… Ο Μητσοτάκης; Γιατί θεωρείται αναντικατάστατος; Άλλαξε τη χώρα ή έκανε καλύτερη την καθημερινότητά μας; Δημιούργησε νέες ή βελτίωσε τις υφιστάμενες υποδομές; Τα δίκτυα, μήπως; Η παιδεία, η υγεία πόσο κόστιζαν και πόσο κοστίζουν για τους πολίτες; Τα νοίκια; Ο ΕΝΦΙΑ; Υπάρχει αξιοκρατία; Πού, θα ρωτούσε καλοπροαίρετα κάποιος, αφήνει το αποτύπωμά του σαν πρωθυπουργός;
Πουθενά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την καταλληλότερη περίοδο, τότε που οι πολίτες αναζητούσαν εναγωνίως μια έξοδο κινδύνου, μια οδό διαφυγής από την καταστροφική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, ταυτόχρονα, και στην καταλληλότερη συγκυρία, όταν το ΠΑΣΟΚ, ο κορμός και κύριος εκφραστής της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης, είχαν συντριβεί και βρίσκονταν ουσιαστικά σε διάλυση, κάτω απ’ το βάρος διαχείρισης κι αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και τη στυγνή και με κάθε τρόπο και μέσο αξιοποίηση των συνεπειών της από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και των άκρων, αυτές που στοιχήθηκαν και στρατεύτηκαν πίσω από τον Αλέξη Τσίπρα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το 2019 κυβερνά μόνος, χωρίς ισχυρά θεσμικά αντίβαρα, χωρίς ουσιαστικά αντιπολίτευση, με τους ίδιους όρους και διαδικασίες, με τον ίδιο λίγο – πολύ τρόπο, που κυβερνήθηκε ο τόπος τα τελευταία χρόνια, γεγονός που επιβεβαιώνεται, δυστυχώς σχεδόν πάντα με τραγικό τρόπο, όταν ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να κινητοποιηθεί και να λειτουργήσει σε συνθήκες πίεσης, έντασης και κρίσης, αλλά συμβαίνει συχνά και σε περιστατικά καθημερινής ρουτίνας, εκεί που δεν υπάρχουν έκτακτες συνθήκες ή εξαιρετικές περιστάσεις.
Αυτή η «βαριά» κυβερνητική μοναξιά είναι που από μόνη της υπονομεύει την εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη, κυοφορεί την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας, καλλιεργεί την αυταπάτη της κυριαρχίας, δημιουργεί την οφθαλμαπάτη του αλάθητου. Βλέπετε, όταν κοιτάζεσαι φιλάρεσκα στον καθρέφτη σου, περιστοιχισμένος μάλιστα από ένα τσούρμο χειροκροτητές και παρατρεχάμενους, χρειάζεται μεγάλη υπομονή, προσοχή -και θάρρος- για να διακρίνεις αδυναμίες κι ελαττώματα και πολύ περισσότερο κουράγιο και τόλμη για να τα παραδεχτείς· για να θελήσεις να τα διορθώσεις, ούτε συζήτηση.
Ακόμα – ακόμα κι αυτή η πολυδιαφημισμένη «σταθερότητα» κάτω από συνθήκες απόλυτου «πολιτικού κενού» έχει δημιουργηθεί. Για κοιτάξτε γύρω σας, βλέπετε κάποιον φορέα, κάποια οργάνωση, κάποιον, τέλος πάντων, που να έχει τη δυνατότητα ή τη δύναμη να «σηκώσει κεφάλι», ν’ αντιδράσει, να κάνει κάτι; [Και μη μου πείτε ότι οι προγραμματισμένες κι εθιμικές «κινητοποιήσεις» του ΚΚΕ ότι συγκινούν την κοινωνία]. Βολεμένοι κι αβόλευτοι, εύκολα ή δύσκολα, τα «φέρνουν βόλτα» κι επιλέγουν, όταν έρθει η ώρα, ν’ απέχουν κι απ’ τις εκλογές «αφού όλοι ίδιοι είναι» ή -στη χειρότερη- να υπερψηφίζουν τους κυβερνώντες «για να έχουμε σταθερότητα».
«Για πάντα» δεν υπάρχει, αλλά και «το καλύτερο είναι εχθρός του καλού». Ας στρωθούν στη δουλειά οι ενδιαφερόμενοι των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ας σπάσουν το κεφάλι τους να βρουν πώς μπορούν να βγουν απ’ το πολιτικό αδιέξοδο που βρίσκονται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κανένα λόγο να το κάνει -προς το παρόν, τουλάχιστον-, οι άλλοι; Ο Ανδρουλάκης, τι;
Καλές οι selfie και τα social media, αλλά προς το παρόν ακόμα στην Ελλάδα, ο παππούς βαστά το πορτοφόλι, όχι μόνο για τα εγγόνια -αλλά δυστυχώς- και για πολλούς πατεράδες και μανάδες· αυτός, λοιπόν, θυμάται ακόμα, όχι τον εμφύλιο, αλλά πότε οι πληγές του έκλεισαν, πότε έπιασε λεφτά στα χέρια και πότε αγόρασε εφημερίδα χωρίς τον φόβο του περιπτερά. Αυτός είναι που φοβήθηκε πρώτος απ’ το κλείσιμο των τραπεζών κι αυτός έχει κάνει την περηφάνια του ανάγκη δίνοντας στον Κυριάκο Μητσοτάκη το 41% για να σώσει τη σύνταξή του· αυτός είναι ο πρωταγωνιστής κι ο υπέρμαχος της «σταθερότητας». Αυτός είναι ο ΠΑΣΟΚτζής του 1980, του 1990.
Το «ΠΑΣΟΚ! Ωραία χρόνια!» είναι -κατά τη γνώμη μου- η ατάκα της μεταπολίτευσης.
Ας το προσέξει αυτό ο Ανδρουλάκης, λέγοντας για το πώς το ΠΑΣΟΚ σχεδιάζει να είναι η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος, ξεκινώντας από το σήμερα, από την κάθε μέρα και κοιτάζοντας το αύριο, το κάθε αύριο. Αυτούς, αυτόν τον κόσμο πρέπει να ‘χει ο Ανδρουλάκης πρώτα και κύρια κατά νου όταν προετοιμάζει τις ομιλίες του. Για τους «Ηρακλειδείς της σταθερότητας» να βρει και να πει με θάρρος πέντε σκέψεις που να ‘χουν το άρωμα απ’ τα παλιά, αλλά να θεμελιώνονται και ν’ αγγίζουν το σήμερα, να μπορούν ν’ αντέξουν τις μεταβολές και τους κραδασμούς του αύριο.
Να βρει τα ανεπιτήδευτα λόγια και τις ξεκάθαρες λέξεις που να μπορεί να διακρίνει καθένας τους ανάμεσά τους κάτι απ’ την εικόνα του, απ’ την ιστορία του, απ’ την αλήθεια του, απ’ τη ζωή του. Να μπορεί να ξεχωρίσει μια ειλικρινή απάντηση για το μέλλον των παιδιών και των εγγονών του, για την ανάγκη και το πρόβλημά του, να καταλάβει ότι κάπου, κάπως τον αφορά, να πειστεί ότι μπορεί να ξαναγίνει, να πετύχει κι ότι θα ‘ναι σαν να ’ναι κι αυτός πάλι εκεί, παρών, στυλοβάτης κι εγγυητής μιας νέας δημιουργικής σταθερότητας, μιας νέας αλλαγής.
Κάπως έτσι, αν τα πιστέψει, αν τα χωνέψει κι αν τα πει, ας αφήσει μετά την ψυχή του ΠΑΣΟΚου να δουλέψει… [Είναι σαν να βλέπω από τώρα το αποτέλεσμα!]
* Ο Βαγγέλης Βουτσινάκης είναι διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έχει εξειδικευτεί σε θέματα management. Το συγγραφικό του έργο καθορίζεται μέχρι σήμερα από την επιστημονική του κατάρτιση και την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως στέλεχος της δημόσιας διοίκησης. Η ηλεκτρονική του σελίδα «Εκτός Σχεδίου» [www.ektossxediou.com] και τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης προσφέρουν από χρόνια διέξοδο επικοινωνίας στις ευαισθησίες, τους προβληματισμούς και τα ενδιαφέροντά του. Έχει γεννηθεί στο Περιστέρι και κατοικεί στο Χαλάνδρι.
Πατήστε και δείτε τα 8 προηγούμενα άρθρα του Βαγγέλη Βουτσινάκη