Εκδήλωση με θέμα τα πανεπιστήμια πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, την οποία διοργάνωσαν το ΠΑΣΟΚ και το Ινστιτούτο Insocial
Στην ημερίδα διερευνήθηκαν οι εξής θεματικές ενότητες:
- Θεσμικό πλαίσιο: Συνταγματικοί περιορισμοί – Διάλογος για την μεταρρύθμιση
- Διεθνές Περιβάλλον: Κρατικά/ Μη Κερδοσκοπικά/ Ιδιωτικά Κερδοσκοπικά
- Μη Κρατικά: Κανόνες, όροι και προϋποθέσεις
- Προτεραιότητα το Δημόσιο Πανεπιστήμιο
- Μεταξύ της δεύτερης και ης τρίτης θεματικής ενότητας παρενέβη με ομιλία του ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης.
Θεματική ενότητα: «Θεσμικό πλαίσιο, Συνταγματικοί περιορισμοί, Διάλογος για τη μεταρρύθμιση»
Το θεσμικό πλαίσιο και οι συνταγματικοί περιορισμοί σχετικά με τις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση συζητήθηκαν στην πρώτη θεματική ενότητα της ημερίδας του InSocial και των τομέων Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής με θέμα: «Πανεπιστήμια: Ανοίγουμε τον διάλογο». Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Ξενοφών Κοντιάδης και ο Συνταγματολόγος και πρώην Ευρωβουλευτής, κ. Κώστας Μποτόπουλος.
Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, ο κ. Αλιβιζάτος σημείωσε πως το δικαίωμα της ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων κατοχυρώνεται από την πρώτη στιγμή της Γαλλικής Επανάστασης και είναι σύμφυτο με την έννοια της ελευθερίας της γνώμης και της διάδοσης ιδεών. Χαρακτήρισε, δε, ως παγκόσμια ιδιομορφία το να απαγορεύεται στη χώρα μας η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες, με την υποχρέωση αυτές να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ενώ υπάρχουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Έκανε λόγο για έναν «καταθλιπτικό εξισωτισμό», σχολιάζοντας πως δεν είναι δυνατόν ένας καλός καθηγητής που κάνει όλα του τα μαθήματα και ένας που δεν πατάει στο πανεπιστήμιο να έχουν τον ίδιο μισθό και την ίδια εξέλιξη, μιλώντας για «παρενέργειες του κακώς νοούμενου μονοπωλίου», που καθιστούν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος αναγκαία.
Εξέφρασε, δε, την άποψη πως, βάσει του ενωσιακού δικαίου, η ερμηνεία της επ’ αμοιβή διδασκαλίας ως υπηρεσία που πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα μεταξύ των κρατών-μελών, βοηθά να δούμε τη σύσταση ανωτάτων σχολών υπό το πρίσμα της λειτουργίας παραρτημάτων. «Αυτό είναι το συνταγματικό θέμα που δεν αλλοιώνει την κρίσιμη συνταγματική διάταξη», κατέληξε ο κ. Αλιβιζάτος.
Από την πλευρά του, ο κ. Κοντιάδης επέμεινε στη σαφή και ρητή ρύθμιση του Συντάγματος, υπογραμμίζοντας πως το άρθρο 16 υιοθετήθηκε με μεγάλη συναίνεση από τις δυνάμεις που ψήφισαν το ισχύον Σύνταγμα το 1975, με τις αναθεωρήσεις από τότε να μην το έχουν αγγίξει. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για ρύθμιση που είναι απαξιωμένη ή μπορεί να ξεπεραστεί σύμφωνα με ερμηνεία. Αλλά για μια διάταξη που θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Το εάν αυτό είναι σκόπιμο είναι μια μεγάλη συζήτηση. Όμως μέχρι να αναθεωρηθεί θα πρέπει να το σεβαστούμε», τόνισε, διερωτώμενος για τη βιασύνη της κυβέρνησης να φέρει το επικείμενο σχέδιο νόμου, ενώ μπορούσε να ανοίξει τη συζήτηση με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει εξαγγελθεί πως θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο.
«Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά πρωτίστως η αξιοπιστία και η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος», ανέφερε. Σημείωσε, μάλιστα, πως «το να προχωρήσει μία ρύθμιση που θα παρακάμπτει το άρθρο 16 θα είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία αλυσίδα παραβιάσεων», υπενθυμίζοντας πως η κυβέρνηση έχει υποδεχθεί το κράτος δικαίου με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, υπέστη προ δύο ημερών την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έχει παραβιάσει μια σειρά δικαιωμάτων με τρόπο αδιανόητο.
Ο κ. Κοντιάδης επέστησε την προσοχή και στον κίνδυνο που απειλεί τα υποστελεχωμένα, υποχρηματοδοτούμενα, ενίοτε και λοιδορούμενα δημόσια πανεπιστήμια, ιδίως της περιφέρειας, να αποψιλωθούν και να υποστούν μαρασμό, με την άνθιση των παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Για παράκαμψη και άρα παράβαση του Συντάγματος, έκανε λόγο ο κ. Μποτόπουλος, εστιάζοντας την κριτική του σε πτυχές του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού που κατατέθηκε σε διαβούλευση. Σημείωσε, αρχικά, πως η κυβέρνηση εγκατέλειψε αυτό που αρχικώς έλεγε περί διεθνών συμφωνιών με ξένες χώρες (άρθρο 28 του Συντάγματος), που δεν υπάρχει πουθενά στην προτεινόμενη ρύθμιση.
Ως προς το εάν το σχέδιο νόμου αφορά σε παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, έθεσε το ερώτημα: «Ποιο παράρτημα απονέμει δικό του τίτλο σπουδών και όχι τον τίτλο της μητρικής του σχολής;», εξηγώντας πως ενώ, για παράδειγμα, η Σορβόννη έχει πάει στο Ντουμπάι και δίνει δίπλωμα Σορβόννης, τα ιδρύματα που θα έρθουν στην Ελλάδα ως παραρτήματα θα δίνουν ελληνικό τίτλο σπουδών.
Ο κ. Μποτόπουλος έκανε λόγο για «δήθεν παραρτήματα», καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει πως «αρκεί ακόμα και μία χαλαρή σύνδεση με το μητρικό ίδρυμα του εξωτερικού είτε υπό τη μορφή πιστοποίησης, είτε με τη μορφή δικαιόχρησης (franchising) -που είναι όμως οικονομική σχέση». Αναδεικνύοντας, ακόμη, το γεγονός πως μόνο το 80% των καθηγητών θα έχουν διδακτορικό, κατέληξε στο συμπέρασμα πως «αυτή η ρύθμιση παραβιάζει και τις τρεις διατάξεις του άρθρου 16. Την αναθεώρηση μπορούμε να τη συζητήσουμε, αλλά όχι στο όνομα νεφελωδών μεταρρυθμίσεων καταπατώντας τη μήτρα της Δημοκρατίας».
Θεματική ενότητα: «Διεθνές περιβάλλον, Κρατικά-μη κερδοσκοπικά-ιδιωτικά κερδοσκοπικά»
Ο Στέφανος Παραστατίδης, Βουλευτής Κιλκίς και υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, έθεσε στη δημόσια διαβούλευση πρόταση για την ανώτατη εκπαίδευση με βάση το σκανδιναβικό παράδειγμα.
«Θεμελιώδης αρχή μας είναι η πρωτοκαθεδρία του ισχυρού δημόσιου πανεπιστημίου. Λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων σε κοινό πλαίσιο με το δημόσιο πανεπιστήμιο για την εξασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε υψηλού επιπέδου ανώτατη εκπαίδευση ανεξαρτήτως κοινωνικής αφετηρίας για την πρόοδο της γνώσης, της έρευνας και την επίτευξη της κοινωνικής κινητικότητας» ανέδειξε ως πλαίσιο ο υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.
Αξιοποιώντας το σκανδιναβικό παράδειγμα, προσδιόρισε 4 πυλώνες της πρότασης, που το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής παρουσιάζει στον δημόσιο διάλογο. Συγκεκριμένα:
–Υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων για λειτουργία προς όφελος της διδασκαλίας, της έρευνας και των φοιτητών
–Ομαλή ένταξη των μη κερδοσκοπικών στην ανώτατη εκπαίδευση με κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών
–Αναγνώριση της αξίας των μη κρατικών φορέων στην παροχή επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης
–Διαμόρφωση κοινού πλαισίου διασφάλισης ποιότητας για τα δημόσια και τα μη κρατικά ιδρύματα ώστε να προστατεύονται ο χρόνος, οι πόροι και η προσπάθεια των φοιτητών.
«Δίκη μας ευθύνη είναι να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση. Η πολιτική δεν είναι για να δυναμώνει τα «όχι» των παιδιών. Ευθύνη της πολιτικής είναι η πρόταση και αυτή οφείλει να σχηματίζεται με πλαίσιο αρχών. Δεν απαγορεύω, ρυθμίζω αυτή είναι η λέξη-κλειδί» κατέληξε ο κ. Παραστατίδης.
Ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ερευνητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναλύοντας τη διεθνή εμπειρία για τα παραρτήματα μη κρατικών ιδρυμάτων, σημείωσε στα πλεονεκτήματα τους ότι οι φοιτητές σπουδάζουν σε ένα ίδρυμα που έχει σχέση με ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός της χώρας τους, επιτυγχάνεται η κοινωνική όσμωση, αυξάνονται τα έσοδα του κράτους και μειώνεται η εκροή συναλλάγματος. Στα μειονεκτήματα της λειτουργίας τέτοιων παραρτημάτων ο κ. Χαραλαμπόπουλος επισήμανε ότι «ενώ κάποιος πληρώνει μια γνωστή φίρμα, δεν παίρνει το αυθεντικό προϊόν. Αποδυναμώνεται το δημόσιο σύστημα καθώς το διδακτικό και ερευνητικό του προσωπικό κατευθύνεται συχνά στα παραρτήματα, τα οποία συχνά αποτυγχάνουν καθώς έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα επαγγελματικά επιμελητήρια και την αγορά εργασίας. Συνεπώς, δεν είναι εύκολη η εδραίωσή τους ούτε η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι παρέχουν μεγάλη ερευνητική δραστηριότητα» κατέληξε ο Γ. Χαραλαμπόπουλος.
Η Αγγελική Γαζή, Επ. Καθηγήτρια Ψηφιακών Μεθόδων Έρευνας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, περιέγραψε το κυπριακό μοντέλο στην ανώτατη εκπαίδευση κάνοντας λόγο για φοιτητές και διδακτικό προσωπικό δύο ταχυτήτων.
«Χαμηλότεροι μισθοί στα ιδιωτικά πανεπιστήμια γιατί τα χρήματα επενδύονται σε εγκαταστάσεις κυρίως. Υψηλός εκπαιδευτικός φόρτος γιατί πρόκειται για teaching schools και όχι ερευνητικά πανεπιστήμια. Εντυπωσιακές εγκαταστάσεις, επένδυση στην βιτρίνα. Επισφαλές διδακτικό προσωπικό και λίγα καλά βιογραφικά. Παρέχουν κατάρτιση και όχι επιστημονική γνώση αν δεν υπάρχει έρευνα και απαξίωση της ακαδημαϊκής διαδικασίας» σημείωσε η κυρία Γαζή.
Ομιλία Νίκου Ανδρουλάκη: «Η χώρα θα πάει μπροστά με ένα ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο και με μη κρατικά μη κερδοσκοπικά βάσει του σκανδιναβικού μοντέλου, όπως προτείνουμε σήμερα»
Αγαπητοί φίλες και φίλοι,
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία σας. Φοιτητές, ακαδημαϊκούς, ανθρώπους που αγωνιούν για την κατάσταση στη δημόσια παιδεία. Για το πώς θα πορευτούμε στο μέλλον σε σχέση με τους πυλώνες του κοινωνικού κράτους, την υγεία, την παιδεία. Για το πώς θα αναβαθμίσουμε ακαδημαϊκά την πατρίδα μας.
Πριν, όμως, μπω στον πυρήνα της ομιλίας μου, θέλω να ευχαριστήσω τον Νίκο Χριστοδουλάκη για την προσπάθεια που έκανε με το InSocial, τον Στέφανο Παραστατίδη, τον αγαπητό μου φίλο συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο και όσους έχουν συμβάλει σε αυτό, που δεν έκανε η Κυβέρνηση: Να ανοίξουμε τον διάλογο. Έχουμε χρέος να κουβεντιάσουμε.
Θέλω να σας ζητήσω να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή γιατί την Παρασκευή έφυγε από κοντά μας ένας άξιος σύντροφος, ένας αγαπητός φίλος, ο βουλευτής και πρώην υπουργός Λεωνίδας Γρηγοράκος.
***
Φίλες και φίλοι,
Η εκδήλωση αυτή που διοργανώθηκε από το In Social και το ΠΑΣΟΚ δεν είναι η πρώτη αλλά βέβαια ούτε και η τελευταία που διοργανώνουμε για το συγκεκριμένο θέμα, την Παιδεία, τη δημόσια δωρεάν παιδεία.
Έχουμε χρέος να το κάνουμε, διότι υπάρχει πολύ μεγάλη αγωνία, κυρίως από τους νέους ανθρώπους που θέλουν κάτι περισσότερο και κάτι καλύτερο στη ζωή τους.
Η δημόσια παιδεία, με τις όποιες αδυναμίες της, ήταν ο βασικός πυλώνας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για πολλές δεκαετίας.
Άνθρωποι που δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες από τις οικογένειές τους, αυτό το μοντέλο παιδείας στην Ελλάδα τους έδωσε ευκαιρίες να δημιουργήσουν, να αποκτήσουν πλούτο, να γίνουν ακαδημαϊκοί. Και όχι μόνο εντός της χώρας, αλλά και εκτός της χώρας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Είναι άδικο, λοιπόν, να απαξιώνουμε τα πανεπιστήμιά μας. Το σωστό είναι να ασκούμε δίκαιη κριτική, για να τα βελτιώσουμε, να τα κάνουμε καλύτερα.
Εμείς σήμερα εδώ δεν ήρθαμε για να πετάξουμε την μπάλα στην κερκίδα και να πούμε ότι ψάχνουμε έναν εύκολο δρόμο να αποφύγουμε μία δύσκολη συζήτηση. Διότι αυτή η συζήτηση που είναι πολυπαραμετρική, είναι δύσκολη και πρέπει να την κάνουμε ως ώριμη κοινωνία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε σχέση με χρόνιες παθογένειες που υπάρχουν στη χώρα μας και, βέβαια, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να είμαστε μία πανευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα. Μία χώρα που αρνείται την ύπαρξη μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων.
Εμείς, λοιπόν, σε αυτά τα νέα παιδιά και τις νέες γενιές, θέλουμε να αφήσουμε μία παρακαταθήκη. Αυτό που εμείς είχαμε ως δημόσιο πανεπιστήμιο να το συναντήσουν καλύτερο, βελτιωμένο, πιο ανταγωνιστικό. Και συγχρόνως, για όσα από αυτά τα παιδιά θέλουν, να έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν σε μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά υψηλής ποιότητας, που μαζί θα δημιουργούν το πλαίσιο μίας ισχυρής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προάγοντας την έρευνα και την καινοτομία στη χώρα, με τη διασύνδεση με την αγορά εργασίας και ενισχύοντας τις δεξιότητες των πολιτών.
Θέλω να σας πω ότι πολλές φορές αυτή η συζήτηση διεξάγεται μανιχαϊστικά, με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομμάτων.
Δεν θέλουν μια συζήτηση επί του πεδίου, δημιουργώντας προτεραιότητες σε σχέση με τα πραγματικά προβλήματα. Στέκονται σε δύο όχθες, δεν προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργηθεί πεδίο συναίνεσης.
Αλλά, πώς μπορεί να δημιουργηθεί πεδίο συναίνεσης, όταν μιλάμε για ένα νομοσχέδιο που συζητάμε τις βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν μέσα σε μια εβδομάδα;
Αυτό που γίνεται σήμερα εδώ, έπρεπε να έχει γίνει με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης.
Όταν το ΠΑΣΟΚ μιλάει για συναινέσεις, εμείς δεν πρόκειται να ζητιανέψουμε συναίνεση. Εμείς αυτό που θέλουμε είναι να συμβάλουμε, να συνεισφέρουμε μέσα από τις δικές μας ιδέες, τις δικές μας απόψεις, για να βελτιώσουμε το κοινωνικό κράτος, ιδιαίτερα την παιδεία και την υγεία στον τόπο.
Η συναίνεση είναι μία κακοποιημένη λέξη στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Πολλές φορές κάποιοι την αξιοποιούν επικοινωνιακά.
Θέλω να θυμηθείτε όμως όταν αυτό το κόμμα έφερε μία μεγάλη μεταρρύθμιση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, πόσους μήνες έγινε συζήτηση στην ελληνική κοινωνία. Όχι μέρες ή εβδομάδες.
Εμείς, λοιπόν, ανοίγουμε αυτές τις εκδηλώσεις, γιατί θέλουμε να πετύχουμε μία παιδεία για όλους, ακόμη και για αυτούς που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα και που σήμερα πολλοί από αυτούς επιλέγουν σχολές, όχι βάσει αυτού που θέλουν να κάνουν στη ζωή τους, όχι βάσει των φιλοδοξιών τους, αλλά βάσει της οικονομικής δυνατότητας της οικογένειάς τους.
Είμαστε μία χώρα, με πανεπιστήμια υποστελεχωμένα με αρνητικό αντίκτυπο στην έρευνα και την καινοτομία, ενώ και η ασφάλεια των φοιτητών δεν είναι δεδομένη. Αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν μπορεί να είναι ιδιαιτερότητα. Πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Οικονομικά, δεν είμαστε καν στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας επενδύει το 2,8% του ΑΕΠ στην παιδεία, από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ, και μόλις το 0,7% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,5% για τα πανεπιστήμια και 5 έως 5,5% για όλες τις δαπάνες για την παιδεία.
Ο φοιτητής δεν είναι το επίκεντρο και επικρατεί ο συγκεντρωτισμός, οι συντεχνιακές λογικές, ο νεποτισμός.
Η αξιολόγηση απουσιάζει. Με αποτέλεσμα να απουσιάζει και η αξιοκρατία.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτά είναι χρόνιες παθογένειες. Μπορεί και να είναι αλήθεια.
Το θέμα είναι όμως ότι σήμερα υπάρχουν μεγαλύτερες δημοσιονομικές ευελιξίες μεγαλύτερες απ’ ό,τι υπήρχαν στα χρόνια των μνημονίων. Τι έκανε αυτή η Κυβέρνηση μια ολόκληρη πενταετία; Πώς βελτίωσε την κατάσταση στο δημόσιο πανεπιστήμιο; Οι πρωτοβουλίες της βοήθησαν ή επιδείνωσαν τα πράγματα;
Θα σας δώσω δύο παραδείγματα.
Το πρώτο είναι η πανεπιστημιακή αστυνομία. Θυμάστε όλοι το debate που γινόταν. Έλεγε η Νέα Δημοκρατία: «δεν θέλετε πανεπιστημιακή αστυνομία; Άρα, θέλετε αναρχία και βία στα πανεπιστήμια». Αυτοί, λοιπόν, που ήθελαν πανεπιστημιακή αστυνομία και την έφτιαξαν αντιμετώπισαν τη βία και την ανομία;
Τα πράγματα είναι τα ίδια και χειρότερα, ενώ ο Έλληνας φορολογούμενος πλήρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από την τσέπη του. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μανιχαϊστικής προσέγγισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Εμείς τι λέγαμε τότε; Λέγαμε κάτι πρωτοποριακό, καινοτόμο; Όχι. Λέγαμε κάτι πάρα πολύ απλό: Όπως συμβαίνει και σε άλλα ιδρύματα, που υπάρχουν αυτά τα φαινόμενα, να ελέγχεται η είσοδος ώστε να μην μπαίνουν εξω-πανεπιστημιακοί και να υπάρχουν συστήματα ασφαλείας, κάρτες εισόδου και κάμερες στα εργαστήρια ώστε να προστατεύεται η περιουσία του πανεπιστημίου, που είναι περιουσία του ελληνικού λαού. Γιατί δεν έγιναν αυτά τα απλά και μπήκε όλη η ελληνική κοινωνία σε αντιπαράθεση, που τελικά είχε κόστος χωρίς κανένα αποτέλεσμα;
Εξαγγελίες που φαίνονταν εξαρχής ότι δεν θα έχουν αποτέλεσμα, διότι η αρμοδιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας ήταν να καλεί την αστυνομία για να επέμβει.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αλλαγές, που έφερε η κυρία Κεραμέως στον νόμο πλαίσιο για τα πανεπιστήμια. Υπό τον μανδύα της μεταρρύθμισης κατήργησε διάταξη που είχαμε εισάγει και σύμφωνα με την οποία ένας καθηγητής δεν μπορούσε να εκλεγεί στο πανεπιστήμιο όπου είχε φοιτήσει προπτυχιακά και μεταπτυχιακά. Έτσι αντιμετωπιζόταν ο νεποτισμός και η οικογενειοκρατία στην πράξη. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει. Διότι πολύ απλά πολλοί υμνούν την ύπαρξη και τη στήριξη του δημοσίου πανεπιστημίου, αλλά στο μυαλό τους είναι η υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Θα μου πείτε «αυτό το λέτε ιδεοληπτικά;». Όχι, έχουμε πολλά παραδείγματα που αφορούν στο κοινωνικό κράτος, όπως είναι η δημόσια υγεία, όπως είναι και άλλες βαθμίδες της παιδείας.
Δεν είχε χρόνια η Ελλάδα ιδιωτικά σχολεία, ιδιωτική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Γιατί τώρα, στις τελευταίες εξετάσεις Pisa, είχαμε αυτά τα αποτελέσματα που δείχνουν την απαξίωση της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Διότι το θέμα δεν είναι αν θα έχεις ιδιωτικό. Το θέμα είναι τι κάνεις για το δημόσιο. Και, όταν αφήνεις την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια να είναι σε αυτήν την κατάσταση, τα αποτελέσματα είναι αυτά των τελευταίων εξετάσεων που γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι απέδειξαν τεράστιες αδυναμίες και ελλείψεις σε αυτές τις δύο βαθμίδες της δημόσιας παιδείας.
Φίλες και φίλοι,
Για εμάς η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου είναι κατεξοχήν ένα θεσμικό θέμα που πρέπει να κουβεντιάσουμε χωρίς ταμπού και δεν μπορεί να στηρίζεται απλά και μόνο στη αύξηση της χρηματοδότησή του, η οποία είναι επιβεβλημένη.
Προϋποθέτει πολλά παραπάνω.
· Ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα και την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας.
· Την επανασύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
· Μια ισχυρή θεσμικά και πραγματικά ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.
· Έναν νέο ακαδημαϊκό χάρτη για τα ΑΕΙ της χώρας, που θα συνοδεύεται από ένα λιτό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους.
· Και μία ισχυρή μετα-δευτεροβάθμια τεχνική και τεχνολογική επαγγελματική εκπαίδευση. Δεν μπορεί μία χώρα που έχει τέτοιες ανάγκες στην οικονομία της, να μην επενδύει σε ένα ισχυρό δημόσιο χαρακτήρα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Και να συναντάμε παιδιά από οικογένειες που ζουν σε δύσκολες συνθήκες και που θέλουν να κάνουν επαγγέλματα που αφορούν για παράδειγμα στον τουρισμό, αλλά αυτό το κράτος, αντί να τους δίνει ώθηση και προοπτική, υποβαθμίζοντας αυτές τις σχολές, να υπονομεύει και την ανάπτυξη της χώρας.
Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που θέλουν ξεκάθαρες απαντήσεις.
Για όλα αυτά, δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την κυβέρνηση πέρα από αποσπασματικές παρεμβάσεις. Αντιθέτως, εμφανίζει την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων ως φάρμακο για πάσα νόσο και μεγάλη τομή, που θα αναβαθμίσει συνολικά την παιδεία στη χώρα, παραγνωρίζοντας όμως, ή για να το πω πιο σωστά, παραλείποντας να αναφέρουν ότι και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορεί να υπάρχουν, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία συνεχίζει να φοιτά στα δημόσια. Άλλωστε, η ύπαρξη των ιδιωτικών δεν θα αναβαθμίσει de facto το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση και το στρατηγικό σχέδιο για να γίνει αυτό.
Εμείς, ως σοσιαλδημοκράτες, δεν πιστεύουμε στις απαγορεύσεις. Σπάμε σήμερα το ταμπού των απαγορεύσεων. Εμείς πιστεύουμε στις ισχυρές ρυθμίσεις. Θέλουμε κανόνες για την παιδεία και όχι απαγορεύσεις για να φτάσουμε στο βέλτιστο αποτέλεσμα. Σήμερα, σε αυτήν τη συζήτηση, δεν πετάμε την μπάλα στην κερκίδα. Βάζουμε τα πραγματικά δεδομένα ενός γόνιμου διαλόγου, που θα φέρει αποτελέσματα στο μεγάλο αυτό ζήτημα και θα διασφαλίσει τον ισχυρό δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας με την παράλληλη λειτουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων.
Αυτές οι ισχυρές ρυθμίσεις ρυθμίζουν ανεξέλεγκτα ιδιωτικά πεδία, όπως αυτό των κολλεγίων στη χώρα μας, που κάποιοι συνεχίζουν να κάνουν ότι δε βλέπουν -και μιλώ για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ-προτάσσοντας μια ιδεολογική καθαρότητα. Επί διακυβέρνησης τους υπήρχαν δεκάδες τέτοια κολλέγια ιδιωτικά. Άρα, το να λένε σήμερα ότι δεν γνωρίζουν τι σημαίνει ιδιωτικό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μάλλον είναι ένας κομματικός στρουθοκαμηλισμός.
Για τον λόγο αυτό, έχουμε υποστηρίξει ότι δεν θα σταθούμε εμπόδιο στην ίδρυση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, τα οποία θα πληρούν κάποιες πολύ αυστηρές προδιαγραφές για να μπορούν να ονομάζονται πανεπιστήμια. Θέλουμε να γίνουν σωστά. Με υψηλό επίπεδο σπουδών και έρευνας. Με γεωγραφικά κριτήρια διασφαλίζοντας την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Δεν μπορούν να έρθουν όλα στην Αθήνα γιατί κάποιοι εκ των προτέρων γνώριζαν τις ρυθμίσεις που φέρνει σήμερα η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και έχουν προετοιμάσει τις επενδύσεις τους. Αυτό δεν είναι λογικό, δεν είναι σωστό και δεν επιτρέπουμε να συμβεί.
Θέλουμε, λοιπόν, όλα αυτά τα οποία προϋποθέτουν σωστές βάσεις, αυστηρούς κανόνες, που δεν εκμεταλλεύονται τα όνειρα των φοιτητών τους, που δεν εμπορευματοποιούν την παιδεία. Απλά λειτουργούν συμπληρωματικά, για να απαντήσουμε και στην αγωνία των γονιών και στο ερώτημά τους «γιατί το παιδί μου να πηγαίνει στην Κύπρο και να μην μπορεί να σπουδάσει στην Ελλάδα;».
Εμείς απαντάμε και σε αυτό το ερώτημα. Λέμε ότι ο πιο καθαρός τρόπος είναι αυτό να γίνει με αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Με καθαρά λόγια και καθαρές πράξεις.
Μία διαδικασία που από τη φύση της, απαιτεί τον διάλογό όχι της μίας εβδομάδας όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις.
Η κυβέρνηση όμως δεν θέλησε να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Για μία ακόμα φορά δεν επιδιώκει τη συναίνεση αλλά προσπαθεί να την εκβιάσει. Σας προκαλώ να μου υποδείξετε μία ευρωπαϊκή χώρα, στην οποία μία τόσο σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έγινε χωρίς διάλογο. Όπου η νομοθετική πρόταση γράφτηκε στα υπόγεια του υπουργείου, χωρίς να συμμετέχουν, ούτε καν να γνωρίζουν το περιεχόμενό της, τα πολιτικά κόμματα, η εκπαιδευτική κοινότητα, οι φοιτητές, γενικότερα η κοινωνία.
Καλούμαστε απλά να ψηφίσουμε, να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε.Αυτό ποιον συμφέρει; Τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι ένα κόμμα της λογικής, του διαλόγου, των συναινέσεων, όπως είναι η παράταξή μας. Εμείς, λοιπόν, δεν μπορούμε να είμαστε παθητικοί αποδέκτες μίας ρύθμισης της οποίας οι συνέπειες δεν περιορίζονται στη διάρκεια ζωής μίας κυβέρνησης αλλά αφορούν το μέλλον της χώρας. Μία μεταρρύθμιση -ας την πούμε έτσι- που γράφτηκε για τον ελληνικό λαό, αλλά χωρίς τον ελληνικό λαό.
Να σας θυμίσω ότι την τελευταία φορά που ως κυβέρνηση προτείναμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ψηφίστηκε από τα 4/5 της Βουλής προχωρήσαμε σε διάλογο 14 μηνών. Δεν λέω να μας μιμηθεί η Νέα Δημοκρατία, αλλά τουλάχιστον να δίναμε τη δυνατότητα σε όλη την ακαδημαϊκή κοινότητα, στα κόμματα να έβαζαν το δικό τους λιθαράκι.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, υποκρισία. Πρέπει να μιλήσουμε με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Να αφήσουμε την περιφρόνηση και τα μικροκομματικά παιχνίδια. Γιατί η συναίνεση χρειάζεται δύο, τρεις, τέσσερις, αλλά πάνω από όλα χρειάζεται αξιοπιστία, σχέσεις εμπιστοσύνης, σεβασμό στη δημοκρατία.
Κάτι που είδαμε και στο θέμα της επιστολικής ψήφου και το φέρνω ως παράδειγμα. Εμείς δώσαμε συναίνεση εξ αρχής και η Νέα Δημοκρατία, εκμεταλλευόμενη αυτήν την συναίνεση, έφερε μία εκπρόθεσμη τροπολογία να αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Πότε ξανά άλλαξε εκλογικός νόμος με μία τροπολογία; Ας τα σκεφτούν όλα αυτά οι δημοσιολογούντες, που εύκολα βάζουν ζητήματα για τη στάση του ΠΑΣΟΚ.
Εμείς είμαστε στην όχθη της λογικής. Αλλά η λογική χρειάζεται επιχειρήματα και όχι προπαγάνδα.
Ας μπούμε, λοιπόν, στο πεδίο της συζήτησης αυτής.
Εμείς θέλουμε μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά. Δεν μιλάμε για ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ. Με τον όρο «μη κερδοσκοπικά» δεν κάνουμε αυτό που κάνει η Νέα Δημοκρατία που τον χρησιμοποιεί μετά τα «μη κρατικά» για να κάνει by pass το Σύνταγμα και να προσπεράσει τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εμείς τον όρο αυτόν τον χρησιμοποιούμε πραγματικά. Θέλουμε σε αυτήν τη βάση να υπάρχουν αυτά τα πανεπιστήμια.
Επιπλέον, με τον τρόπο που λειτουργούν τα παραρτήματα, ουσιαστικά υποκρύπτουν την κερδοσκοπία. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: ένα Fund και ένα κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο από γειτονική χώρα θα μπορούν να ιδρύσουν στην Ελλάδα ένα παράρτημα, το οποίο όμως θεωρητικά θα είναι …μη κερδοσκοπικό. Μου φαίνεται λίγο αντιφατικό αυτό, όπως και στους περισσότερους από εμάς. Την ίδια στιγμή, δημοσιεύματα -από το καλοκαίρι ακόμη-, μιλούσαν για αγορές και επενδύσεις ιδιωτικών συμφερόντων με στόχο την εμπλοκή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και τα ερωτήματα που προκύπτουν, πέρα από αναπόφευκτα, είναι και αμείλικτα: Υπήρχαν κάποιοι που είχαν προνομιακή πληροφόρηση; Υπήρχαν κάποιοι που γνώριζαν εκ των προτέρων τι ακριβώς θα ψηφισθεί; Ή μήπως εν τέλει υπάρχει μία νομοθέτηση, που προκύπτει κατά ιδιωτική παραγγελία;
Επειδή, λοιπόν, όλα αυτά μπορεί να συμβούν, εμείς δεν μένουμε σε αυτά. Πρέπει να πάμε στις προτάσεις.Ούτε υπάρχει ένας μονάχα δρόμος προς την πρόοδο. Εμείς, στο ΠΑΣΟΚ, δεν πιστεύουμε στις στείρες αρνήσεις. Πιστεύουμε στις προτάσεις, τις εναλλακτικές, τους δρόμους εκείνους που θα υπηρετήσουν τις ιδέες μας.
Αυτός είναι και ο στόχος της σημερινής εκδήλωσης, να παρουσιάσουμε τις προτάσεις μας πριν πάμε στη Βουλή. Τις παρουσιάζουμε σήμερα για να τις αξιολογήσετε, να τις σχολιάσετε, να τις βελτιώσουμε. Κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια σε τόσο ευαίσθητα θέματα όπως είναι η υγεία και η παιδεία.
Εμείς, λοιπόν, σήμερα προτείνουμε το σκανδιναβικό παράδειγμα στην παιδεία, το οποίο ανέλυσε προηγουμένως ο Στέφανος Παραστατίδης και το οποίο λειτουργεί έχοντας διαχωρίσει και απομονώσει το κέρδος με ισχυρές ρυθμίσεις. Είναι υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων στις Σκανδιναβικές χώρες και μάλιστα υπάρχει κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών.
Από την άλλη, αντιπαραθετικά, η κυβέρνηση φέρνει συνεχώς στον δημόσιο διάλογο το κυπριακό μοντέλο, και το επικαλείται ως επιτυχημένο παράδειγμα. Γιατί πολύ απλά πολλά ελληνόπουλα, λόγω γλώσσας και ευκολίας, σπουδάζουν εκεί. Είναι το καλύτερο παράδειγμα; Είδαμε τα αποτελέσματα. Παραπάνω από 40% των Κύπριων φοιτητών, με αυτό το μοντέλο, σπουδάζουν στο εξωτερικό. Άρα, πιθανόν η απάντηση στο ερώτημα των γονιών που μετ’ επιτάσεως τίθεται για το τι θα κάνουν τα παιδιά τους, είναι πως ούτε οι Κύπριοι μένουν στην Κύπρο. Άρα, χρειάζεται κάτι διαφορετικό. Και εμείς θεωρούμε ότι αυτό το διαφορετικό είναι πιο κοντά στο σκανδιναβικό μοντέλο.
Ποια παιδεία θέλουμε; Τι κοινωνία θέλουμε; Τι είναι αυτό που υπηρετούμε;
Επιδιώκουμε την παιδεία που έχει προτεραιότητα να βγάλουν κάποιοι χρήματα από τις ανάγκες, τις αγωνίες, τις ελπίδες;
Όχι. Εμείς επιδιώκουμε την παιδεία που βγάζει καλύτερους πολίτες, με περισσότερα εφόδια, ανθεκτικούς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Για αυτό, λοιπόν, επειδή θέλουμε καλύτερους πολίτες με περισσότερα εφόδια, βρισκόμαστε εδώ σήμερα.
Αυτός είναι ο λόγος που συζητάμε. Αυτός είναι ο λόγος που προσπαθούμε. Διότι δεν βλέπουμε την παιδεία και ειδικά την τριτοβάθμια με όρους εμπορικής συμφωνίας, αλλά ως το όχημα για μία καλύτερη Ελλάδα.
Πολλές από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις βρίσκονται στον αντίποδα.
Η δυνατότητα ίδρυσης μη κερδοσκοπικών μη κρατικών παραρτημάτων, έχουν έναν χαρακτήρα που πρέπει να αξιολογήσουμε. Διότι, όλα αυτά που αποτυπώθηκαν μέχρι σήμερα στη συζήτηση πρέπει να μας βάζουν σημαντικά ερωτηματικά.
Αλλά, το ξαναλέω, διότι έχουμε εδώ μέσα πολλούς νέους ανθρώπους και χαίρομαι πολύ για αυτό: Στα ερωτηματικά αυτά το κόμμα μας έχει χρέος να απαντήσει. Χωρίς υπεκφυγές του παρελθόντος.
Δεν θα γίνουμε μέρος του προβλήματος. Ενός προβλήματος που για χρόνια δημιούργησε μία κατάσταση που δίνει σήμερα τη δυνατότητα αυτό το νομοθέτημα να θεωρείται για κάποιους σωσίβιο. Δεν πρέπει να ξαναγίνει το ίδιο λάθος.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με γενναιότητα τις προκλήσεις.
Καλώ, λοιπόν, τους νέους που βρίσκονται σήμερα σε αυτήν την αίθουσα να μας ακούσουν και να μας κατανοήσουν.
Γιατί και εμείς περάσαμε από τη δική τους θέση. Καταλαβαίνουμε τον αγώνα τους. Και εμείς αντιμετωπίσαμε ως φοιτητές τον νόμο Αρσένη και άλλες μεταρρυθμίσεις. Ξέρουμε τα λάθη, ξέρουμε τα σωστά, βλέπουμε τα προβλήματα. Πρέπει να έχουμε, όμως, λύσεις.
Λύση δεν είναι το να καταδικάσουμε τη χώρα σε μία μόνιμη ακινησία, που την κάνει ευρωπαϊκή εξαίρεση. Δεν είναι λύση και το λέμε καθαρά. Πρέπει η χώρα να πάει μπροστά. Η χώρα θα πάει μπροστά με ένα ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο και με μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά βάσει του σκανδιναβικού μοντέλου, όπως προτείνουμε σήμερα.
Αυτό δεν είναι μία πράξη γενναιότητας. Προς Θεού. Είναι μία πράξη ειλικρίνειας και χαίρομαι πάρα πολύ που ανοίγουμε σήμερα τον διάλογο που δεν τόλμησε η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης.
Θεματική ενότητα: «Προτεραιότητα το Δημόσιο πανεπιστήμιο»
Ο Χρήστος Μπούρας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών ξεκίνησε την ομιλία του με την αποστροφή «αυτοδιοίκητο: ξεχάστε το! Είναι ένας μύθος». Επισήμανε τη στρέβλωση του ακαδημαϊκού χάρτη, καθώς έχουμε 24 πανεπιστήμια, αλλά δεν εξασφαλίζεται η ποιοτική κρατική χρηματοδότησή τους. «Ρωτώ το πολιτικό σύστημα: χρειαζόμαστε όλα αυτά τα πανεπιστήμια; Δεν απαντά κανείς λόγω του πολιτικού κόστους, που είναι ο καρκίνος της κατάστασης». Ο κ. Μπούρας υπογράμμισε ότι η χώρα δεν έχει σοβαρή μεταλυκειακή και τεχνολογική εκπαίδευση.
«Ντρέπομαι ως Πρύτανης ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, κάποιοι να ρίχνουν τους servers στο εμβληματικότερο πανεπιστήμιο της χώρας, το Καποδιστριακό. Πρέπει να καταδικαστεί ομόφωνα» σημείωσε αναφερόμενος σε φαινόμενα βίας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Ο Γιώργος Λιτσαρδάκης, Γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ, μιλώντας για τον ακαδημαϊκό χάρτη τόνισε ότι «αν είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο σχεδιασμός πριν τη σύνταξη ενός νόμου-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια -όπως διαρκώς το επισημαίνουμε αφού η νομοθεσία αλλάζει κάθε τόσο-, πολύ περιςσότερο είναι προϋπόθεση για όποια συζήτηση για αλλαγές ή ανατροπές συνταγματικής κλίμακας, οι οποίες ως τέτοιες πρέπει να εξεταστούν σε μια διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης και όχι να επιβάλλονται με απλή κυβερνητική πλειοψηφία μετά από διαβούλευση δέκα ημερών».
«Τα τελευταία είκοσι χρόνια κανένας πρύτανης δεν έχει επανεκλεγεί με το ίδιο σύστημα εκλογής. Μάλιστα υπήρξε και η περίπτωση όπου το σύστημα εκλογής άλλαξε η ίδια υπουργός και όχι η επόμενη» συμπλήρωσε.
Η Ευγενία Μπουρνόβα, Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α. και αν. γραμματέας τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής ανέπτυξε το ζήτημα των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.
«Ο πρώτος μισθός στην πανεπιστημιακή βαθμίδα, αυτός του επίκουρου καθηγητή, δηλαδή για μια γυναίκα ή έναν άνδρα γύρω στα 40 του χρόνια, είναι 1.300 ευρώ. Μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας θα φτάσει τις 2.300 ευρώ. Υπάρχει άραγε ένας νέος που έχει όνειρό του να γίνει πανεπιστημιακός;» αναρωτήθηκε με νόημα. «Είναι ντροπή αυτός ο μισθός για όσους μιλούν για brain gain» πρόσθεσε η κυρία Μπουρνόβα.
«Δεν μπορεί να έχουμε 400 φοιτητές για ένα μάθημα. Τόσους έχω» υπογράμμισε η Ε. Μπουρνόβα σχετικά με την αναλογία διδασκόντων/φοιτητών, που είναι βασικό κριτήριο για τις διεθνείς κατατάξεις και μέσω αυτής της αναλογίας ανεβαίνει ο δείκτης ποιότητας κάθε πανεπιστημίου. «Σε αυτόν τον δείκτη είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη» κατέληξε η Ε. Μπουρνόβα ξεκαθαρίζοντας ότι κάθε καθηγητής πρέπει να έχει το πολύ 20 φοιτητές για να τους εισαγάγει στην έρευνα.
Ο Ηλίας Τσαβαλής, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρθηκε σε θέματα έρευνας και καινοτομίας.
Παρουσίασε συγκριτικά στοιχεία τριών πανεπιστημίων, σύμφωνα με τα οποία «στα χρόνια της οικονομικής κρίσης τα καταφέραμε καλά, αλλά από το 2017 και μετά υπάρχει μια πραγματική κόπωση και προέρχεται από τις συνεχείς αλλαγές στο ελληνικό πανεπιστήμιο».
«Υπάρχει έλλειψη ενός φιλικού ερευνητικού περιβάλλοντος και κινήτρων. Φυγή ακαδημαϊκών στο εξωτερικό, υπερβολικός διδακτικός φόρτος, γραφειοκρατικές διαδικασίες εξέλιξης και πρόσληψης μελών ΔΕΠ αλλά και συνεχείς αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των ΑΕΙ» επισήμανε ο κ. Τσαβαλής ότι πρέπει να τεθούν επί τάπητος για τη βελτίωση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Θεματική ενότητα: «Μη κρατικά: κανόνες, όροι και προϋποθέσεις»
Στα ζητήματα της αξιολόγησης, του ελέγχου, του εθνικού σχεδιασμού, της οικονομικής στήριξης και της λογοδοσίας και αξιοπιστίας των μη κρατικών πανεπιστημίων εστίασε η τέταρτη θεματική συζήτηση της ημερίδας, που διοργάνωσαν το InSocial και οι τομείς Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής. Στην ενότητα με τίτλο «Μη Κρατικά: Κανόνες, όροι και προϋποθέσεις», συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Επικοινωνιών και Πληροφορικής στο Ε.Μ.Π., κ. Βασίλης Μάγκλαρης, ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Γιάννης Πανούσης και ο Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του InSocial, κ. Νίκος Χριστοδουλάκης.
Ο κ. Μάγκλαρης ξεκινώντας την παρέμβασή του άσκησε κριτική στην κυβέρνηση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «μας σέρνει σε έναν τραγέλαφο, έχοντας ξεκινήσει αυτόν τον διάλογο μονομερώς, με αδιαφάνεια, πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα ερμηνειών κατά το δοκούν για να καταλήξει σε ένα σχέδιο νόμου με 205 άρθρα που βγαίνει σε μία διαβούλευση των 10 ημερών».
Μιλώντας για τα ζητήματα της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διεθνώς, σημείωσε πως στη χώρα μας υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των πτυχίων των Α.Ε.Ι. και των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος. Αναφερόμενος στο παράδειγμα των ΗΠΑ, εξήγησε πως η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για επαγγέλματα που απαιτούν τέτοιου είδους πιστοποίηση, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, δίνεται από επιμελητήρια -και πολιτειακά- μετά από εξαντλητικές εξετάσεις, που κρατούν ακόμη και χρόνια, με σημαντικό κριτήριο την αποδεδειγμένη εργασιακή εμπειρία εκτός πανεπιστημίων.
«Τα επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα μας δίνονται μέσα από τελείως τυπικές και ανούσιες εξετάσεις», είπε ο κ. Μάγκλαρης, υπογραμμίζοντας πως στο σχέδιο νόμου προβλέπεται η πιστοποίηση μέσα από την εθνική επιτροπή ανώτατης εκπαίδευσης, κατ’ αναλογία με τα δημόσια Α.Ε.Ι., χωρίς όμως αυτό να εξηγείται. «Για να λειτουργήσει ένα τέτοιου τύπου σύστημα, θα απαιτηθούν κοστοβόρα και πολυπληθή κέντρα κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών που θα ψάχνουν σε βαθιά νερά», ανέφερε, κάνοντας λόγο για ένα αδιαφανές και διαβλητό πλαίσιο ποιότητας και ασαφείς όρους αξιολόγησης των μη κρατικών πανεπιστημίων.
Στην ανάγκη μίας συνολικής αντιμετώπισης της Παιδείας, αναφέρθηκε ο κ. Πανούσης, διακρίνοντας σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια «μία κρίση ρόλου και φυσιογνωμίας μία εσωτερική κρίση διαφάνειας και λογοδοσίας, ίσως και στόχων», έχοντας παραποιήσει την έννοια της αυτοδιοίκησης σε μία σχεδόν μη ελεγχόμενη εσωτερική ισορροπία δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, προέκρινε αντί της χρήση του όρου κρατικά, να επικρατήσει ο όρος δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία οφείλουν να λογοδοτούν στην κοινωνία, με τα μη δημόσια στον αντίποδα.
Μεταξύ των κρίσιμων ζητημάτων που χρήζουν απάντησης, έθεσε τον ακαδημαϊκό και χωροταξικό χάρτη, που μια πολιτεία οφείλει να σχεδιάζει με πυρήνα το δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ανάγκες σε νέα γνωστικά αντικείμενα και τις αδυναμίες της, ώστε εν συνεχεία να καλέσει αυτούς που θα πλαισιώσουν τα μη δημόσια πανεπιστήμια. «Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για την Παιδεία. Ήδη η γεωγραφική κατανομή είναι στρεβλή, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν τα πάντα», σχολίασε.
Ως προς τις διαδικασίες επιλογής επιστημονικού προσωπικού, ο κ. Πανούσης σχολίασε χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να είναι prêt-à-porter, να σου φέρνουν ανθρώπους από το εξωτερικό των οποίων τα κριτήρια επιλογής δεν τα γνωρίζεις. Η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να έχει λόγο, με τη συνύπαρξη στα εκλεκτορικά συμβούλια ανθρώπων της εσωτερικής ακαδημαϊκής οικογένειας». Κλείνοντας εστίασε στο τετράπτυχο «κοινωνική δικαιοσύνη – διαφάνεια – λογοδοσία – μηχανισμοί ελέγχου».
«Στην Ελλάδα θα πρέπει να δώσουμε έμφαση, χωρίς να οχυρωθούμε απλώς πίσω από ένα συνταγματικό φρούριο, στο πώς θα οργανώσουμε και θα κατοχυρώσουμε τη στρατηγική υπεροχή του δημόσιου πανεπιστημίου», είπε, ανοίγοντας την παρέμβασή του ο κ. Χριστοδουλάκης, με δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν δεσπόζοντα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πλην Κύπρου και Λετονίας, και δεύτερον ότι ενώ σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχει απαγόρευση σύστασης μη κρατικών πανεπιστημίων, συγχρόνως παραμένουν κυρίαρχα τα δημόσια πανεπιστήμια.
Ο κ. Χριστοδουλάκης άσκησε κριτική την πρόβλεψη του υποβληθέντος νομοσχεδίου για τον τρόπο ίδρυσης των ιδιωτικού χαρακτήρα πανεπιστημίων με την υποβολή αιτήσεων που θα αξιολογούνται από κάποια αρχή, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση πολλών αιτήσεων και πίεσης στις ρυθμιστικές αρχές του Υπουργείου Παιδείας. «Στην Ελλάδα στο τέλος νικούν οι αιτήσεις και χάνουν οι κανόνες», προειδοποίησε, ενώ εστίασε και στο θολό πλαίσιο επί του οποίου θα διεκδικήσουν να αδειοδοτηθούν, σε απόλυτη αντιδιαστολή με τα δημόσια πανεπιστήμια, κάνοντας λόγο για «μείζονα καταπάτηση της ισονομίας και της ισότητας».
Στο ζήτημα των επενδύσεων, επισήμανε ακόμα μία ανισότητα, καθώς στα μη κρατικά πανεπιστήμια απαιτούνται συνολικές επενδύσεις και συνολικές υποδομές, ενώ στα δημόσια απαιτούνται επιμέρους προδιαγραφές για κάθε τμήμα και κάθε σχολή, αποδυναμώνοντας την ευελιξία των δημοσίων πανεπιστημίων. Ανέδειξε την ανάγκη μιας νέας ρυθμιστικής αρχής, που θα λογοδοτεί στη Βουλή και την κοινωνία, θα δημοσιεύει, θα συγκρίνει και θα κατατάσσει τα ακαδημαϊκά ιδρύματα με μια σειρά αποδεκτών κριτηρίων, βάσει της ποιότητας σπουδών και των επιδόσεων των φοιτητών.
Τέλος, χαρακτήρισε ως «ελέφαντα στο δωμάτιο», το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολλεγίων, καθώς πέρσι η αρμόδια υπουργός απένειμε άνευ αξιολόγησης και αναδρομικά επαγγελματικά δικαιώματα σε 30 κολλέγια. «Σήμερα συζητάμε το έλασσον, ενώ το μείζον ήδη μας περιβάλλει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε με τη λαθραία διανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων που έγινε παραμονές εκλογών;», είπε χαρακτηριστικά.