Ας αρχίσουμε από τα βασικά: οι καλές εποχές πέρασαν. Η περίοδος σχετικής σταθερότητας και ειρήνης που επικράτησε -ειδικά στην Ευρώπη- τα τελευταία 30 χρόνια, τελείωσε.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που σηματοδοτήθηκε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, επιβεβαιώθηκαν δύο αρχές: το απαραβίαστο των διεθνών συνόρων και το δικαίωμα κάθε χώρας να εντάσσεται σε όποια συμμαχία ή περιφερειακό οργανισμό επιθυμεί.
Υπό αυτήν την έννοια, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν μια «τομή». Διότι αμφισβήτησε εμπράκτως και με τη βία, τις δύο αυτές βασικές αρχές. Δεν πρόκειται για μια «εφήμερη» περιπέτεια. Οι συνέπειες της θα επιδράσουν στο ευρωπαϊκό σκηνικό για τα επόμενα 20-30 χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε μπροστά μας να εξελίσσεται η αναδιοργάνωση του ευρωπαϊκού και -σε μεγάλο βαθμό- του διεθνούς τοπίου.
Η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αποκτήσει πολύ μεγαλύτερες δικές της δυνατότητες στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας. Το γεγονός ότι στα ανατολικά της βλέπει έναν γιγάντιο απειλητικό γείτονα, που συνεχώς ενισχύει το αυταρχικό καθεστώς στο εσωτερικό του και την επεκτατική-επιθετική πολιτική προς το εξωτερικό, την οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ίδια δεν μπορεί να συνεχίσει με τους πενιχρούς πόρους για την άμυνα της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που στηρίζουν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τις αμυντικές ανάγκες της Ευρώπης, έχουν αρχίσει να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον τους και προς άλλα διεθνή μέτωπα. Με ιδιαίτερη αιχμή αυτό του Ινδο-Ειρηνικού Ωκεανού, όπου η Κίνα συνεχώς αυξάνει τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της, ενώ οξύνει την εθνικιστική ρητορική και την επιθετική συμπεριφορά προς γειτονικές της χώρες.
Ιδιαιτέρως μάλιστα η πιθανότητα να εκλεγεί πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ, θέτει τους Ευρωπαίους μπροστά σε επείγουσες επιλογές. Είναι γνωστό ότι ο Τραμπ περιφρονεί τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας του (όπως το ΝΑΤΟ), και επιθυμεί να προωθήσει μια απομονωτική εξωτερική πολιτική, με βάση το εθνικιστικό σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», που στην ουσία σημαίνει «Μόνο η Αμερική». Η στενή μάλιστα προσωπική και επιχειρηματική συνεργασία του με τον Πούτιν, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού στην Ευρώπη.
Πριν αρκετά χρόνια συμφωνήθηκε η δέσμευση όλων των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να διαθέτουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ τους σε αμυντικές δαπάνες. Η Γερμανία πρώτη αύξησε τις αμυντικές δαπάνες της, διαπιστώνοντας την μεγάλη υστέρηση της στον τομέα αυτόν.
Όμως, αυτή η δέσμευση ακόμα και σήμερα δεν έχει υλοποιηθεί από όλους. Ήδη ο νέος πρωθυπουργός της Πολωνίας πρότεινε αυτό το όριο να αυξηθεί και να φτάσει στο 3% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Να σημειωθεί εδώ ότι η Ελλάδα επί πολλά χρόνια ξοδεύει περισσότερα από αυτό το ποσοστό.
Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) δημοσιοποίησε την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Συνεργασία-EDIS, που περιλαμβάνει συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους κοινών προμηθειών, εμπορίου και παραγωγής μέχρι το 2030, συν χρηματοδοτήσεις 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ για την ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.
Το εγχείρημα βασίζεται στη διαπίστωση ότι ενώ οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. δαπανούν πολλά για τις αμυντικές βιομηχανίες τους, το γεγονός ότι η καθεμιά ακολουθεί ξεχωριστό δρόμο οδηγεί σε πολύ χαμηλότερα αποτελέσματα από άλλες δυνάμεις εκτός Ευρώπης, παρότι οι τελευταίες διοχετεύουν μικρότερα ποσά στις αμυντικές προμήθειες τους.
Η ΕΕ προχωρά με μικρά βήματα προς μια Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας. Αυτό είναι απολύτως αναγκαίο ώστε να μπορέσει να γίνει γεωπολιτικός παίκτης παγκοσμίως με ισχυρό διεθνές αποτύπωμα. Είναι φυσικό σε αυτόν τομέα η Γαλλία να επιθυμεί πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχει παρουσία και συμφέροντα σε πολλά μέρη του κόσμου, διαθέτει τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνατότητες, καθώς και η μόνη με πυρηνικό οπλοστάσιο.
Για πολλά χρόνια οι ΗΠΑ θα είναι βασικός παράγοντας στο σύστημα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Αλλά επειδή ουδείς γνωρίζει τις μελλοντικές εξελίξεις, τα βήματα της Ευρώπης είναι αναγκαίο να επιταχυνθούν. Ήδη υπάρχει η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία-PESCO για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ που επιθυμούν. Σε αυτήν μπορούν να συμμετέχουν και ευρωπαϊκές χώρες μη-μέλη της ΕΕ, όπως η Νορβηγία, ίσως μελλοντικά η Τουρκία, κ.α.
Σε πρώτη φάση στόχος είναι η ενίσχυση του ευρωπαϊκού πόλου εντός του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα έφτασαν στις 21 οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ που εντάσσονται στο κοινό σύστημα αντιπυραυλικής και αντιαεροπορικής άμυνας, που ονομάζεται “Ευρωπαϊκή Ασπίδα του Ουρανού-ESS”, κάτω από τον συντονιστικό ρόλο της Γερμανίας.
Παράλληλα όμως είναι αναγκαίο να ετοιμάζεται και μια ευρωπαϊκή αυτόνομη παρουσία και στρατηγική στα θέματα ασφάλειας. Αυτό δεν σημαίνει ρήξη με τις ΗΠΑ, αλλά προσπάθεια για διαμόρφωση μιας -όσο το δυνατόν- ισότιμης συνεργασίας ΕΕ-ΗΠΑ.
Επίσης θα είχε ιδιαίτερη σημασία, πέραν των ΗΠΑ, η ΕΕ να προχωρήσει σε απευθείας συνεργασίες στον αμυντικό τομέα με χώρες εκτός Ευρώπης που έχουν παρόμοια συμφέροντα και αρχές, όπως Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)