Δεν μου ήταν άγνωστο. Παιδάκι είχα ένα μπλε κι ένα κόκκινο που έδεναν πίσω με λαστιχάκι, και γραβάτες, επίσης, που τα φορούσα τις γιορτές συνήθως, σαν πιο επίσημα.
Τα θυμήθηκα την Κυριακή το πρωί, όπως η μικρή κόρη των φίλων που είχαν έρθει επίσκεψη, έπιασε να ξεφυλλίζει ένα οικογενειακό άλμπουμ πάνω απ’ το τραπεζάκι του σαλονιού και, αίφνης, ανάμεσα απ’ τις σελίδες, κύλησε μια ασπρόμαυρη φθαρμένη κάπως φωτογραφία μου· παιδί με το παλτουδάκι μου και το κοντό μου παντελονάκι, μπροστά στον «Λαμπρόπουλο», πλάι σε κάποιον ‘Αη Βασίλη και σε πρώτο πλάνο το παπιγιόν.
Σ’ αυτές τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες βρίσκονται αποτυπωμένες οι πιο ξεχωριστές στιγμές της παιδικής μου ζωής, της ζωής τής γενιάς μου τολμώ να πω· στιγμιότυπα χαράς συνήθως, ευχάριστα, με χαμόγελα και ευθυμία, με ζωντάνια και κέφι.
Ιδιαίτερα, οι γιορταστικές φωτογραφίες των Χριστουγέννων, σε αντίθεση με το πολυκαιρισμένο ή ξεφτισμένο χαρτί τους, διατηρούν ολοζώντανη κι άφθαρτη την ξεχωριστή λάμψη, την ομορφιά κι όλη τη λαχτάρα και τη γλύκα που είχαν για μας που ήμασταν τότε παιδιά εκείνες οι μέρες.
Είναι κι η απόσταση, βλέπεις, ο χρόνος, που προσδίδει γοητεία και προσθέτει μαγεία στις αναμνήσεις και τα βιώματα· τα γλυκαίνει, τα ομορφαίνει, αφαιρεί την ασχήμια, τις δυσκολίες, την ανέχεια και τα προβλήματα και τ’ απογειώνει τοποθετώντας τα στη σφαίρα του φαντασιακού μας σαν μοναδικά, πανέμορφα και παραμυθένια.
Μας κάνει να αισθανόμαστε βασιλιάδες και πριγκίπισσες μέσα στον ασφαλή μικρόκοσμο τής πατρικής οικογένειας, με τους συγγενείς γύρω απ’ το γιορτινό τραπέζι και τους φίλους να μεγαλώνουν τις μικρές κάμαρες των σπιτιών με τα τραγούδια και τα γέλια τους και να δίνουν στις γιορτές νόημα, συναίσθημα κι ανθρωπιά.
Κι όπως το αισθάνομαι, όλα αυτά, αυτά που έχουν μείνει σαν βιώματα, αλλά και σαν εικόνες πάνω σ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες, ήταν τα σημαντικά, η ουσία, η ζωή η ίδια· ο πλούτος μας. Δεν ήταν εύκολη η ζωή, κάθε άλλο, ούτε οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι, αλλά δεν μας έκαναν καλύτερους τα ρούχα, τα στολίδια, τα φαγητά ή οι διασκεδάσεις και τα ρεβεγιόν, ούτε -πολύ περισσότερο- τα παπιγιόν κι οι παιδικές μου οι γραβάτες.
Οι άνθρωποί μας ήταν η δύναμή μας, το στήριγμά μας, η ζωή μας. Αυτοί έκαναν τις γιορτές σημαντικές, τις μέρες μας ιδιαίτερες, το μεγάλωμά μας ξεχωριστό. Όλα εκείνα που δεν θυμόμαστε πια -γιατί τότε δεν είχαμε κι από ένα κινητό ο καθένας για ν’ απαθανατίζει δήθεν αυθόρμητα στημένες εικόνες-, εκείνα που έχουμε λησμονήσει με τα χρόνια, αλλά μας έχουν σφραγίσει και τα κουβαλάμε, όχι μόνο στο DNA μας, αλλά ακόμα πιο βαθιά, στα φυλλοκάρδια, στην ψυχή μας βαθιά μέσα· κι ας κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε κι ας νομίζουμε πως έχουμε γίνει πια κάποιοι άλλοι.
Κι όταν έρχονται Χριστούγεννα, εμείς πρώτοι, πατεράδες ή παππούδες πλέον οι περισσότεροι, αισθανόμαστε κάτι να ξυπνά μέσα μας, κάτι να αφυπνίζεται από το λήθαργο τής καθημερινότητας που μας κατακλύζει και ν’ αποζητά με ένταση τη διαφυγή και τη διέξοδο σ’ εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια της αθωότητας -όπως υπερβολικά νομίζουμε-, τότε που μ’ ένα τρίγωνο στο χέρι τριγυρνούσαμε τις παραμονές -χωρίς τη συνοδεία τής μαμάς ή του μπαμπά- για να προλάβουμε πρώτοι να πάμε σ’ όλα τα σπίτια να βγάλουμε το πολυπόθητο χαρτζιλίκι.
Αυτές οι μέρες είναι που μας πιάνει η νοσταλγία κι αρχίσουμε τις αναπολήσεις, τις ιστορίες και τα παραμύθια και καταφεύγουμε στα ασπρόμαυρα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων για να τους ξαναδώσουμε τα χρώματα, την ομορφιά και τη λάμψη κατευθείαν απ’ την ψυχή μας· για να λευτερωθούμε, για να λυτρωθούμε.
Γιατί -σας εξομολογούμαι- όπως το νιώθω, πάνω στη λαχτάρα, πάνω στον ενθουσιασμό και την επιθυμία μου να δώσω αγάπη, να προσφέρω στα παιδιά μου, κάπου χάθηκε το νόημα, αλλά και το νήμα· μου ξέφυγε μέσα απ’ τα χέρια ο μίτος που οδηγεί με ασφάλεια και σιγουριά στις χαρές και στις αξίες τις σημαντικές, τις διαχρονικές, τις ανθρώπινες. Μπερδεύτηκα, θαμπώθηκα απ’ τη λαμπρότητα και την φαντασμαγορία, απ’ τις μουσικές και τις παράτες, απ’ τον πλούτο που φάνηκε στα μάτια μου ν’ αποχτούν με τα χρόνια οι γιορτές, αλλά κι η ζωή, απ’ την αξία και τη σημασία που απόχτησαν τα ρούχα, τα στολίδια, τα φαγητά κι οι διασκεδάσεις, οι γραβάτες και τα παπιγιόν.
Κρατώ, λοιπόν, στα χέρια μου εκείνη τη φωτογραφία κι αισθάνομαι να πιάνω και πάλι εκείνο το νήμα, αυτό που με φέρνει κοντά σ’ εκείνον τον εαυτό μου, που με φέρνει κοντά σας, δίπλα σας και μαζί σας, που με κάνει να αισθάνομαι σιγουριά κι ασφάλεια ότι μπορώ, μπορούμε, να ευχηθούμε «Καλά Χριστούγεννα» με την πνοή τής καρδιάς, της παιδικής μας καρδιάς και τη ζεστασιά τής ανθρώπινης αγάπης κι αλληλεγγύης.
* Ο Βαγγέλης Βουτσινάκης είναι διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έχει εξειδικευτεί σε θέματα management. Το συγγραφικό του έργο καθορίζεται μέχρι σήμερα από την επιστημονική του κατάρτιση και την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως στέλεχος της δημόσιας διοίκησης. Η ηλεκτρονική του σελίδα «Εκτός Σχεδίου» [www.ektossxediou.com] και τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης προσφέρουν από χρόνια διέξοδο επικοινωνίας στις ευαισθησίες, τους προβληματισμούς και τα ενδιαφέροντά του. Έχει γεννηθεί στο Περιστέρι και κατοικεί στο Χαλάνδρι.
Πατήστε και δείτε τα 5 προηγούμενα άρθρα του Βαγγέλη Βουτσινάκη
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…
Η Χαμάς και δύο ακόμη παλαιστινιακές οργανώσεις (ο Ισλαμικός Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση…