγάλων θρησκειῶν ἀπέναντί των. Ἐπίσης, φρονοῦμεν ὅτι ἡ πρόοδος εἰς τήν ἐφαρμογήν των διέρχεται ἀπό τήν ἀναγνώρισιν, τήν ὀρθήν κατανόησιν καί τήν ἐφαρμογήν τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκείας. Ἡ ὑποχώρησις τοῦ θρησκευτικοῦ προσανατο-λισμοῦ τῆς ζωῆς εἰς τόν Δυτικόν κόσμον, παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου θρυλούμενα, ὄχι μόνον δέν προωθεῖ τούς στόχους τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἐπηρεάζει ἀρνητικῶς τόν σεβασμόν των. Ἔχει προσφυῶς γραφῆ, ὅτι «ὁμοῦ μετά τῆς λήθης ἤ τῆς ἀπωλείας τῆς διαστάσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θρησκείας, ἐξαφανίζεται καί ἡ αἴσθησις διά τό ἀπαραβίαστον τῆς ἀνθρω-πίνης ἀξιοπρεπείας». Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, θεωροῦμεν ἀναγκαῖον τόν διαθρησκειακόν διάλογον περί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπελευθερώνει τάς θρησκείας ἀπό τήν ἐσωστρέφειαν, πού πάντοτε τροφοδοτεῖ τόν φονταμενταλισμόν. Εἰς τόν διάλογον αὐτόν κάθε θρησκεία καλεῖται νά ἀναπτύσσῃ τήν σημασίαν τῶν ἰδικῶν της ἀρχῶν διά τήν ἐποχήν μας, διά τά μεγάλα θέματα καί τάς προκλήσεις τῶν καιρῶν, διά τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην, καί νά συμβάλλῃ εἰς τήν διαμόρφωσιν κοινῶν δράσεων.
Περαίνοντες τόν λόγον, ἐπιθυμοῦμεν νά σημειώσωμεν ὅτι ἡ συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χῶρος ἀναδείξεως τῆς ὀρθῆς σχέσεώς της μέ τήν πολιτικήν. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτικήν ἐν τῇ στενῇ σημασίᾳ τοῦ ὅρου, ἡ μαρτυρία της εἶναι οὐσιαστικῶς καί διαχρονικῶς πολιτική. Ἀγωνίζεται κατά τῆς φαλκιδεύσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἰς τάς ποικίλας ὄψεις της, στιγματίζει τόν ρατσισμόν, τάς διακρίσεις, τάς συγχρόνους μορφάς δουλείας, ἀνθίσταται εἰς τάς δυνάμεις καί τάς τάσεις πού ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν καί τήν εἰρήνην, προάγει τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης καί τοῦ διαλόγου, τῆς συγκλίσεως καί τῆς συνεργασίας. Ἡ ἔνστασις ὅτι αὐτή ἡ παρέμβασις ἐμπλέκει τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν ἀμφισημίαν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ὅτι ἡ χριστιανική μαρτυρία μετατρέπεται εἰς πολιτικήν πρᾶξιν, στερεῖται θεολογικῆς βάσεως καί εἶναι ἔνδειξις ἐξασθενήσεως τοῦ αἰσθητηρίου διά τήν σημασίαν τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!»