Στις αξιόπιστες εκπαιδευτικές πολιτικές, στις πολιτικές που έχουν μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο και μακρόπνοη προοπτική, πάντα υπάρχει μια μελέτη σκοπιμότητας, μια ανάλυση της καινοτομίας σε σχέση τόσο με την υπάρχουσα σχολική και κοινωνική πραγματικότητα όσο με τη γενικότερη στρατηγική για το εκπαιδευτικό σύστημα.
Αυτονόητα λοιπόν προκύπτουν σχετικά ερωτήματα. Για ποιο λόγο τίθεται ένα τέτοιο ζήτημα; Υπάρχει κάποια επιστημονική και παιδαγωγική έρευνα, που το θέτει ως σύγχρονο και αναγκαίο μέτρο; Υπάρχει ως αίτημα της κοινωνίας και των κοινωνικών κινημάτων; Τι προβλήματα θα λύσει και ποιους νέους ορίζοντες ανοίγει;
Η ΝΔ προβάλλει ως καινοτομία την πρόταση για την ελεύθερη επιλογή σχολείου από τον γονέα. Η διάσταση αυτή του προγράμματος της ΝΔ για την εκπαίδευση αποτυπώνει τη διάθεση της να μετασχηματίσει τη σχολική πραγματικότητα με όρους αγοράς. Αυτό θα συμβεί μέσω της κατηγοριοποίησης των σχολείων, ως αποτέλεσμα της ζήτησης και της προσφοράς που θα διαμορφωθεί.
Σε αυτές τις νέες συνθήκες, η επιλογή θα λειτουργεί ως κριτήριο πια της ύπαρξης και λειτουργίας των σχολείων. Στην πραγματικότητα θα αποδειχθεί ότι δεν θα είναι οι γονείς, αλλά τα σχολεία αυτά που θα επιλέγουν τελικά μαθητές, ώστε να προσελκύσουν χρηματοδοτικές ροές.
Η εκπαίδευση θα λειτουργεί συνεπώς κυριαρχικά με όρους αγοράς και θα χαρακτηρίζεται – εμφατικά πια – από την κυριαρχία των ανισοτήτων. Διαμορφώνεται ισχυρός κίνδυνος η ελεύθερη επιλογή σχολείου με τη ταυτόχρονη κατηγοριοποίηση των σχολείων να οδηγήσει σε αύξηση της έντασης και της έκτασης συνθηκών διαχωρισμού, με τους μαθητικούς πληθυσμούς με προέλευση τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα να βιώνουν την περιθωριοποίηση σε σχολεία διαβαθμισμένα ως χαμηλότερης αξιολογικής βαθμίδας.
Η πολιτική αυτή διαμορφώνει ένα περιβάλλον ανταγωνισμού ανάμεσα στις σχολικές μονάδες στο πεδίο της προσέλκυσης τόσο μαθητών όσο και κεφαλαίων. Η ελεύθερη επιλογή σχολείου αποτελεί το όχημα εκείνο το οποίο θα διαμορφώσει μια αγορά εκεί που υπήρχε η σφαίρα της δημόσιας εκπαίδευσης και θα λειτουργήσει ως ο μηχανισμός εκείνος, που θα ενσωματώσει τη νέα αυτή λειτουργία του αγοραίου ανταγωνισμού. Αυτό θα γίνει με όχημα τα κουπόνια της εκπαίδευσης, ένα ποσό δηλαδή που θα δίνεται ως κρατική επιδότηση για κάθε μαθητή το οποίο στην ουσία θα αποδίδεται στα σχολεία επιλογής.
Η υποκατάσταση της δημόσιας χρηματοδότησης των σχολείων από τα κουπόνια θα διαμορφώσει ελλείμματα στη λειτουργία των σχολείων, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να αναζητήσουν πόρους από διαφορετικές πηγές όπως δωρεές και χορηγίες. Η πολιτική συνεπώς της ελεύθερης επιλογής σχολείου συγκροτεί ουσιαστικά μια νέα πραγματικότητα στην πολιτική χρηματοδότησης.
Με όχημα το κουπόνι ο κάθε γονέας θα επιλέγει το σχολείο που ο ίδιος, με τα δικά του κριτήρια (ποια θα είναι αυτά;) θα προκρίνει ως «καλό». Οδηγούμαστε από μια δημόσια πολιτική χρηματοδότησης των σχολείων με πρόσημο και στόχευση τη διαμόρφωση ισότιμων και δίκαιων συνθηκών σε ένα νέο περιβάλλον εκπαιδευτικής πραγματικότητας, η οποία θα αντιμετωπίζεται ως μια αγορά με χρηματιστηριακή λογική.
Σε δεύτερο επίπεδο, γίνεται φανερή η διάθεση – σε επίπεδο θεώρησης της ΝΔ – απαγκίστρωσης της κεντρικής κυβέρνησης από την ευθύνη και την αρμοδιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς η ίδια η Πολιτεία μεταβιβάζει στους γονείς ένα δικαίωμα που επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού πεδίου. Ουσιαστικά προλειαίνει την εγκατάλειψη της ευθύνης άσκησης δημόσιων πολιτικών για την εκπαίδευση ως αρμοδιότητα της κεντρικής κυβέρνησης και διαμορφώνει την χάραξη ενός οδικού χάρτη αποχαρακτηρισμού της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού.
Αποτελεί κρίσιμο σημείο της κριτικής, που πρέπει να ασκηθεί στο πρόγραμμα της ΝΔ και πρέπει να αναδειχθεί η ένταση του μετασχηματισμού που θα σημαίνει για τη δημόσια εκπαίδευση η εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν έχει μεταρρυθμιστική πρόταση για την εκπαίδευση. Δεν έχει πολιτική για την αποστολή και για το περιεχόμενο του εκπαίδευσης, για την πολιτισμική, την κοινωνική και την παιδαγωγική διάσταση του σχολείου. Γι’ αυτό επιδίδεται σε κινήσεις τακτικής, σε «διαδικασίες» για να υπηρετήσει την επικοινωνιακή της αγωνία ότι παράγει εκπαιδευτικό έργο.
Αλλά ας αναρωτηθούμε. Τι από όλα όσα εφάρμοσε η προηγούμενη ηγεσία – της ίδιας κυβερνητικής πολιτικής – έχει διαμορφώσει μια πορεία της εκπαίδευσης για ένα δημιουργικό μέλλον;
Η ευθύνη μας είναι να αναδείξουμε τις προγραμματικές μας διαφορές με τη ΝΔ και να καταθέσουμε τη δική μας προγραμματική πρόταση με άξονα τη συνολική ανάγκη ανάδειξης του σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα των προτάσεων μας. Και θα το πράξουμε με πολύ συγκροτημένο τρόπο.
* O Γιώργος Γεωργακόπουλος είναι μέλος του Τομέα Παιδείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Κινήματος Αλλαγής
Δείτε τα 13 προηγούμενα άρθρα του Γιώργου Γεωργακόπουλου
** Ο Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) και νυν Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής
Πατήστε εδώ και δείτε τα 269 προηγούμενα άρθρα του Νίκου Τσούλια
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…
Η Χαμάς και δύο ακόμη παλαιστινιακές οργανώσεις (ο Ισλαμικός Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση…