Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός Θανάσης Τσούρας.
Είχε γεννηθεί το 1946 στην Αθήνα, γιατρός στο επάγγελμα, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-74) υπήρξε υπεύθυνος της νεολαίας του ΠΑΚ Εσωτερικού και μέλος των Δημοκρατικών Επιτροπών Αντίστασης. Για μεγάλο διάστημα δρούσε στην παρανομία και είχε πλούσια αντιστασιακή δράση, σε συνεργασία με την ομάδα του Σήφη Βαλυράκη.
Πρωταγωνίστησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και μετά τη βίαιη καταστολή της συνελήφθη και βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Το 1974 ήταν ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ και ο πρώτος υπεύθυνος για τη νεολαία του Κινήματος (1974-75) Το διάστημα 79-81 διετέλεσε διευθυντής του Γραφείου του δημάρχου Αθηναίων Δημήτρη Μπέη.
Τον Οκτώβριο του 1981 με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου τον διόρισε γενικό γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών σε ηλικία 35 ετών, όπου είχε στενή συνεργασία με τον υπουργό Εσωτερικών Γιώργο Γεννηματά. Συμμετείχε στην εκπόνηση και εφαρμογή των νόμων για την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τον Ιούνιο του 1985.
Στη δεύτερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών με αρμοδιότητα τη Δημόσια Τάξη και τα Σώματα Ασφαλείας από τον Ιούνιο του 1985 μέχρι τον Απρίλιο του 1986, μετά τη συγχώνευση των υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης υπό τον Μένιο Κουτσόγιωργα.
Από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Φεβρουάριο του 1987 ήταν υφυπουργός Εσωτερικών, ενώ από τον Φεβρουάριο του 1987 έως τον Μάιο του 1989 ήταν ειδικός σύμβουλος στο Πολιτικό Γραφείο του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.
Τον Ιούνιο του 1989 έθεσε για πρώτη φορά υποψηφιότητα και εκλέχθηκε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην Α΄ Αθηνών, ενώ εκλεγόταν συνεχώς μέχρι και το 2012.
Με την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1993, χρημάτισε υφυπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών (Οκτώβριος 1993 – Σεπτέμβριος 1994) και υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών (Σεπτέμβριος 1994 – Σεπτέμβριος 1995).
Δεν χρησιμοποιήθηκε σε υπουργικές θέσεις από τις κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου, του οποίου υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης.
Δήλωση Νίκου Ανδρουλάκη, προέδρου ΠΑΣΟΚ-κινήματος αλλαγής για τον θάνατο του Θανάση Tσούρα
Στη δήλωση αποχώρησης του από την ενεργό πολιτική, σημείωσε την ανάγκη για ένα νέο Συμβόλαιο πατριωτισμού, δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης με τον Λαό.
Τα λόγια του θα εμπνέουν πάντα την πορεία μας.
Τον αποχαιρετώ με θλίψη και εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του.»
Ο Θανάσης Τσούρας, όπως τον περιγράφει αποχαιρετώντας τον ο Άγγελος Μόσχοβας
Οι αποχαιρετισμοί είναι ψυχροί σαν τον θάνατο. Πόσω μάλλον όταν γράφεις για τον θάνατο τον ίδιο, για έναν φίλο που πέθανε. Ο Θανάσης Τσούρας, που έφυγε σήμερα το απόγευμα από τη ζωή, μου είχε κάνει την τιμή να με θεωρεί φίλο του
Γνωριστήκαμε, μέσω ενός κοινού φίλου, κάπου το 1998-99. Αρχοντικός, πανύψηλος, ευγενής, κλειστός χαρακτήρας κατά βάση, με μια αδιόρατη θλίψη, αλλά με ενεργητικότητα νέου. Όπως τότε που πιτσιρικάς εκείνος, γοητεύτηκε από τους Λαμπράκηδες, από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Γρήγορα άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι ο Θανάσης είναι μια ιστορία από μόνος του. Μια ιστορία ωστόσο, που δεν του άρεσε να μοιράζεται. Από εσωστρέφεια, από φυσική συστολή. Κλεινόμασταν με τις ώρες στο γραφείο του, ένα αρχοντικό στην Μαυρομματαίων με περίφημη αρχιτεκτονική, ψηλά ταβάνια και ξύλινα πατώματα. Με άφηνε να καπνίζω – άναβε κι εκείνος στα κλεφτά ένα – και ρουφούσα τις ιστορίες που του έβγαζα με το τσιγκέλι. «Έλα να γράψουμε ένα βιβλίο» τον πίεζα. «Όταν έρθει η ώρα θα το κάνουμε», μου απαντούσε αόριστα και άλλαζε θέμα. Είχε στο γραφείο του κειμήλια της πολιτικής. Από φωτογραφίες μέχρι ντοκουμέντα. Η ζεστασιά στην ομιλία του, τα χέρια του, οι κινήσεις του, μου θύμιζαν τον πατέρα μου. Δεθήκαμε.
Τον κατάφερα να λυθεί σιγά σιγά και να μου λέει – κάποια – από όσα διψούσα να μάθω. Τον θυμάμαι να βαδίζει στο γραφείο και να μου διηγείται τι πέρασε στη Χούντα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. «Εκεί που πάτε σήμερα εσείς και πίνετε ποτά, στο Πάρκο Ελευθερίας» μου έλεγε γελώντας. «Το χειρότερο βασανιστήριο δεν ήταν το ξύλο, η φάλαγγα» (από όπου κληρονόμησε και ένα πρόβλημα με τα πόδια του). «’Ήταν η ορθοστασία και η αϋπνία». Τον έβαζαν να στέκεται όρθιος και άυπνος επί δύο-τρεις ημέρες. Όταν λύγιζε, αναλάμβαναν οι βασανιστές να τον συνεφέρουν με τα ματσούκια. Επί δικτατορίας, είχε γνωρίσει ήδη τον Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν μέλος του ΠΑΚ Εσωτερικού. Την αποτελούσαν όσοι έμειναν στη χώρα και δεν έκαναν μακρόθεν αντίσταση. Εκεί δέθηκε με φιλία ζωής και με τον Σήφη Βαλυράκη.
Είχε ιδρύσει την ΠΑΝΑΡΜΟΝΙΑ, έναν σύλλογο φίλων μουσικής, προπέτασμα για τους χουντικούς. Έπαιζαν κλασική μουσική και… το πλήρωσε ακριβά. Ένας από τους ασφαλίτες της Χούντας τον είχε «χρεωθεί» και τον παρακολουθούσε νυχθημερόν. Αναγκαστικά, έπρεπε να παρακολουθεί επί ώρες συναυλίες και μουσικές εκδηλώσεις οι οποίες πρέπει να του ήταν βασανιστικές. Έτσι, όταν έπιασαν τον Τσούρα και τον οδήγησαν στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ, ο άνθρωπος έβγαλε το άχτι του. «Αυτά για όσα τράβηξα παρακολουθώντας τις αηδίες επί τόσους μήνες» του έλεγε. Μου τα διηγούνταν γελώντας, χωρίς θυμό, χωρίς πίκρα, σαν να περιέγραφε τις περιπέτειες κάποιου άλλου. Έναν από τους βασανιστές του, ο Τσούρας τον συνάντησε χρόνια μετά, όταν ήταν υπουργός. «Κύριε Τσούρα με θυμάστε; Είμαι ο… τάδε. Σας ζητώ συγγνώμη, αλλά εντολές εκτελούσαμε κι εμείς…» τόλμησε να του πει. Ο Θανάσης τον είχε συγχωρήσει προ πολλού.
Όταν έπεσε η Χούντα, τον Ιούλιο του ’74 και πριν έρθει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, τα πράγματα ήταν ακόμη ρευστά. Κανείς δεν ήξερε τι θα γίνει, αν θα εδραιωθεί η Δημοκρατία ή θα επανέλθει ο στρατός. Ο αποφυλακισμένος Τσούρας δεν καταλάβαινε τίποτα. Πήρε ένα αμάξι και ένα πιστόλι και έφτασε στην πύλη του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Οι φρουροί πανικόβλητοι, τον γνώρισαν και ψελλίζοντας τον ρώτησαν τι θέλει. Του είχαν κρατήσει κάποιο έγγραφο. Αποκοτιά αδιανόητη. Αλλά κέρδισε. Τον άφησαν, μπήκε, το πήρε και έφυγε κύριος.
Μετά ήρθε ο Ανδρέας Παπανδρέου από το εξωτερικό. Ήταν δίπλα του διαρκώς. Ξενύχτια, άλλαζαν σπίτια και ξενοδοχεία κάθε βράδυ, υπό τον φόβο νέας δικτατορίας ή απόπειρας δολοφονίας του. Την 3η Σεπτέμβρη όχι μόνο ήταν εκεί, αλλά είχε γράψει κάποια από τα κομμάτια της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ. Έγινε μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας τον έχρισε υπεύθυνο Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ – ήταν μόλις 28 ετών. Στην πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, το 1981, έγινε γενικός γραμματέας του υπ. Εσωτερικών, το 1985 έγινε πανίσχυρος αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών με αρμοδιότητα τα Σώματα Ασφαλείας, με υπουργό τον Μένιο Κουτσόγιωργα με τον οποίο συγκρούστηκε. Πριν προλάβει το ΠΑΣΟΚ να καταστρέψει του φακέλους της Χούντας, ο Τσούρας είχε προλάβει να δει τον δικό του.
Στην πορεία, συνδέθηκε πολύ στενά με τον Γιώργο Γεννηματά, και συναποτελούσαν τη λεγόμενη ομάδα των γεννηματικών μαζί με τον Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Γείτονα, τον Χρήστο Πολυζωγόπουλο και τον Λάμπρο Κανελλόπουλο κ.α. Μάλιστα ο Τσούρας δούλεψε πολύ στενά με τον Γεννηματά για το ΕΣΥ ενώ συνδιαμόρφωσαν τον νόμο για την λήξη του Εμφυλίου και την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Το 1989 κατέβηκε βουλευτής στην Α’ Αθηνών όπου εκλεγόταν αδιαλείπτως μέχρι το 2012 που αποσύρθηκε με μια δήλωση-μνημείο αξιοπρέπειας.
Έγινε σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου όταν εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Ξανά ατελείωτα ξενύχτια και συσκέψεις στο κτίριο της Αγροτικής στο Καστρί και στη Χ. Τρικούπη.
Μετά ήταν δίπλα στην κόρη του φίλου του, την Φώφη Γεννηματά η οποία τον είχε σαν δεύτερο πατέρα της. Όνειρό του ήταν να φτιάξει το δίκτυο στελεχών νέας γενιάς. Αγαπούσε πολύ τους νέους, τους πίστευε. Το έφτασε μέχρι ένα σημείο, δεν το ολοκλήρωσε ποτέ.
Η Φώφη Γεννηματά τον έθεσε επικεφαλής της επιτροπής που προετοίμαζε το αρχειακό υλικό για την εκδήλωση του 2019 για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Ανδρέα Παπανδρέου και τα 45 χρόνια από την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ.
Φανατικός Γκυζιώτης, αγαπούσε τη γειτονιά του από όπου δεν έφυγε παρά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Λάτρευε την ταχύτητα, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ με τα πολυτελή βουλευτικά αυτοκίνητα. «Καλά γιατί δεν παίρνεις ένα από δαύτα;» τον είχα ρωτήσει. «Και να κυκλοφορώ στου Γκύζη με Μερσεντές; Ποιος είμαι» μου έλεγε. Γι’ αυτό έδινε πάντα εντολή στη Βουλή να βρουν το πιο ταπεινό αυτοκίνητο.
Και υπερήφανος Βοιωτός. Όταν είχαμε πάει οικογενειακώς στον τόπο καταγωγής του, το Κυριάκι, πριν μερικά χρόνια, τον είχα πάρει τηλέφωνο. Συγκινήθηκε, μου είπε πού είναι το πατρικό του. Στην ταβέρνα που κάτσαμε έσταζαν μέλι για τον «Θανάση τους».
Τελευταία φορά είχαμε πιει καφέ στο Χίλτον, πριν 2 χρόνια περίπου. Στο τηλέφωνο μιλούσαμε στις γιορτές μας, αλλά πάντα απέφευγε το ραντεβού. «Σε τρεις εβδομάδες θα με πάρεις, θέλω να τα πούμε, να ζυμωθούμε» μου έλεγε. Αλλά δεν γινόταν ποτέ. Τελευταία παραπονιόταν για πνευμονία, λόγω κορωνοϊού. Δεν έλεγε ότι έπασχε από καρκίνο. Δεν ήθελε να στεναχωρήσει τους αγαπημένους του ανθρώπους. Περήφανος, όπως πορεύτηκε στη ζωή του, πάλεψε γενναία με τη μοίρα του. Και έχασε.
Αλλά θα μένει πάντα η εικόνα του στο μυαλό μου: «Αγγελάκο, έχεις το όνομα του πατέρα μου…». Στο μυαλό μου είναι η Βίλμα, η καταπληκτική γυναίκα του και τα παιδιά του, για τα οποία ήταν τόσο περήφανος, ο Άγγελος και ο Γιάννης. Καλό ταξίδι, φίλε μου.
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…
Η Χαμάς και δύο ακόμη παλαιστινιακές οργανώσεις (ο Ισλαμικός Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση…