Δεδομένης της επικείμενη έναρξη εργασιών ανάπλασης του κτήματος και της βίλας Ιόλα, στην Αγία Παρασκευή, ας δούμε μερικά στοιχεια από τη μυθιστορηματική ζωή του αείμνηστου, μεγάλου γκαλερίστα και συλλέκτη Αλέξανδρου Ιόλα που δεν είχε ανάγκη χρημάτων, αλλά είχε ανάγκη συγκινήσεων».
Μόνο μια χούφτα ανθρώπων είναι αυτοί που η ζωή τους είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης όσο ο Αλέξανδρος Ιόλας. Και όμως, μετά το θάνατό του το 1987, το όνομα του μεγάλου συλλέκτη έργων τέχνης – στον οποίο αποδόθηκε η ανακάλυψη του Άντι Γουόρχολ, μεταξύ άλλων επιτευγμάτων, και ο οποίος είχε σημαντικές γκαλερί στη Νέα Υόρκη και την Ευρώπη – έπεσε στη λήθη.
Αλλά τώρα, 36 χρόνια μετά, η επανεκτίμηση φαίνεται να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με εκθέσεις που εξερευνούν τη ζωή και τη συλλογή του, την ανακοίνωση της ίδρυσης ενός μουσείου στο όνομά του στην Αθήνα και την έκδοση της πρώτης βιογραφίας του στα αγγλικά, «Iolas the Great» του φίλου και δημοσιογράφου Νίκου Σταθούλη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου του 2021.
Ο Ιόλας.γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1908 σε μια πλούσια ελληνική οικογένεια, το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Κουτσούδης– έζησε μια ζωή που μοιάζει με μυθιστόρημα.
Όταν ήταν 17 ετών, το έσκασε από το σπίτι του, αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Βερολίνο για να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει χορευτής μπαλέτου, πριν μετακομίσει στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη το 1935.
Στην πορεία, έγινε φίλος με καλλιτέχνες όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Μαξ Ερνστ. Στην Αμερική, γνώρισε την Θεοντόρα Ρούσβελτ, εγγονή του 26ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, «Τέντυ» Ρούζβελτ, η οποία ήταν επίσης χορεύτρια. Μαζί περιόδευσαν στη Νότια Αμερική. Θα παντρεύονταν, αλλά η οικογένειά της δεν ενέκρινε τον νεαρό Έλληνα χορευτή.
Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα πρώιμο κεφάλαιο σε αυτό που έμελλε να γίνει μια ακόμη πιο περιπετειώδης ζωή. Ο Ιόλας εγκατέλειψε τον χορό και έγινε διευθυντής της γκαλερί Hugo στην 55η οδό της Νέας Υόρκης.
Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, είδε για πρώτη φορά έναν λεπτό άνδρα να περνάει από τη γκαλερί του με μια μικρή τσάντα και έναν χαρτοφύλακα. Μια μέρα, αποφάσισε να τον ρωτήσει πού πήγαινε και τι κουβαλούσε. «Αυτό είναι το γεύμα μου» είπε ο άνδρας που αποδείχθηκε ότι ήταν ο Άντι Γουόρχολ «και αυτά είναι τα σχέδια παπουτσιών μου, δουλεύω σε εκείνο το εργοστάσιο εκεί κάτω».
Ο Ιόλας έριξε μια ματιά στα σχέδια και του είπε ότι ήταν η τελευταία του μέρα που σχεδίαζε παπούτσια. Η συζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την έκθεση του Γουόρχολ το 1952 με σχέδια εμπνευσμένα από τα γραπτά του Τρούμαν Καπότε.
Το 1955, ο Ιόλας άνοιξε την γκαλερί Jackson-Iolas (με τον πρώην χορευτή Μπρουκς Τζάκσον), ενώ σύντομα άνοιξε κι άλλες γκαλερί στο Παρίσι, το Μιλάνο, τη Ρώμη, τη Γενεύη, τη Μαδρίτη και την Αθήνα που αυτή ήταν το τέλος του ταξιδιού του.
Από το 1951 έως το 1972 σημείο αναφοράς του ήταν η μοντερνιστική βίλα του στο τότε -σχεδόν έρημο προάστιο- της Αγίας Παρασκευής στα περίχωρα της πόλης, την οποία γέμισε με έργα τέχνης και αρχαιότητες.
Η ιδέα να κληροδοτήσει τη συλλογή του στο κράτος και το σπίτι του ως μουσείο πήρε σάρκα και οστά μετά την πτώση της Χούντας, το 1974, όταν ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής του είπε σε ένα δείπνο: «Εσύ είσαι πλούσιος και η χώρα μου είναι φτωχή και θέλω να κάνεις κάτι γι’ αυτό».
Ο Ιόλας απάντησε με σαφήνεια: «Θα χτίσω στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μουσείο σύγχρονης τέχνης στον κόσμο».
Κάποιες ελληνικές εφημερίδες στράφηκαν εναντίον του Ιόλα, ο οποίος ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος, και τον κυνήγησαν μέχρι τον τάφο του.
«Γιατί η τραγωδία γεννήθηκε εδώ και όχι κάπου αλλού;» αναρωτιέται ο βιογράφος του Νίκος Σταθούλης. «Αλλά ο Ιόλας αισθανόταν τόσο Έλληνας που ήθελε να επιστρέψει, ακόμα κι αν αυτό ήταν το τέλος του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς.»
Ο Νίκος Σταθούλης αφηγείται μια ιστορία που καταδεικνύει τα συναισθήματα του γκαλερίστα για την πατρίδα του.
«Ένα πρωί, το 1985, ο Ιόλας τηλεφώνησε στον Άντι Γουόρχολ και του ζήτησε να δημιουργήσει μια ομάδα έργων εμπνευσμένων από τον Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο (1495-97) για το Palazzo Stelline στο Μιλάνο. Ο Γουόρχολ ενθουσιάστηκε και απάντησε: “Δεν το πιστεύω ότι μου το ζητάς αυτό, έχω μια μικρή εικόνα του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι πάνω από το κρεβάτι μου”. “Υπέροχα”, απάντησε ο Ιόλας, “οπότε συνέχισε. Αλλά αφήστε τη θέση του Ιούδα άδεια. Θα ήθελα να βάλω τους Έλληνες εκεί”».
Το 1986, ο Μυστικός Δείπνος του Γουόρχολ άνοιξε στο Μιλάνο. Θα αποδεικνυόταν το κύκνειο άσμα τόσο για τον Ιόλα όσο και για τον καλλιτέχνη που είχε υπερασπιστεί. Ένας εισαγγελέας απήγγειλε κατηγορίες για εμπορία αρχαιοτήτων εναντίον του Ιόλα. Οι κατηγορίες τελικά αποσύρθηκαν όταν ο γκαλερίστας παρουσίασε στοιχεία ότι, αν μη τι άλλο, επέστρεφε αρχαιότητες στην Ελλάδα. Η σχέση με την οικογένειά του, και ιδιαίτερα με την αδελφή του, επιδεινώθηκε και τον επιβάρυνε πολύ, πολλοί φίλοι του τον εγκατέλειψαν και ο ίδιος προσβλήθηκε από τον ιό HIV.
Η Γαλλία, πάντως, τον τίμησε με τη Λεγεώνα της Τιμής, την ανώτατη διάκριση της χώρας, και τον κάλεσε ο Φρανσουά Μιτεράν να ξεναγήσει τη συλλογή του Ντομινίκ ντε Μενίλ σε μια έκθεση στο Παρίσι εκείνη την εποχή.
«Ενδεικτικό της εμμονής του Ιόλα με τον Άντι ήταν το γεγονός ότι στο σπίτι των θαυμάτων του Ιόλα αρκετά δωμάτια ήταν αφιερωμένα σε ξεχωριστές ιστορικές περιόδους , όπως το δωμάτιο της Γοτθικής περιόδου, ή σε συγκεκριμένους καλλιτέχνες όπως ο Μάττα ή ο Μαξ Ερνστ. Ακόμα κι έτσι όμως, το δωμάτιο Γουόρχολ ξεχώριζε, γιατί ανάμεσα σε τεράστιες πινακίδες δολαρίων, κουτιά σούπας και φυσικά το πορτρέτο του Ιόλα σε τέσσερα φόντα ήταν το μόνο δωμάτιο που φιλοξενούσε έναν πίνακα στο ταβάνι. Επρόκειτο για μια από τις πιο αφηρημένες έννοιές του, που ανήκε στους λεγόμενους πίνακες με τη σκόνη διαμαντιού, η οποία κυριολεκτικά δέσποζε στο ταβάνι. Ο καλλιτέχνης λέγεται ότι έκανε δημοφιλή αυτή την τεχνική, έχοντας αλέσει διαμάντια χαμηλής ποιότητας σε σκόνη για να σχηματίσει μια πάστα που όταν εφαρμοζόταν στον καμβά θα παρήγαγε εκπληκτικά αστραφτερά εφέ. Δείχνοντας περήφανα σε αυτό το «plafond», ο Ιόλας έλεγε πάντοτε “Εδώ ανήκει πραγματικά η δουλειά του Άντι, στον ουρανό!”» γράφει μεταξύ άλλων ο Νίκος Σταθούλης θέλοντας να δείξει την έντονη σχέση των δύο ανδρών της σύγχρονης τέχνης.
Μέχρι το 1986, ο Ιόλας είχε κλείσει τις γκαλερί του, μετά την υπόσχεση που είχε δώσει στον φίλο του Μαξ Ερνστ, λίγο πριν πεθάνει. Μέσα σε ένα χρόνο, ο Ιόλας θα ήταν νεκρός και η κληρονομιά του, το σπίτι στα προάστια της Αθήνας, θα λεηλατούνταν και πολλά από τα πολύτιμα περιεχόμενά του θα χάνονταν για πάντα. Τα σχέδια για το οραματικό μουσείο δεν έγιναν ποτέ πράξη από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε αρνηθεί να δεχτεί τη δωρεά της συλλογής του «επειδή η υπουργός Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, φοβόταν το στίγμα» λέει χωρίς δισταγμό ο Νίκος Σταθούλης.
Το σπίτι του Ιόλα είναι τώρα εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο. Θραύσματα λευκού μαρμάρου βρίσκονται στο ακατάστατο γρασίδι έξω από το σπίτι. Ο καλλιτέχνης William E. Jones, ο οποίος είχε από καιρό γοητευτεί από τον Ιόλα, έκανε μια έκθεση, το 2017, στην γκαλερί David Kordansky στο Λος Άντζελες, η οποία περιλάμβανε φωτογραφίες και μια νέα 30λεπτη ταινία Fall into Ruin (2017), που διερευνούσαν τη ζωή και την κληρονομιά του Αλέξανδρου Ιόλα.
Το 2018 την αποκατάσταση της βίλας Ιόλα με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ ενέκρινε το ΚΣΝΜ.
Το κτήριο έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με υπουργική απόφαση του 1998. Το διώροφο κτήριο περιβάλλεται από κτήμα έκτασης 6,7 στρεμμάτων και οικοδομήθηκε σε τρεις φάσεις, με την πρώτη στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και την κατασκευή του ορόφου να τοποθετείται χρονικά το 1971-1972. Η βίλα, που εκτός από τον ίδιο το συλλέκτη φιλοξένησε και περίπου 10.000 έργα τέχνης σπουδαίων ζωγράφων και γλυπτών, αποτέλεσε μήλον της έριδος για περισσότερα από 20 χρόνια, από το 1987, οπότε πέθανε ο Αλέξανδρος Ιόλας.
Η πολύχρονη εγκατάλειψή της, οι φθορές από το πέρασμα του χρόνου, οι βανδαλισμοί και οι κλοπές έχουν ως αποτέλεσμα το κτίσμα να διατηρείται σε πολύ κακή κατάσταση.
Αμέσως μετά το θάνατό του η οικογένειά του και άλλοι αποδεκάτισαν την τεράστια συλλογή του. «Έγιναν διαρρήξεις. Λήστευαν το μέρος για χρόνια και είχε ακόμα πράγματα μέσα» έλεγε ο Νίκος Σταθούλης. «Αν και σχεδόν 7.500 έργα τέχνης διεκδικήθηκαν από τους κληρονόμους του, εξακολουθούν να αγνοούνται περίπου 2.500. ‘Η αξία τους είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί. Φανταστείτε, βρήκαν άλλους 200 πίνακες σε ένα υπόγειο, και ένας από αυτούς ήταν ένας Φοντάνα – τον περιέγραψαν ως “κατεστραμμένο καμβά αγνώστου καλλιτέχνη”. Δεν είχαν ιδέα τι έκαναν».
Με πληροφορίες από το https://www.in.gr