Είναι βέβαιο ότι την τελευταία περίοδο, έχουν αρχίζει να εμφανίζονται κάποιες τριβές της χώρας μας με ορισμένους γείτονες της. Παρά την ενόχληση, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι λογική, η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει την εικόνα ότι τσακώνεται με όλες τις γειτονικές χώρες, και ότι είναι η ίδια «μέρος του προβλήματος».
Υπάρχουν τρόποι που η χώρα μας μπορεί να προωθήσει τις θέσεις της, ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, με αυτοπεποίθηση, και όχι με φοβικότητα. Το «σύνδρομο του σκαντζόχοιρου», μιας εθνικιστικής αναδίπλωσης, δεν θα βοηθήσει.
Επίσκεψη Ράμα: Πολλή φασαρία για το τίποτα
Η ιδιωτική επίσκεψη του πρωθυπουργού της Αλβανίας, Έντι Ράμα, στην Αθήνα, δημιούργησε πριν ακόμα πραγματοποιηθεί θόρυβο στον δημόσιο διάλογο, αναντίστοιχη με την πραγματικότητα.
Ο Έντι Ράμα δεν επισκέφθηκε την Αθήνα ως πρωθυπουργός, αλλά με την ιδιότητα του επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας. Μίλησε μόνο σε ομοεθνείς του, που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης περιοδείας σε ξένες χώρες όπου υπάρχει αλβανική διασπορά (Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, κ.α.). Και λόγω αυτού δεν υπήρξαν, ούτε ζητήθηκαν επαφές με κυβερνητικούς επισήμους.
Αυτό συμβαίνει πολλές φορές. Κατά καιρούς κυβερνητικοί παράγοντες της Ελλάδας μεταβαίνουν για περιοδείες και εκδηλώσεις στις περιοχές της νότιας Αλβανίας, όπου ζουν Έλληνες μειονοτικοί.
Οι υπερβολικές διαστάσεις που έχει λάβει στη χώρα μας η υπόθεση Μπελέρι και η δραματοποίηση της, έκανε πολλούς να βλέπουν με μεγεθυντικό φακό την επίσκεψη Ράμα. Τελικά ο κ. Ράμα δεν έκανε καμία αναφορά στο ζήτημα αυτό. Η επίσκεψη του δεν είχε καμία πραγματική επίδραση στις ελληνο-αλβανικές σχέσεις: ούτε τις βελτίωσε, ούτε τις επιδείνωσε.
Οι «νεφώσεις» στις σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία να μη γίνουν «καταιγίδες»
Το πρόβλημα που προέκυψε με την ορκωμοσία της νέας προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, είναι υπαρκτό. Σύμφωνα με την αρχή του Δικαίου «pacta sunt servanda»: οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να καταργηθεί. Είναι διεθνής Συνθήκη και έχει καταχωρηθεί στον ΟΗΕ. Ο διεθνής παράγοντας, κυρίως ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αυτές που θα πιέσουν για την τήρηση της, διότι δεν επιθυμούν αποσταθεροποίηση στα Βαλκάνια.
Αφού υπήρξε η συμφωνία με την Ελλάδα, τότε η Βουλγαρία έβαλε «βέτο» στην ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που το εκλογικό σώμα της Βόρειας Μακεδονίας στράφηκε προς το δεξιό, εθνικιστικό VMRO. Διαψεύστηκαν οι ελπίδες που είχαν για την προώθηση της ευρωπαϊκής πορείας της.
Αν δεν διαφανεί έστω μακρινή προοπτική για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ, δεν θα υπάρχει μοχλός πίεσης στη γειτονική χώρα να τηρήσει την Συμφωνία των Πρεσπών. Επομένως, το κλειδί θα ήταν να πιεστεί η Βουλγαρία να αλλάξει στάση.
Επίσης και η Ελλάδα πρέπει να κάνει και αυτή τα βήματα που της αναλογούν. Δεν είναι νοητό ορισμένοι κρατικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι να αρνούνται να αποκαλέσουν τη γειτονική χώρα με την ονομασία που συμφωνήθηκε.
Ούτε να μην έχουν επικυρωθεί από τη Βουλή τα μνημόνια συνεργασίας που προκύπτουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, και είναι κυρίως προς όφελος της Ελλάδας.
Το ένα από αυτά μάλιστα, παραχωρεί τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας της Βόρειας Μακεδονίας στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία!
Το καλό κλίμα στα ελληνοτουρκικά είναι θετικό, χρειάζεται όμως να υπάρξει και επίλυση
Η συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη πήγε θετικά, όπως αναμενόταν, χωρίς εκπλήξεις. Οι δύο ηγέτες διατύπωσαν με ηπιότητα τις απόψεις τους, ακόμα και στα σημεία όπου υπάρχουν διαφωνίες. Ήταν αισθητή η προσοχή που κατέβαλαν, ώστε να μην υπάρξουν τριβές.
Είναι βέβαιο ότι μεταξύ των ηγετών ή των αντιπροσωπειών έγινε μια αποτίμηση της προόδου στα τρία «τραπέζια» του ελληνοτουρκικού διαλόγου:
α. της θετικής ατζέντας (συνεργασία σε οικονομία, εμπόριο, μεταφορές, περιβάλλον, τουρισμός κ.α.)
β. των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, δηλαδή η πραγματοποίηση των στρατιωτικών ασκήσεων στο Αιγαίο, με τρόπο που να μην προκαλείται ένταση, και
γ. του πολιτικού διαλόγου, όπου συζητείται ο ”σκληρός πυρήνας” των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η πολιτική βούληση που εκφράστηκε ήταν να συνεχίσει ο δρόμος της επαναπροσέγγισης των δύο χωρών. Μετά τις ευρωεκλογές, αρχίζει ένα διάστημα τριών ετών χωρίς καμία εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα και την Τουρκία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σπάνια να συμπίπτει και στις δύο χώρες.
Υπάρχει ένας «καθαρός» πολιτικός χρόνος, όπου ο φόβος του «πολιτικού κόστους» δεν θα είναι τόσο έντονος. Εμφανίζεται λοιπόν μια μείζων ευκαιρία. Οι δύο πλευρές να επιταχύνουν τις απευθείας διαπραγματεύσεις, ώστε να επιλυθούν οι διμερείς διαφορές, να λυθούν τα προβλήματα και να κλείσουν οι εκκρεμότητες. Και όσα δεν μπορέσουν να επιλυθούν μέσω του διαλόγου, να παραπεμφθούν σε διεθνή δικαστικά ή δικαιοδοτικά όργανα.
Το καλό κλίμα δεν αρκεί. Όσο τα ζητήματα μένουν ανοιχτά, σε μια διαφορετική συγκυρία μπορεί να προκληθεί εκ νέου ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μόνο η διευθέτηση των προβλημάτων, είτε με πολιτική είτε με νομική οδό, καθώς και με συνδυασμό των δύο μορφών, μπορεί να σταματήσει αμφισβητήσεις και να εμπεδώσει την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή μας.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)