Καθημερινή: Στην κορνίζα παραμένει το πτυχίο – Χάσμα ανάμεσα σε αγορά εργασίας και σπουδές

0

Τα ελληνικά πανεπιστήμια παράγουν σημαντικό ερευνητικό έργο, επιδεικνύουν εξωστρέφεια το τελευταίο διάστημα, συντάσσονται με τους κανόνες αξιολόγησης και πιστοποίησης και χρηματοδοτούνται με βάση δείκτες και όχι τις πολιτικές προτιμήσεις της κυβέρνησης, αλλά… Ένας σημαντικός λόγος της ανεργίας των νέων πτυχιούχων στην Ελλάδα είναι και επειδή τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα παράγουν πολύ περισσότερους πτυχιούχους σε κλάδους από όσους χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Δηλαδή, καταγράφεται χάσμα ανάμεσα στις σπουδές και τις ανάγκες της οικονομίας. Τα συμπεράσματα αυτά αποτυπώνονται στην ετήσια έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), που υπεβλήθη από τον πρόεδρό της Περικλή Μήτκα στον πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα και τον πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων Βασίλειο Διγαλάκη και χθες στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Η ετήσια έκθεση, βασικά στοιχεία της οποίας παρουσιάζει η «Κ», αποτελεί αποτύπωση της κατάστασης της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα για το 2021. Η έκθεση παρουσιάζει τους κλάδους με τις καλύτερες προοπτικές, επειδή δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αριθμός πτυχιούχων για να καλυφθούν οι ανάγκες, αλλά και κλάδους με ουδέτερες και αρνητικές προοπτικές.
Ειδικότερα, συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα είχε το 2021 το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (17%) –αν και ελαφρώς μειωμένο από το 17,5% το 2020– στους πτυχιούχους ΑΕΙ ηλικίας 25-39, αρκετά πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ε.Ε. «27») 5,3%. Μετά την Ελλάδα, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας εμφάνισε η Σερβία (12,2%), η Ισπανία (11,2%) και ακολουθούν η Ιταλία (8%) και η Κύπρος (7,4%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στους πτυχιούχους ΑΕΙ ηλικίας 25-39 εμφανίζουν η Τσεχία (μόλις 1,7%), η Μάλτα και η Ουγγαρία (2%), η Πολωνία (2,1%), η Ρουμανία (2,2%), η Βουλγαρία (2,5%) και η Γερμανία (2,9%).
Παράλληλα, η Ελλάδα καταγράφει μείωση 2,5% στην απασχόληση των νέων πτυχιούχων, από 72,8% το 2019 σε 70,3% το 2020. Το ποσοστό είναι το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μετά τη Νότια Αφρική και την Ιταλία.
Στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε πολλές κατηγορίες επαγγελματιών παρατηρείται έστω και μικρή αύξηση στην απασχόληση. Τα επαγγέλματα που παρουσιάζουν δυναμική ανάπτυξη σε ποσοστά απασχόλησης είναι οι σχεδιαστές και αναλυτές λογισμικού και εφαρμογών, οι επαγγελματίες διοίκησης, οι μηχανικοί και οι επαγγελματίες στον τομέα της υγείας. Αντίθετα, σημαντικά μειούμενη απασχόληση καταγράφεται στους κλάδους των βιβλιοθηκονόμων-αρχειοθετών, των νομικών, των καλλιτεχνών, των πολεοδόμων-τοπογράφων και των καθηγητών δευτεροβάθμιας και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Θετική προοπτική
Από την ανάλυση των στοιχείων που διενήργησε η ΕΘΑΑΕ με δεδομένα του πληροφοριακού της συστήματος των ΑΕΙ, σε συνδυασμό με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτει θετική προοπτική απασχόλησης για αποφοίτους που ανήκουν στους επαγγελματίες του τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής, τους επαγγελματίες διοίκησης, τους επαγγελματίες υγείας και τους μηχανικούς.

Σχετικά θετικές και ουδέτερες προοπτικές απασχόλησης προκύπτουν για τους αποφοίτους τμημάτων για επαγγέλματα όπως κτηνίατροι, νοσηλευτές και μαίες, δάσκαλοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και νηπιαγωγοί, ιατροί, επαγγελματίες του χρηματοοικονομικού τομέα, επαγγελματίες των επιστημών της ζωής, επαγγελματίες των φυσικών επιστημών και συγγραφείς, δημοσιογράφοι, επαγγελματίες του γλωσσικού τομέα και επαγγελματίες του κοινωνικού και θρησκευτικού τομέα.
Αρνητικές προοπτικές έχουν οι απόφοιτοι που σχετίζονται με επαγγέλματα όπως βιβλιοθηκονόμοι, αρχειοθέτες και έφοροι αρχαιοτήτων και μουσείων, νομικοί, καθηγητές επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, πολεοδόμοι, σχεδιαστές, καλλιτέχνες.
Εγγεγραμμένοι φοιτητές
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι αναλογικά με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας, η Τουρκία διαθέτει τους περισσότερους φοιτητές στην Ευρώπη (9,54%). Αντίστοιχα, η Ελλάδα φέρεται να έχει το υψηλότερο συγκριτικά πλήθος εγγεγραμμένων φοιτητών (7,51%), γεγονός που οφείλεται κυρίως στη συμπερίληψη των ανενεργών φοιτητών (σε έτη πέραν των ν+3). Το ποσοστό της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. των «27», ο οποίος υπολογίζεται στο 4,03%.

Με βάση τα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ, οι φοιτητές μας χρειάζονται κατά μέσο όρο σχεδόν 6 χρόνια για να ολοκληρώσουν ένα τετραετές πρόγραμμα σπουδών. Ο εθνικός μέσος όρος βρίσκεται στο 0,45 και οι καλύτερες επιδόσεις σημειώνονται από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (0,24), το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και το ΑΠΘ (0,29) και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (0,3). Οι τρεις χειρότερες επιδόσεις, κάτω από τον αριθμητικό μέσο όρο του συνόλου των ΑΕΙ σημειώνονται στο ΕΛΜΕΠΑ (0,9), στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος (0,71) και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (0,61).
Την ίδια στιγμή, η χρηματοδότηση των ΑΕΙ γίνεται με βάση τα δεδομένα, αλλά και δείκτες ποιότητας, ενώ σημαντικό βάρος δίνεται στην εξωστρέφεια με διεθνείς συνεργασίες και ανάπτυξη μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Οπως δήλωσε στην «Κ» ο κ. Μήτκας, «η ετήσια έκθεση της ΕΘΑΑΕ καταγράφει για μια ακόμη χρονιά τις συνεχείς προσπάθειες των ελληνικών πανεπιστημίων να βελτιώσουν την ποιότητα του εκπαιδευτικού και ερευνητικού τους έργου. Παρακολουθούμε, μαζί με τα ιδρύματα, ολοένα και περισσότερους δείκτες και προσφέρουμε δεδομένα και εργαλεία στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στην πολιτεία και την κοινωνία για να διαπιστώνουν την πορεία των πανεπιστημίων μας στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο».

Πηγή: Καθημερινή – Απόστολος Λακασάς

Share.

Comments are closed.