Είναι γεγονός πως η διεθνής οικονομική κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο, προκάλεσε διαδοχικούς τεκτονικούς σεισμούς όχι απλά στις αγορές αλλά και σε παραδοσιακές πολιτικές και κοινωνικές αξίες.
Το μεγαλύτερο πολιτικό θύμα αυτής της κρίσης τουλάχιστον στο δικό μας πολιτικό και γεωγραφικό ημισφαίριο υπήρξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που βρέθηκε μπροστά σε ένα υπαρξιακό δίλημμα.
Να συγκρουστεί από τη μια και να υπερασπιστεί τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε ως χτες ή να συναινέσει στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και των κεκτημένων που μαζί με τους πολίτες κατοχύρωσε μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία όλα τα προηγούμενα χρόνια;
Η μετάλλαξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας
Όμως, όποια κι αν ήταν η απάντηση που έδωσαν οι ηγεσίες των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σ’ αυτό το θεμελιώδες ερώτημα, η αλήθεια είναι ότι η απάντηση που έδινε η ίδια η πραγματικότητα είναι ότι βρέθηκαν σε ένα πόλεμο χωρίς όπλα, σε μια μάχη με ξύλινα σπαθιά.
Και ήταν αυτή η ίδια η σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε τα όπλα, όταν τη δεκαετία του ’90, η εκσυγχρονισμένη εκδοχή της έπαψε να είναι μια μορφή εξανθρωπισμού της ελεύθερης οικονομίας και περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων που αυτή γεννά αλλά μια άλλη, πιο εύπεπτη κοινωνικά διαχείριση του οικονομικού μονεταρισμού.
Ήταν αυτή η «εκσυγχρονισμένη» δήθεν σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε το όπλο της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου μέσω της φορολογίας και επέτρεψε τη βιομηχανική μετανάστευση από την Ευρώπη σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου η οικονομική ανάπτυξη και παραγωγή συνοδεύεται από ένα πιάτο φαΐ κι όχι από την ταυτόχρονη ανάπτυξη του εισοδήματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Για ποια σοσιαλδημοκρατία λοιπόν μπορούμε σήμερα να μιλάμε όταν το μεγάλο κεφάλαιο μπορεί να διαφεύγει της συμμετοχής του στο χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης και με ένα κλικ σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή να μεταφέρει πακτωλούς χρημάτων σε τροπικούς φορολογικούς παραδείσους;
Ποια σοσιαλδημοκρατία μπορεί να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος, να διασφαλίσει την ανάπτυξη και τον υγιή ανταγωνισμό μέσα από την ενίσχυση του θεσμικού οπλοστασίου και των ελεγκτικών μηχανισμών του τραπεζικού συστήματος όταν έχει ενσωματωθεί πλήρως στη νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης;
Όταν έχει να ανταγωνιστεί το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο της Δύσης όσο και τον αυταρχικό, δεσποτικό καπιταλισμό των χωρών της Ανατολικής Ασίας;
Για να μπορούμε να μιλάμε σήμερα σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο για Σοσιαλδημοκρατία, την εποχή της πτώσης των συνόρων, των social media και της επανάστασης του διαδικτύου, βασική προϋπόθεση είναι η σύγκρουση με τη λογική της απορρύθμισης.
Η ανάκτηση δηλαδή του πολιτικού ελέγχου από τα «αόρατα» για την κοινωνία χέρια της αγοράς που ανήκουν, στην πραγματικότητα, στα πολύ ορατά χέρια των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Εταιρειών που κατά περιπτώσεις διαθέτουν προϋπολογισμούς μεγαλύτερους ακόμη και από αυτούς κρατών με πυρηνικά όπλα. Η ανάκτηση αυτού του δημόσιου ελέγχου της οικονομίας θα έρθει μόνο μέσα από διεθνείς συνεννοήσεις και διακρατικές συμφωνίες για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, συμβατό με τα κοινωνικά αγαθά και τις κατακτήσεις της σύγχρονης Δημοκρατίας. Συνεννοήσεις που οφείλουν να καταλήξουν στη φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τον λεγόμενο φόρο Τόμπιν, την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου και την υιοθέτηση ενός νόμου Glass- Steagal 2, με τη σύναψη διεθνούς σύμβασης που, όπως στη δεκαετία του ’30 στην Αμερική, θα αποτρέπει τη μεταμόρφωση της οικονομίας σε καζίνο και θα διασφαλίζει τις καταθέσεις των πολιτών.
Πρόκειται για θέσεις και προτάσεις που αν και σήμερα έχουν υποστηριχθεί από σημαίνοντες ακαδημαϊκούς και οικονομολόγους της κεϊνσιανής σκέψης, με προεξάρχοντα τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς, παραμένουν στα συρτάρια των ηγετικών ομάδων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων γιατί προϋποθέτουν ακριβώς σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και αντιλήψεις. Στην Ελλάδα, ο μόνος πολιτικός που μιλά για τέτοιες μεταρρυθμίσεις στη φορολογική πολιτική είναι ο Γιώργος Α. Παπανδρέου.
Η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας
Σε εθνικό επίπεδο τώρα, η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας υπαγορεύτηκε από τις έκτακτες καταστάσεις που διαμορφώθηκαν στη χώρα το 2009, την αναγκαιότητα για μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις με πολιτικό κόστος εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης που προκάλεσε η κυβέρνηση της «στατιστικής απάτης» υπό τον κύριο Κ. Καραμανλή.
Η οικονομική και πολιτική αυτή κρίση συνοδεύτηκε από την πολιτική ανωμαλία με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης και της αφήγησης της για το πρόσφατο και άμεσο παρελθόν της.
Σήμερα, μόνο με μια αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική στο προοδευτικό, δημοκρατικό φάσμα που θα οδηγεί στην ενοποίηση του χώρου μπορούμε να σταθούμε και ανάχωμα στην δεξιά αλλά και ένα πλειοψηφικό ρεύμα που θα υπηρετήσει τις ανάγκες των πολλών.
Πρέπει, όμως, να ξεκαθαρίσουμε για ποια ενοποίηση και για ποια σοσιαλδημοκρατία μιλάμε.
Ενοποίηση που σημαίνει άθροισμα των πολιτικών φιλοδοξιών, συγκολλήσεις κορυφής ή πολιτική συμπόρευση στην κοινωνία με την κοινωνία με βάση τις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών;
Ενοποίηση για ποιους;
Για να αποκαταστήσουμε φιλοδοξίες κορυφής ή για τους πολίτες, για τον εξορθολογισμό και τη δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών βαρών;
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως η όποια συμπόρευση δεν μπορεί να υπαγορεύεται από κίνητρα πολιτικής επιβίωσης και προσωπικής ιδιοτέλειας αλλά να αποτελεί μια γενναία ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ένα ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ με περιεχόμενο κι όχι αόριστες διακηρύξεις- πλαίσια. Μια συμφωνία- χρονοδιάγραμμα για προοδευτικές, συγκρουσιακές μεταρρυθμίσεις, προς όφελος των πολλών και αδύναμων αλλά και των πραγματικών δημιουργών της οικονομίας.
Μεταρρυθμίσεις με στόχο τη δημιουργία νέου πλούτου, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να μη πληρώνουν συνεχώς οι ίδιοι και οι ίδιοι και την ανακούφιση των κοινωνικά ασθενέστερων συμπολιτών μας. Μεταρρυθμίσεις που θα επανεκτιμήσουν την οικονομία και θα κάνουν το αναγκαίο restart για τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και το ρυθμιστικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας.
Η λύση είναι οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, όχι η λιτότητα
Πρέπει να συμφωνήσουμε σε ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, στην πάταξη της γραφειοκρατίας με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και τη μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δικαιοσύνης με έμφαση στην ταχύτητα της δικαιοδοτικής διαδικασίας ιδιαίτερα των περιπτώσεων που αφορούν επενδυτικές και αναπτυξιακές υποθέσεις.
Να διαμορφώσουμε δηλαδή ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και διαφάνειας που θα αντιλαμβάνεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα είναι πραγματικά ελκυστικό για επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονη πρέπει να είναι και η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και η φορολόγηση των εμβασμάτων εξωτερικού προκειμένου να πληρώσουν επιτέλους οι μόνιμα φοροδιαφεύγοντες κι όχι να πληρώσουν και γι’ αυτούς τα συνήθη θύματα, οι συνεπείς πολίτες μέσα από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Γιατί η λύση δεν είναι η λιτότητα.
Η λύση είναι οι προοδευτικές και κοινωνικά δίκαιες μεταρρυθμίσεις.
Η διαμόρφωση μιας ευνομούμενης πολιτείας με την αλλαγή της φυσιογνωμίας και της αρχιτεκτονικής της Δημόσιας Διοίκησης σε συνδυασμό με τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία για την απελευθέρωση των δυνάμεων του υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των πολιτών.
Διαφορετικά, με την εμμονή σε δημοσιονομικά κι όχι διαρθρωτικά μέτρα η χώρα μας, οι πολίτες, κινδυνεύουν να υποστούν ένα άλλο οικονομικό μαρτύριο όμοιο με εκείνο του Σισύφου και να καταδικαστούν να γεμίζουν με «μέτρα», με τους κόπους και τις οικονομίες μιας ζωής, ένα βαρέλι που συνεχώς χάνει.
Αυτή η λογική, η λογική των μεγάλων αλλαγών υπό την εγγύηση του Κράτους Δικαίου οφείλει να είναι η απάντησή μας στα πραγματικά προβλήματα αλλά και στους ακραία νεοφιλελεύθερους κύκλους των δανειστών που προκρίνουν αποτυχημένες και υφεσιακές πολιτικές.
Γιατί ακόμη κι αυτός ο πατέρας του νεοφιλευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν παραδέχτηκε το λάθος του. Όταν ρωτήθηκε ξανά, προς το τέλος της ζωής του, αν είχε δίκιο στη συνταγή για «ιδιωτικοποίηση- ιδιωτικοποίηση- ιδιωτικοποίηση» που έδωσε στους ηγέτες των ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμηση τους μετά την πτώση του Τείχους, απάντησε με αρκετή δόση αυτοκριτικής πως η σωστή συμβουλή θα ήταν ένα «ευνομούμενο κράτος».
Για τη διαμόρφωση αυτού του ευνομούμενου κράτους πρέπει κι εμείς, τώρα με τη σειρά μας, να διαλέξουμε ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε:
Τη σοσιαλδημοκρατία της Διαύγειας, του open government, της διαφάνειας στο κράτος;
Τη σοσιαλδημοκρατία που φορολόγησε με το Ν.3842 του 2010 τη μεγάλη ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ή τη σοσιαλδημοκρατία στα λόγια .
Θέλουμε τη σοσιαλδημοκρατία που μείωσε τη φαρμακευτική δαπάνη για τους πολίτες με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αυτή που ψήφισε την άρση του τραπεζικού απορρήτου με σκοπό τη διερεύνηση εκείνων που έβγαλαν τα χρήματα τους στο εξωτερικό για να αποκρύψουν παράνομες δραστηριότητες ή το πολιτικό πλυντήριο για πιθανούς φοροφυγάδες ;
Συνεπώς, το μόνο κριτήριο για τη συνεργασία και τον όποιο διάλογο στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας με τα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα που τον απαρτίζουν δεν μπορεί παρά να είναι η απάντηση τους, η απάντηση μας σε ανάλογα κορυφαία πολιτικά διλήμματα.
Στα διλήμματα που αποτελούν και τη διαχωριστική γραμμή της προόδου από τη συντήρηση.
Πρέπει επίσης να θυμηθούμε εκτός από τα αριθμητικά δεδομένα για μια πιο δίκαιη οικονομική πολιτική, το δεύτερο συνθετικό της πολιτικής μας ιδεολογίας που είναι η λέξη δημοκρατία.
Και είναι θέμα δημοκρατίας, θέμα πειστικού πολιτικού λόγου και εύλογη προϋπόθεση να συμφωνήσουμε για το αύριο, να ενοποιήσουμε την πολιτική μας αφήγηση για το άμεσο παρελθόν, να ξεκαθαρίσουμε τι έγινε και με αυτούς που μετέτρεψαν μια κρίση εθνική σε ξεκαθάρισμα πολιτικών λογαριασμών.
Οφείλουμε έτσι να αναστοχαστούμε όλοι μαζί το κοινό μας παρελθόν, να ανανεώσουμε τον πολιτικό μας λόγο και να ξαναθυμηθούμε τις αξίες μας σε μια νέα πραγματικά προοδευτική στροφή στις ρίζες της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς που είναι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του.
Να απαντήσουμε όχι απλά στα ιδεολογικά διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε στην πολιτική.
Για τους εαυτούς μας ή για τους πολίτες;
ΣΚΕΨΕΙΣ, ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Μια Εθνική Στρατηγική με ορατά αποτελέσματα είναι ανάγκη να περνάει πρωτίστως από την ωρίμανση του πολιτικού συστήματος και την αποδοχή από μέρους του, της ιστορικής ευθύνης, όχι να κυβερνήσει η μια ή η άλλη συνιστώσα του, αλλά να βγάλει τον τόπο από τα αδιέξοδα.
Αφορά , όλα αυτά τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως συστατικά στοιχεία μιας ΝΕΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ και στοχεύει σε όλα όσα χρειάζεται να αλλάξουμε από το χθες.
Αφορά μια νέα συμφωνία αναδιανομής πόρων και φόρων και ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο
Αφορά την ενεργοποίηση ουσιαστικών μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης, με το άνοιγμα ενός Εθνικού διαλόγου με τους εμπλεκόμενους (Δικαιοσύνη, Δικηγόροι, Κόμματα, Κινήματα, Θεσμούς, Πολίτες) με γρήγορα αποτελέσματα.
Αφορά ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα και μια διαφορετική σχέση πολίτη- πολιτικού συστήματος.
Αναδιανομή πόρων – Νέο αναπτυξιακό πρότυπο
Άμεση στελέχωση όλων των ελεγκτικών μηχανισμών
Στην οικονομία, στην αγορά, στην εργασία, στην υγεία, στα τρόφιμα κλπ.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανυπαρξία ελέγχων σε πολλούς τομείς της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, εξαιτίας της κατάρρευσης των ελεγκτικών μηχανισμών από την έλλειψη προσωπικού, οδήγησε στην υπονόμευση και στην απώλεια δημοσίου πλούτου, αλλά και την υπονόμευση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων που αντιμετωπίζουν και αντιμετώπιζαν τις μεγαλύτερες ανάγκες.
Η ανορθολογική κατανομή προσωπικού, στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να ανακατανεμηθεί και να διοχετευθεί μετά από μια ταχύρυθμη επιμόρφωση στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι και θα κληθούν να συμβάλουν στη διεύρυνση του δημόσιου πλούτου στην χώρα.
Σχέδιο δράσης απεμπλοκής επενδυτικών πρωτοβουλιών:
Είναι ανάγκη, στην κρίση που διέρχεται η χώρα, να υπάρξουν πολιτικές αποφάσεις, που θα προκαλέσουν ένα αναπτυξιακό σοκ, απεμπλέκοντας από γραφειοκρατικές διαδικασίες, επενδυτικές πρωτοβουλίες, που παρεμποδίζονται από χρόνιες διοικητικές αγκυλώσεις και την κωλυσιεργία της δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι καθυστερήσεις σε υπηρεσίες περιβάλλοντος, δασικές υπηρεσίες, αρχαιολογίες κλπ. Οι κρίσεις σε αυτές τις περιπτώσεις δεν νοείται να καταστούν πιο ελαστικές αλλά πιο αποτελεσματικές στην ταχύτητα απόδοσης της κρίσης.
Ως προς το πολιτικό σύστημα
Ως προς την απονομή δικαιοσύνης:
Πρωτοβουλίες για την ταχύτερη εκδίκαση των εκατοντάδων χιλιάδων υποθέσεων (οικονομικών, φορολογικών, απαλλοτριώσεων δημοσίων έργων, αναπτυξιακών – επενδυτικών) που αφορούν μεγάλα ποσά και που εκκρεμούν στα δικαστήρια, κατά αποκλειστική προτεραιότητα.
Η αποτελεσματική διοικητική δικαιοσύνη ως προϋπόθεση ανάπτυξης
Σε αναπτυξιακή τροχιά, με εργαλείο την ουσιαστική αναμόρφωση του νομοθετικού και δικονομικού συστήματος διεκπεραίωσης των διοικητικών υποθέσεων στην ελληνική έννομη τάξη.
* Ο Μιχάλης Καρχιμάκης είναι π. Υπουργός, π. Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, Μέλος της ΚΠΕ του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Υποψήφιος βουλευτής Β’ περιφέρειας Αθήνας – Δυτικός Τομέας
Πατήστε και δείτε τα 88 προηγούμενα άρθρα ή συνεντεύξεις του Μιχάλη Καρχιμάκη
Ανακοίνωση εξέδωσε ο δήμος Αθηναίων, σχετικά με το σιντριβάνι της πλατείας Συντάγματος και τις εργασίες καθαρισμού και συντήρησής…
Τη δημιουργία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής έναντι της Νέας Δημοκρατίας έθεσε ως προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ ο…
Την αποχώρησή τους από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχαν προαναγγείλει,έκαναν γνωστή η Θεοδώρα Τζάκρη και η…
Τα εντυπωσιακά και πρωτοποριακά αποτελέσματα της σύμπραξης του Δήμου Χαλανδρίου με τοπικές επιχειρήσεις και το…
Στο χωριό του όταν ήταν μικρός, δεν ήξερε ότι υπήρχαν βιβλιοθήκες. Στο σχολείο ήταν μια…
Δικογραφία σε βάρος ενός άνδρας στο Μεσολόγγι έχουν σχηματίσει οι τοπικές αστυνομικές αρχές. Σύμφωνα με…