Θέλει θάρρος να αλλάζεις πορεία όταν νιώθεις ότι όλα βαίνουν καλώς. Όμως αυτή είναι η πρόκληση για τον Ελληνικό τουρισμό σήμερα. Το 2009, όταν μου ανατέθηκε το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού από τον Γιώργο Παπανδρέου, είχαμε σκοπό να συνδέσουμε δύο «βαριές βιομηχανίες» της πατρίδας, προκαλώντας μια έκρηξη δημιουργίας σε κάθε της γωνιά. Όμως η χρεοκοπημένη οικονομία που παρέδωσε η κυβέρνηση Καραμανλή και οι εικόνες της Αθήνας να καίγεται, που ταξίδευαν παγκοσμίως, μας άλλαξαν προτεραιότητες. Κατορθώσαμε τους επισκέπτες που χάσαμε από Αγγλία και Γερμανία να τους αναπληρώσουμε από Ρωσία, Τουρκία και Ισραήλ και από το καλοκαίρι του 2010 μέχρι την πανδημία η Ελλάδα κάθε χρόνο έσπαγε ρεκόρ αφίξεων.
Τι συνέβαλε σε αυτή τη μοναδική επιτυχία; Τρία πράγματα: ξεκάθαροι στόχοι, συνεργασία και συνέχεια. Στόχος προφανής στην κρίση ήταν η μεγιστοποίηση των αφίξεων. Λιγότερο προφανής ήταν η συνεργασία όλων, λόγω του παραδοσιακού ανταγωνισμού ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Οι απαιτήσεις των καιρών, όμως, υποχρέωσαν όλους μας να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι και να μοιράσουμε τη δουλειά. Η αναβάθμιση του ΣΕΤΕ σε κοινωνικό εταίρο, που πολιτικά επικυρώθηκε στη θητεία μου, και οι υπουργοί που ακολούθησαν, οι οποίες αναγνώρισαν και τίμησαν το έργο που είχε γίνει, διασφάλισαν τη συνέχεια. Έτσι, ο τουρισμός διέπρεψε σε μια δύσκολη εποχή.
Η πανδημία διέκοψε αυτή την πορεία. Αποκαταστάθηκε, όμως, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, από το φαινόμενο που ονομάζεται Εκδικητικός Τουρισμός (Revenge Tourism). Αναφέρεται στην εκδίκηση που παίρνουμε από τον ιό, που τόσα μας στέρησε.
Άρα όλα καλά; Όχι. Ο στόχος να έρθουν όλο και περισσότεροι επισκέπτες έχει δείξει τα όριά του. Υπάρχουν περιοχές που δεν μπορούν να ανταποκριθούν πια στις αυξημένες ανάγκες των επισκεπτών. Η δε απουσία τουρισμού σε μέρη που θα μπορούσαν να έχουν (όπως η Θράκη και η Στερεά Ελλάδα) είναι και προβληματική για τις περιοχές που στερούνται αυτού του εισοδήματος και επικίνδυνη διότι συμβάλλει στη δημιουργία μιας Ελλάδας δύο ταχυτήτων. Σε εκείνη που προσφέρει ευκαιρίες στα παιδιά της και σε εκείνη που στερεί. Σε ό,τι αφορά την Ελληνική Πολιτεία, οι αφίξεις είναι στον αυτόματο και η επιτυχία του χθες κινδυνεύει να γίνει τροχοπέδη του αύριο.
Αντί για το «Πόσοι θα έρθουν;», το ερώτημα που χρειάζεται να απαντήσουμε σήμερα είναι «Πόσα θα αφήσουν; Ποιοι, πού και σε ποιον;». Το ερώτημα αυτό έχει τρία χαρακτηριστικά. Αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, τη γεωγραφική και χρονική διασπορά της ανάπτυξης του τουρισμού και τη συμμετοχή κλάδων, κομβικών για τον τουρισμό, που σήμερα δεν συμμετέχουν στη στρατηγική και κερδοφορία αναλόγως με τη συνεισφορά τους, όπως οι μεταφορές, ο πολιτισμός και ο αγροδιατροφικός τομέας. Με άλλα λόγια, αν ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της Ελληνικής οικονομίας έφτασε η ώρα να συνδεθούν τα βαγόνια.
Τι σημαίνει αυτό σε ότι αφορά την πολιτική για τον τουρισμό; Σημαίνει πως αντί να σχεδιάζουμε βάση του τι προσφέρουμε, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, σε εθνικό επίπεδο, ποιον θέλουμε να προσελκύσουμε.
Για παράδειγμα, το 2012, επισκέφτηκα την Οργάνωση Συνταξιούχων Αμερικής (American Association of Retired People). Αριθμεί 45 εκατομμύρια μέλη με χρόνο, εισόδημα και όρεξη να ταξιδέψουν οποιαδήποτε εποχή του χρόνου. Τους ενδιαφέρει ο ήλιος και η Ακρόπολη, όμως ψάχνουν κάτι περισσότερο: μια ολοκληρωμένη εμπειρία, που θα προσθέσει αξία στη ζωή τους.
Αυτό που τους προσφέρει η Ελλάδα είναι μοναδικό: ένας τρόπος ζωής που βάζει ψηλά τον Άνθρωπο, φιλοξενία που πηγάζει αβίαστα, περιβάλλον παρθένο και πολιτισμός που θαυμάζουν. Μέσα σε λίγα χιλιόμετρα μπορούν να ζήσουν χειμερινό και καλοκαιρινό τουρισμό, μια μοναδική γαστρονομική εμπειρία, υπέροχα κρασιά, κάθε άθλημα υπό τον ήλιο, κάθε τρόπο να περπατήσεις, να αναρριχηθείς, να πλεύσεις και να πετάξεις μέσα σε χιλιάδες χρόνια ιστορίας.
Απουσιάζουν, όμως, υποδομές, όπως αυτές που χρειάζονται άνθρωποι με αναπηρία, εκπαίδευση, καλύτερη οργάνωση υπηρεσιών που φαινομενικά δεν σχετίζονται άμεσα με τον τουρισμό, όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς, και ο συντονισμός εκείνων που μπορούν να τους παρέχουν μέρος της εμπειρίας που αναζητούν ώστε να βιώνουν ολόκληρη την εμπειρία αβίαστα. Συντονισμός που δημιουργεί νέες αγορές, οι οποίες μπορούν, με τη σειρά τους, να πετύχουν την αναδιανομή του τουριστικού πλούτου που χρειάζεται η Ελλάδα.
Όπως το 2010, έτσι και τώρα είναι ώρα να θέσουμε στόχους που θα υπηρετήσουμε όλοι, καλλιεργώντας συνεργασίες και εμπνέοντας συνέχεια στην πολιτική ηγεσία. Το μέλλον της ποιότητας του τουρισμού μας εξαρτάται από τη δυνατότητά μας να αλλάξουμε όταν όλα πάνε πρίμα. Αλλά οι πιο δύσκολες προκλήσεις είναι οι πιο ουσιαστικές για τον τόπο.
Πηγή: εφημερίδα «Καθημερινή»
* Ο Παύλος Γερουλάνος είναι πρώην υπουργός και νυν γραμματέας του Τομέα Τουρισμού του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής