Χάρης Αθανασιάδης*: Καιρός να φεύγουμε κι εμείς σιγά σιγά…

0

«Κύμβαλο αλαλάζον» αποκαλεί τον Στέφανο Κασσελάκη ο καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος της Ανανεωτικής Αριστεράς, Χάρης Αθανασιάδης, σε άρθρο του στο tvxs, με τίτλο «Καιρός να φεύγουμε κι εμείς σιγά σιγά…».
Στο άρθρο του ο καθηγητής επιτίθεται στον Στέφανο Κασσελάκη, τον ταυτίζει με την «αμερικανική alt right» και τον αποκαλεί «άδειο κέλυφος, ένα κύμβαλο αλαλάζον που φλερτάρει με τη γελοιότητα, ένα κενό σημαίνον όπου ο κάθε απελπισμένος ακουμπά τις ανεδαφικές προσδοκίες του».

Αναλυτικά το άρθρο του κ. Αθανασιάδη
«Το 1982, εικοσάχρονος φοιτητής τότε, εντάχθηκα στον Ρήγα Φεραίο (την αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση) και δυο χρόνια αργότερα, όντας πλέον εργαζόμενος, πέρασα στο κόμμα, το ΚΚΕ εσωτερικού. Από τότε έως χθες, για 41 και πλέον έτη, ακολούθησα τις περιπέτειες και τις μεταμορφώσεις αυτού του πολιτικού χώρου πάντοτε ως απλό μέλος, δίχως ποτέ να θέσω υποψηφιότητα για κομματικό όργανο ή συνέδριο, δίχως ποτέ να ενταχθώ σε κάποια από τις εσωτερικές τάσεις, συνιστώσες ή ομαδώσεις.

Παράλληλα με τις ερευνητικές μου ενασχολήσεις, οι οποίες τελικά έγιναν επάγγελμα, μετείχα συστηματικά στις κινηματικές δράσεις του χώρου αυτού, αν και δίχως φανατισμό, με μια κάποια συναισθηματική απόσταση, ταιριαστή μάλλον με τον χαρακτήρα μου.

Αν κάποιο πάθος είχα, αυτό ήταν η ανάγνωση των εφημερίδων του ευρύτερου χώρου της Ανανεωτικής Αριστεράς. Στη δεκαετία του 1980, μάλιστα, η αγαπημένη, σχεδόν μυσταγωγική, στιγμή της εβδομάδας ήταν τα μεσάνυχτα του Σαββάτου στο γαλατάδικο της Ομόνοιας με ανοιχτή την Αυγή της Κυριακής. Σαν τριαντάρισα, προτιμούσα τον πρωινό καφέ στη Maronita, στην πλατεία Εξαρχείων, όπου μετά την Αυγή ξεκοκάλιζα την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και ύστερα, κάπως διαγώνια, το Βήμα και την Καθημερινή (πρέπει να μελετάς τους αντιπάλους σου). Όλα αυτά περνούσαν σε δεύτερη μοίρα κάθε δεκαπέντε, όταν κρεμόντουσαν στα περίπτερα το ΑΝΤΙ ή ο Πολίτης. Αν έμαθα (όσο έμαθα) να διαβάζω την κοινωνική πραγματικότητα και να συγκροτώ επιχειρήματα για τη μία ή την άλλη επιλογή, το έμαθα νομίζω λιγότερο από τις σπουδές και τις ιστορικές μελέτες και περισσότερο από αυτά τα έντυπα με τα οποία πέρασα τις πιο στοχαστικές μου ώρες και τα οποία δόμησαν τη σχέση μου με την πολιτική.

Πολιτική ασφαλώς σημαίνει συνειδητή δράση που επηρεάζει την κίνηση της κοινωνίας. Αριστερή πολιτική σημαίνει συνειδητή δράση που συγκροτεί τη συλλογική ταυτότητα όσων υφίστανται εκμετάλλευση και τους ενθαρρύνει να αντιστέκονται, να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες ζωής και εν τέλει να αμβλύνουν τις ανισότητες προς όφελος δικό τους μα ουσιαστικά προς όφελος της κοινωνίας στο σύνολό της. Δύσκολα πράγματα, δηλαδή, για τα οποία η ατομική δράση δεν αρκεί· χρειάζεται δράση συντεταγμένη, συλλογική. Γι’ αυτό όποιος νοιάζεται για τους πολλούς δεν προσπαθεί να τους θαμπώσει με θεατρινισμούς και χάντρες. Τους μαθαίνει να σκέφτονται, να αναλύουν, να ξεχωρίζουν το ουσιώδες από το δευτερεύον, αποθαρρύνει τον κυνισμό και τον ατομικισμό, ενισχύει το αίσθημα του δικαίου και τη μέριμνα για το σύνολο. Αυτόν τον ρόλο του συλλογικού παιδαγωγού διεκδικούσαν τα αριστερά κόμματα σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα. Κάποτε τα κατάφερναν, συνήθως όχι. Σε αρκετές περιπτώσεις έγιναν τα ίδια καταπιεστικοί μηχανισμοί, αντιεξουσίες χειρότερες από τις εξουσίες που πολεμούσαν. Γι’ αυτό ο αναστοχασμός οφείλει να είναι διαρκής – η εξουσία (και η μικρο-εξουσία) διαφθείρουν.

Αλλά γιατί να επενεργεί η Αριστερά παιδαγωγικά στην κοινωνία; Γιατί να μην μεταφέρει απλώς στο πολιτικό επίπεδο τις κοινωνικές τάσεις όπως αυτές αυθόρμητα διαμορφώνονται; Διότι δεν διαμορφώνονται ποτέ αυθόρμητα, αλλά υπό την καθοριστική επίδραση των ισχυρών. Και διότι δεν ήταν λίγες οι φορές στην ιστορία που οι πολλοί θαμπώθηκαν από πρίγκιπες, παρασύρθηκαν από καιροσκόπους ή ακολούθησαν απατεώνες. Γι’ αυτό η Αριστερά είναι αναγκασμένη να παλεύει διπλά. Δεν μπορείς να κερδίσεις τον ταξικό σου αντίπαλο αν δεν κερδίσεις πρώτα τις συνειδήσεις των δικών σου ανθρώπων – αν δεν κερδίσεις την ηγεμονία. Ο αριστερός πολιτικός (το αριστερό κόμμα) δεν υπάρχει για να αντανακλά την κοινωνία ως έχει, δεν εκπροσωπεί μηχανιστικά τα πολλαπλά και συχνά αντιφατικά συμφέροντα των ιδιωτών. Υπάρχει για να διαμορφώνει τη σκέψη των πολιτών και να προσανατολίζει τη δράση τους προς την κατεύθυνση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και ασφαλώς να διεκδικεί τη διακυβέρνηση, μα όχι ως αυτοσκοπό. Να την διεκδικεί προκειμένου να συντονίσει και τους μηχανισμούς του κράτους με το κοινωνικό της σχέδιο.

Ο Σύριζα είχε την ευκαιρία να αναμετρηθεί με την πρόκληση της διακυβέρνησης στην πιο δύσκολη συγκυρία του αιώνα μας. Ο Σύριζα δεν γιγαντώθηκε εκλογικά επειδή ο Τσίπρας ήταν χαρισματικός ηγέτης, αλλά επειδή υποσχέθηκε πως μια δημοκρατική και κοινωνική διέξοδος από την οικονομική κρίση είναι εφικτή. Στη συγκυρία του 2012-15 αν δεν υπήρχε ο Σύριζα θα έπρεπε να επινοηθεί. Ειδάλλως οι απελπισμένοι θα ακολουθούσαν τον δρόμο της βαρβαρότητας που εκπροσωπούσε η Χρυσή Αυγή – όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο με τον Χίτλερ.

Ο κυβερνητικός Σύριζα του 2015-19 αναμετρήθηκε με τις τίγρεις της Αγοράς σε ένα παγκόσμιο γήπεδο πολλαπλά ναρκοθετημένο. Και ηττήθηκε – ξέρουμε καλά πια πως δεν ήταν δυνατόν να νικήσει. Μπόρεσε όμως να περισώσει τα στοιχειώδη (μια κάποια προστασία του κόσμου της εργασίας και ένα ελάχιστο κοινωνικό δίχτυ για τους πιο αδύναμους), κατάφερε να αποσοβήσει τα χειρότερα (ενάντια στις προβλέψεις πολλών διεθνών παικτών δεν καταντήσαμε ένα ακόμη failed state), τόλμησε να λύσει ένα από τα πιο αγκυλωμένα εθνικά θέματα (με την διπλωματική ψιλοβελονιά που ονομάστηκε Συμφωνία των Πρεσπών) και διαχειρίστηκε με ευαισθησία το εκρηκτικό προσφυγικό (ο αυθόρμητος έπαινος του Πάπα αξίζει να μείνει στη συλλογική μας μνήμη). Με δεδομένο το δυσμενέστατο διεθνές πλαίσιο, δεν τα λες λίγα ούτε ασήμαντα.

Αντίθετα, ο αντιπολιτευτικός Σύριζα του 2019-23 ήταν σκέτη απογοήτευση. Δεν μπόρεσε να γειωθεί στους θεσμούς, μα ούτε να συνομιλήσει ξανά με τα κοινωνικά κινήματα – δεν δοκίμασε καν. Η δράση του περιορίστηκε στην επιφάνεια της πολιτικής, προσδοκώντας αφελώς να καταρρεύσει η Δεξιά υπό το βάρος των αντικοινωνικών και των κυνικά ιδιοτελών πολιτικών της (από τις εργασιακές απορρυθμίσεις έως τις υποκλοπές και τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος).

Η Δεξιά όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά καταφανώς στερεώθηκε. Διότι εξαγόρασε λίγους με πολλά και διέφθειρε πολλούς με λίγα· διότι διέλυσε κάθε κοινωνικό δεσμό αφήνοντας καθένα και καθεμιά έρμαιο στα ελεγχόμενα μίντια με μόνη διέξοδο την ατομική στρατηγική επιβίωσης – συχνότατα μια χαμερπή τακτική οριακής διαβίωσης. Και δεν χρειάστηκε κανέναν χαρισματικό ηγέτη προκειμένου να το πετύχει. Και δεν μπόρεσε στο ελάχιστο ο οικείος χαρισματικός ηγέτης να το αποτρέψει. Διότι κανείς χαρισματικός δεν μπορεί να υποκαθιστά επί μακρόν την απουσία συστηματικής και συνεκτικής πολιτικής.

Και όμως, όταν ο χαρισματικός Αλέξης Τσίπρας αποχώρησε εκών άκων από το κέντρο της σκηνής, η πλειονότης των μελών του Σύριζα, ενάντια στην ισχυρή παράδοση στοχασμού και χειραφέτησης του χώρου αυτού, σαν τα ορφανά που αρνούνται να ενηλικιωθούν, αναζήτησαν τον νέο Μεσσία. Και αν ο παλιός ήταν τουλάχιστον αυθεντικός, βγαλμένος μέσα από το καμίνι της Αριστεράς και των κινημάτων, ο νέος δεν είναι παρά ένα άδειο κέλυφος, ένα κύμβαλο αλαλάζον που φλερτάρει με τη γελοιότητα, ένα κενό σημαίνον όπου ο κάθε απελπισμένος ακουμπά τις ανεδαφικές προσδοκίες του. Και όσα δεν ελέγχουν οι σύμβουλοι επικοινωνίας που τον πλαισιώνουν, όσα δεν υποδύεται άτεχνα σαν πρωταγωνιστής σαπουνόπερας, όσα δηλαδή ξεστομίζει αυθόρμητα ο ίδιος, θυμίζουν επικίνδυνα την αμερικανική alt right: το φως απέναντι στο σκοτάδι, ο επιδεικτικός πατριωτισμός, η αδιαμεσολάβητη σχέση με το λαό, η χρήση της οικογένειας με τρόπο που εκβάλλει στο βασίλειο της Ανίτας Πάνια και άλλα συναφή. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, μα επαναλαμβάνεται καταφανώς ως φάρσα.

Αν ήμουν στέλεχος του Σύριζα υποθέτω θα σκεφτόμουν πραγματιστικά. Θα πάλευα ίσως για τον συσχετισμό εντός του κόμματος προκειμένου να σώσω ό,τι σώζεται. Μα είμαι απλώς ένας πολίτης που έως τώρα ένοιωθα πως η ιδιότητα (έστω συμβολική) του μέλους της οργανωμένης Ανανεωτικής Αριστεράς δεν απομείωνε, αλλ’ αντιθέτως ενίσχυε την προσωπική και πολιτική μου αξιοπρέπεια. Κάτι τέτοιο πλέον δεν ισχύει. Διά ταύτα, ύστερα από 41 έτη, είναι καιρός να φεύγουμε κι εμείς σιγά σιγά…»

*Χάρης Αθανασιάδης είναι Καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Share.

Comments are closed.