Η κυβέρνηση, στην μόνη πολιτική που είχε πάνω από 50% θετικές γνώμες, σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, ήταν η εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας.
Το δεδομένο αυτό, ανεξάρτητα εάν αντανακλά την πραγματικότητα, ήταν ένα από τα δύο ισχυρά χαρτιά της κυβέρνησης.
Η ένταση μεταξύ των δύο χωρών, επιλογή πρωτίστως της Άγκυρας, ενίσχυε εκλογικά τον Ερντογάν, βοηθούσε και τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Η ένταση φοβίζει μεγάλο μέρος του κόσμου, ο φόβος τον στρέφει προς την κρατούσα κυβέρνηση, και μειώνει την διάθεση κάθε αλλαγής, το είδαμε και στην περίοδο της πανδημίας.
Όλοι θυμόμαστε, το βασικό επιχείρημα του κ. Μητσοτάκη στην ΔΕΘ, τον Σεπτέμβριο, για την ακύρωση της διαφαινόμενης επιλογής του από τον Μάιο, να πάει την χώρα σε πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο: «Δεν θέλω να αφήσω την χώρα με υπηρεσιακή και άπειρη κυβέρνηση, απέναντι στον επιθετικό Ερντογάν».
Φυσικά, ο πραγματικός λόγος ήταν οι δημοσκοπήσεις στα τέλη Αυγούστου, που έδειχναν έλλειψη δυναμικής αυτοδυναμίας της ΝΔ στις δεύτερες εκλογές με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και το τέλος της δικής του πρωθυπουργίας.
Τελικά έφερε τις εκλογές τις ίδιες ημέρες με τις τουρκικές, τότε που ο Ερντογάν θα «παίζει το κεφάλι» του και η ένταση με την χώρα μας θα χτυπούσε κόκκινο.
Οι φονικός και καταστροφικός σεισμός, σε συνδυασμό με την άμεση και έμπρακτη αλληλεγγύη της χώρας μας, εξουδετέρωσε κάθε σκέψη του Ερντογάν, για αύξηση της έντασης στο Αιγαίο.
Η ανείπωτη τραγωδία των Τεμπών, προκάλεσε θυμό και αγανάκτηση, που ήδη καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις και στις αυθόρμητες διαμαρτυρίες των πολιτών και κυρίως των νέων.
Οι εξόφθαλμες ευθύνες της κυβέρνησης, πέραν των χρόνιων παθογενειών των ελληνικών σιδηροδρόμων, ακύρωσαν και το δεύτερο αφήγημα της κυβέρνησης, αυτό των «Αρίστων και αποτελεσματικών πολιτικών», που έφτιαξαν την Ελλάδα σε 3,5 χρόνια: «Πρότυπο χώρας στην ΕΕ», όπως είπε ο Πρωθυπουργός, στην τελευταία του ομιλία στο Τόκιο.
Ο σεισμός στην Τουρκία και η τραγωδία των Τεμπών, δυο απρόβλεπτα φονικά και καταστροφικά γεγονότα, ακύρωσαν τα δύο βασικά προεκλογικά αφηγήματα της κυβέρνησης: Τον Πρωθυπουργό που φοβάται ο Ερντογάν, και της καλύτερης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης.
Ακόμη χειρότερα για την κυβέρνηση, τώρα δεν υπάρχουν εισαγόμενες κρίσεις, όπως η πανδημία και η ακρίβεια, για να κρύβει τις δικές της ανεπάρκειες, το πρόβλημα είναι αποκλειστικά εσωτερικό και οι δικές της ευθύνες μεγάλες.
Γεγονός, που θα κάνει, ακόμη πιο πολλούς, να καταλάβουν ότι, τόσο τα χειρότερα υγειονομικά αποτελέσματα της πανδημίας, από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, όσο και η διπλή κερδοσκοπία, των “άτυπων καρτέλ” και της κυβέρνησης, εις βάρος της οικονομίας και της πλειοψηφίας των καταναλωτών, οφείλονται και στις αβελτηρίες της κυβέρνησης.
Φυσικά, η κυβέρνηση θα επανασχεδιάσει τα αφηγήματά της, ήδη μιλάει ότι: Η επόμενη τετραετία θα είναι των αυξήσεων των μεσαίων και των χαμηλότερων εισοδημάτων και της καταπολέμησης των κρυφών, αυτών που δεν είδε και δεν κατάλαβε, παθογενειών του κράτους.
Βασικός στόχος, να μην τρωθεί το προφίλ του Πρωθυπουργού, να παραμείνει “Άριστος”, και ας καούν οι υπουργοί του, ακόμη και ένας Καραμανλής.
Ο κινέζικος μύθος με τα τρία πιθηκάκια: «Δεν άκουσα, δεν είδα, δεν ξέρω», που υιοθετήθηκε για τις παρακολουθήσεις, προβάλλεται και για την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες.
Εκείνο όμως, που δεν αλλάζει ο Πρωθυπουργός είναι ο εκλογικός του στόχος. Η ακύρωση την ανεκβίαστης ψήφου του ελληνικού λαού, με το σύστημα της απλής αναλογικής, με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, για να διεκδικήσει, εκβιάζοντας τους ψηφοφόρους και κυρίως εκείνους του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, στις επόμενες εκλογές, που θα διεξαχθούν σε ένα περίπου μήνα μετά, με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, που ψήφισε μόλις ανέλαβε την εξουσία.
Τον ίδιο εκβιαστικό εκλογικό στόχο έχει και ο Σύριζα-Προοδευτική Συμμαχία, απέναντι στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, αφού η θέση που διατύπωσε ο κ. Τσίπρας στην ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο, ότι: «Δεν θα σχηματίσει κυβέρνηση ηττημένων», εάν το κόμμα του είναι δεύτερο, δηλαδή ούτε καν, ως υπόθεση εργασίας δεν έθεσε την περίπτωση να σχηματιστεί κυβέρνηση, μεταξύ του Σύριζα-Προοδευτική Συμμαχία και του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, αν τα δύο κόμματα έχουν την δεδηλωμένη στην βουλή, ακόμη και εάν το κόμμα του είναι δεύτερο.
Φυσικά, για να βγει πρώτο κόμμα ο Σύριζα-Προοδευτική Συμμαχία, πρέπει να αποσπάσει και άλλους ψήφους από το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής.
Αλήθεια, είναι υπεύθυνη μια ηγεσία, όταν ο λαός της δίνει την πρώτη ή την δεύτερη θέση και αρνείται να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση με τα άλλα κόμματα ή τουλάχιστον με ένα, αν διαθέτουν την δεδηλωμένη;
Και θα είναι ανεύθυνο το τρίτο κόμμα, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αν δεν δεχθεί να συμμετέχει σε κυβέρνηση, που δεν θα συμφωνεί με το πρόγραμμά της;
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, όπως δήλωσε ο πρόεδρός του Νίκος Ανδρουλάκης, πρόσφατα στην Θεσσαλονίκη: «Θα είναι μέλος της κυβερνητικής λύσης το βράδυ των εκλογών, αρκεί το πρόγραμμα της κυβέρνησης να απαντά δεσμευτικά στις μεγάλες ανάγκες της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας». Αρκεί δηλαδή, να είναι σε αντίθετη κατεύθυνση, από την ασκούμενη μέχρι σήμερα πολιτική.
* Ο Γιάννης Μαγκριώτης είναι πρώην υφυπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της Κίνησης «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ» και υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής στην Α’ Θεσσαλονίκης
Πατήστε και δείτε και τα 284 προηγούμενα άρθρα του Γιάννη Μαγκριώτη