Από την ώρα που ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ έφυγε χθες πολλά γράφονται και πολλά ακούγονται. Ποιοι υα παραστούν στην κηδεία του; Θα γίνει δημοσία δαπάνη ή όχι; Θα υπάρξει λαϊκό προσκύνημα; Και τόσα άλλα.
Εμείς θα γυρίσουμε στον Φεβρουάριο 1964, ένα χρόνο πριν από τα Ιουλιανά του 1965, τότε που Ένωση Κέντρου κέρδισε τις εκλογές με το τεράστιο ποσοστό του 53% καταλαμβάνοντας 171 έδρες στην ελληνική Βουλή. Και όπως ήταν φυσικό ο Γεώργιος Παπανδρέου – ο γέρος της Δημοκρατίας – σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Παπανδρέου να συγκρουστεί με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ. Να τονιστεί ότι ενώ η οικονομία της χώρας είχε αρχίσει να βρίσκει το δρόμο της και η ανεργία επίσης να υποχωρεί, τότε ήταν που εκδηλώθηκε διαφωνία μεταξύ Παπανδρέου και βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία διαφωνία έμελλε να αλλάξει ριζικά την πορεία της νεοελληνικής ιστορίας.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν τότε ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής, καθώς 10 ημέρες πριν από την προσφυγή στις κάλπες, έφυγε από τη ζωή ο δεύτερος ισχυρός άντρας του κόμματος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Επίσης να υπενθυμίσουμε ότι στις εκλογές του ’64 κατέβηκε για πρώτη φορά υποψήφιος ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Αχαΐα και μάλιστα βγήκε πρώτος σε σταυρούς. Η θριαμβευτική εκλογή του προβλημάτισε το παλάτι που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να είναι αυτός ο επόμενος υπουργός Άμυνας.
Στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, ο Παπανδρέου δεν καμιά εμπιστοσύνη και μάλιστα τον είχε διαγράψει από το κόμμα γιατί είχε την αμέριστη στήριξη του βασιλιά. Έτσι ως άνθρωπος των ανακτόρων δημιουργούσε διαρκώς προβλήματα στην κυβέρνηση και ο Παπανδρέου αποφάσισε να τον αντικαταστήσει.
Για αυτήν την θέση προόριζε το γιο του αντικαθιστώντας ταυτόχρονα και τον αρχηγό του ΓΕΣ, Γεννηματά, που βρίσκονταν υπό την επιρροή του βασιλιά.
Η όλη διαπραγμάτευση μεταξύ Πρωθυπουργού και Βασιλιά πραγματοποιήθηκε μέσω αλληλογραφίας και οι επιστολές του νεαρού Κωνσταντίνου, που δόθηκαν αργότερα στη δημοσιότητα, προκάλώντας έντονα αρνητικά σχόλια, καθώς θεωρήθηκε ότι ο Βασιλιάς απευθύνθηκε με μεγάλη θρασύτητα προς τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό.
Ο νεαρός Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ στις προσβλητικές του επιστολές. κατηγορούσε τον Παπανδρέου ότι «ενισχύει και υποθάλπει […] συνωμοσία μοναδικόν σκοπόν έχουσα την ανατροπήν του Συντάγματος και την επιβολήν δικατορίας ελεεινής μορφής…».
Οι 5 επιστολές γράφτηκαν το χρονικό διάστημα 8-14 Ιουλίου και συνιστούν κορυφαία αντισυνταγματική επέμβαση στη διακυβέρνηση της χώρας και μάλιστα θα πρέπει αυτές οι επιστολές πρέπει να διδάσκονται σε όλα τα σχολεία.
Χαρακτηριστικά στην τελευταία επιστολή που αντάλλαχθηκαν μεταξύ βασιλιά και Παπανδρέου ο τελευταίος έγραφε: «Μπορεί να πάψω να είμαι πρωθυπουργός αλλά δεν θα είμαι εξευτελισμένος πρωθυπουργός».
Το απόγευμα της 15ης Ιουλίου ο Παπανδρέου επισκέπτεται τον Κωνσταντίνο. Η συνομιλία τους διήρκεσε μόλις 10 λεπτά. Όταν ο Παπανδρέου βγήκε από τα ανάκτορα δήλωσε: «Επήλθε διαφωνία. Αύριον θα υποβάλω την παραίτηση της Κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις». Ο Παπανδρέου εξοργίστηκε με την άρνηση του Βασιλιά να αναλάβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός το υπουργείο που ήθελε και υπέγραψε την παραίτησή του.
Ο Βασιλιάς δεν περίμενε την επόμενη ημέρα και με το επιτελείο του είχε έτοιμη την νέα κυβέρνηση των αποστατών.
Νέος πρωθυπουργός ορκίστηκε ο «αποστάτης» της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, υπουργός Εθνικής Άμυνας ο Σταύρος Κωστόπουλος και Δημοσίας Τάξεως ο Ιωάννης Τούμπας.
Ο Αθανασιάδης – Νόβας χαρακτηρίστηκε και «κατεψυγμένος πρωθυπουργός», λόγω του προαποφασισμένου διορισμού του, από τον βασιλιά. Ορκίστηκε πέντε λεπτά μετά τη διαφωνία των δυο ηγετών κι ενώ δεν είχε ακόμη παραιτηθεί η κυβέρνηση.
Αποτέλεσμα αυτων των ενεργειών ήταν να εξεγερθεί ο λαός. Οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι καθημερινά διαδήλωναν διαδήλωσαν στο Σύνταγμα και φώναζαν συνθήματα κατά του βασιλιά με πιο χαρακτηριστικό το «Δε σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος».