Τις τελευταίες ημέρες ο κυβερνητικός επικοινωνιακός μηχανισμός επικεντρώθηκε στην προβολή του νομοσχεδίου του Υπουργείου Οικονομικών που «θα επιβάλει περισσότερους και πιο αναλυτικούς κανόνες λειτουργίας και συνεργασίας των funds και των servicers με τους οφειλέτες». Η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση παρουσιάζεται ως κυβερνητική πρωτοβουλία, που στόχο έχει να θέσει κανόνες προστασίας των οφειλετών.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Αυτό που συστηματικά αποσιωπάται είναι ότι το νομοσχέδιο ενσωματώνει την υπ’ αριθμ. 2167/2021 Οδηγία της Ε.Ε. με προθεσμία ενσωμάτωσης την 29η Δεκεμβρίου 2023. Η Κυβέρνηση μπορεί να διακηρύσσει την ευαισθησία της για τα δικαιώματα των οφειλετών, ωστόσο επέλεξε να περιμένει μέχρι το παρά πέντε για να ενσωματώσει την προστατευτική για αυτούς ευρωπαϊκή νομοθεσία, παρατείνοντας με τον τρόπο αυτό το καθεστώς άγριας δύσης που επικρατεί.
Στα σύγχρονα κράτη η αρχή της προστασίας του αδύναμου μέρους, προϊόν μακρόχρονων κοινωνικών αγώνων, αποτελεί θεμελιώδες πολιτικό αξίωμα και βασική κατευθυντήρια γραμμή νομοθέτησης. Έτσι, το εργατικό δίκαιο κατοχυρώθηκε με σκοπό να προστατεύσει τον εργαζόμενο από την αυθαιρεσία του εργοδότη, το δίκαιο προστασίας καταναλωτή προστατεύει τον τελευταίο από τις καταχρηστικές πρακτικές των μεγάλων εταιρειών και το ποινικό δίκαιο προστατεύει τον κατηγορούμενο από την συντριπτική υπεροπλία ισχύος του κατασταλτικού μηχανισμού.
Ωστόσο, η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους στη χώρα μας, έχει αφεθεί πρακτικά αρρύθμιστη, παρά την ακραία ανισορροπία ισχύος μεταξύ των funds και των οφειλετών. Ο οφειλέτης ενός κόκκινου δανείου βιώνει κάθε μήνα δεκάδες μικρούς θανάτους: συνεχείς τηλεφωνικές κλήσεις αγενών υπαλλήλων εταιρειών διαχείρισης, απειλές εκποίησης ακίνητης περιουσίας, παραπλάνηση, ασφυκτική ψυχολογική πίεση. Διαπραγματεύσεις που τερματίζονται απροειδοποίητα με επίδοση κατασχετηρίων, απροειδοποίητη υπαναχώρηση από συμφωνίες ρύθμισης, bullying ακόμα και σε δικηγόρους.
Τα funds και οι εταιρείες διαχείρισης χρέους, πρακτικά ανεξέλεγκτες, έχουν διαμορφώσει ένα νομικό φέουδο. Δικαστικές αποφάσεις που δεν εφαρμόζονται, άρνηση παροχής πληροφόρησης, αποτελούν συνήθεις πρακτικές. Καταχρηστικές συμπεριφορές που στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών θα συνιστούσαν ακόμα και αξιόποινες πράξεις, στην σχέση μεταξύ των funds και των οφειλετών αποτελούν, με την ανοχή της Κυβέρνησης, τη νέα κανονικότητα.
Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια της Κυβέρνησης και του τραπεζικού lobby να αποπολιτικοποιήσουν το θέμα, παρουσιάζοντάς το ως μία τεχνοκρατική συζήτηση, η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους και της προστασίας των οφειλετών αποτελεί ζήτημα βαθιά πολιτικό και ηθικό.
Η οικονομική κρίση και τα δημοσιονομικά μέτρα προσαρμογής με στόχο την διάσωση του τραπεζικού συστήματος, είχαν ως συνέπεια μία τεράστια κοινωνική αλλαγή. Μεγάλα τμήματα της ελληνικής μεσαίας τάξης γνώρισαν μέσω της απώλειας εισοδημάτων και της απαξίωσης της περιουσίας τους μία άνευ προηγουμένου καθοδική κοινωνική κινητικότητα. Και ενώ στις ελληνικές τράπεζες κατευθύνθηκαν δισεκατομμύρια, η διαδικασία επανένταξης στην ελληνική μεσαία τάξη των θυμάτων της κρίσης, τμήμα της οποίας αποτελεί και η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, βρίσκεται σε καθεστώς διαρκούς αναβολής.
Το μοντέλο των funds και των εταιρειών διαχείρισης που επιλέχθηκε, αντί άλλων λύσεων με μικρότερη επιβάρυνση στους δανειολήπτες, είναι μία επιλογή με «αποικιακά» χαρακτηριστικά: τα funds δεν ενδιαφέρονται για βιώσιμες λύσεις που θα είναι αντίβαρο στη σιωπηλή απελπισία χιλιάδων οφειλετών. Κινούνται στη λογική του “αρπάζουμε ό,τι προλάβουμε”. Και αυτήν την πρακτική την νομιμοποιεί η Κυβέρνηση με την αδράνειά της. Αδράνεια που αν κρίνουμε από τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου περί εξάρτησης της προστασίας από τη λειτουργία μίας ακόμα ψηφιακής πλατφόρμας με χρόνο έναρξης τον Απρίλιο του 2024, θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη.
* Ο Στέφανος Παραστατίδης είναι πρώην Γραμματέας Οργανωτικού. Βουλευτής Κιλκίς και Υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής