Με άρθρο του στο Bloomberg Opinion, που φιλοξενεί τα άρθρα γνώμης και ανάλυσης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ζητάει την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που εισάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε επίπεδο που να επιτρέπει στην αγορά να λειτουργεί, αλλά ταυτόχρονα να μην επιτρέπει στη Ρωσία να χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο ενεργειακό πόρο ως όπλο, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσής της με τη Δύση.
Αναλυτικά στο άρθρο του Πρωθυπουργού:
«Μετά από μήνες διαβούλευσης και αποκλίσεων, είναι καιρός η Ευρώπη να θέσει ανώτατο όριο στις τιμές του φυσικού αερίου. Η Ρωσία έχει εργαλειοποιήσει ως όπλο την ενέργεια, με σαφή στόχο της να αποσταθεροποιήσει τις κοινωνίες μας. Δεκαπέντε κράτη μέλη έχουν εκφράσει ξεκάθαρα την υποστήριξή τους για την επιβολή πλαφόν στις τιμές. Η Ευρώπη πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο της αγοράς φυσικού αερίου της.
Σε φυσιολογικές εποχές, οι κυβερνήσεις πρέπει να αφήνουν τις αγορές να λειτουργούν. Δεν ζούμε όμως σε φυσιολογικές εποχές. Η Ρωσία αθετεί τα συμβόλαια που έχει υπογράψει και περιορίζει σκόπιμα την προσφορά. Όταν ένας παίκτης μπορεί να μετακινεί σκόπιμα τις τιμές, δεν έχει νόημα η έννοια “αφήνουμε τις αγορές να λειτουργήσουν”. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να παρέχουν το πλαίσιο και να εποπτεύουν τις αγορές. Αντιμέτωπη με μια εμφανέστατη χειραγώγηση της αγοράς, η κρατική παρέμβαση δεν δικαιολογείται απλώς, αλλά επιβάλλεται.
Καθώς οι τιμές αυξάνονται σε πρωτοφανή επίπεδα, η αγορά έχει πάψει να λειτουργεί. Η ρευστότητα έχει στερέψει και η αστάθεια έχει εκτοξευθεί, δημιουργώντας τεράστιες ευκαιρίες για προμηθευτές και κερδοσκόπους ώστε να επωφεληθούν από τις απότομες κινήσεις των τιμών. Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου της ενέργειας υφίστανται πιέσεις, ζητώντας κρατική ενίσχυση. Κανένα νοικοκυριό, εταιρεία ή κυβέρνηση δεν μπορεί να σχεδιάσει ή να διαχειριστεί μια αγορά όπου οι τιμές αυξομειώνονται χωρίς όριο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση πλήρωσε επιπλέον 62 δισεκατομμύρια ευρώ για την εισαγωγή φυσικού αερίου σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο τελικός απολογισμός για το 2022 θα ανέλθει σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια εάν συνυπολογιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα στην οικονομία. Εν τω μεταξύ, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας τριπλασιάστηκε σε πάνω από 180 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι και τον Αύγουστο του 2022.
Αυτές οι τιμές συνέβαλαν στην προσέλκυση προσφοράς στην Ευρώπη αλλά με υπερβολικό κόστος — εξασφαλίσαμε την προσφορά αλλά παραμελήσαμε το κόστος. Η Ευρώπη πληρώνει δύο έως τρεις φορές περισσότερα για το φυσικό αέριο από τα ασιατικά έθνη. Μια ορισμένη αύξηση της τιμής ήταν αναπόφευκτη, αλλά η επιτυχία της Ευρώπης στην απόκτηση φυσικού αερίου οφείλεται εν μέρει στην οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα. Σε ένα τυπικό έτος, οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου της Κίνας αυξάνονται κατά 25 τοις εκατό. μέχρι στιγμής φέτος, έχουν μειωθεί κατά 20 τοις εκατό. Αυτή η μετατόπιση, πέρα από τις υψηλές τιμές, επέτρεψε στην Ευρώπη να εισάγει το φυσικό αέριο που χρειάζεται.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια ανισορροπία την οποία οι τιμές – από μόνες τους – δεν μπορούν να διορθώσουν. Οι εισαγωγές LNG στην Ευρώπη είναι σταθερές από τις αρχές του 2022, παρά τη συνεχή άνοδο των τιμών. Η ικανότητα της Ευρώπης να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο είναι συνάρτηση τόσο φυσικών δυνατοτήτων όσο και της οικονομίας: ανεξάρτητα από το πόσο υψηλές είναι οι τιμές, η Ευρώπη στο σύνολό της δεν μπορεί, βραχυπρόθεσμα, να αντικαταστήσει πλήρως τους όγκους που έχασε από τη Ρωσία. Όταν η προσφορά δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις τιμές, το να αφήνουμε τις τιμές να αυξάνονται ατελείωτα αποτελεί πράξη παραμέλησης και όχι σύνεσης.
Αντιμέτωποι με τεράστιο κόστος, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να εξοικονομήσουν ενέργεια και να στραφούν σε εναλλακτικά καύσιμα. Όλα αυτά είναι απαραίτητα. Πρέπει ωστόσο να κάνουμε διάκριση μεταξύ της “εξοικονόμησης” και της καταστροφής, μεταξύ των λογικών μειώσεων στην κατανάλωση ενέργειας και των ανεξέλεγκτων τιμών που κλείνουν τις βιομηχανίες μας και χρεοκοπούν νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις.
Αργά ή γρήγορα, οι αγορές θα ισορροπήσουν – χωρίς όμως περιορισμό στις τιμές, το κόστος αυτής της εξισορρόπησης θα μετριέται σε ζωές οι οποίες θα έχουν καταστραφεί και σε θέσεις εργασίας που θα έχουν χαθεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρότεινα τον Ιούλιο ένα πανευρωπαϊκό σύστημα για την αποζημίωση των μεγάλων χρηστών ενέργειας για τη μείωση της κατανάλωσής τους, φέρνοντας την αγορά σε ισορροπία, χωρίς να καταφεύγουμε σε ακραίες τιμές.
Η συναίνεση η οποία φαίνεται να δημιουργείται συγκλίνει προς ένα μικρό σύνολο επιλογών. Ο κύριος παρανομαστής είναι η επιθυμία να επιβληθεί πλαφόν σε όλο το φυσικό αέριο και όχι μόνο στις μικρές ποσότητες οι οποίες εξακολουθούν να έρχονται από τη Ρωσία. Το ανώτατο όριο τιμής θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλό για να λειτουργήσει ως “διακόπτης κυκλώματος”, αλλά να επιτρέπει ταυτόχρονα τη συνέχιση της δραστηριότητας της αγοράς σε λογικά επίπεδα.
Έχω στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο πλαφόν, ωστόσο το ποσό αυτό αποτελεί αντικείμενο εμπιστευτικών διαπραγματεύσεων με τα κράτη-μέλη τις οποίες θέλω να σεβαστώ – επομένως δεν θα το αποκαλύψω εδώ. Και πάλι, με αρκετά υψηλές τιμές, οι προμηθευτές θα συνεχίσουν να στέλνουν το αέριό τους στην Ευρώπη και οι καταναλωτές θα έχουν και πάλι λόγους να μειώσουν τη ζήτησή τους. Ένα πλαφόν θα πρέπει να αποτελεί ένα ανώτατο όριο για το πόσο υψηλά μπορούν να ανέλθουν οι τιμές, όχι ένα τεχνητά χαμηλό ποσό το οποίο θα αποσταθεροποιήσει τις αγορές.
Το ανώτατο όριο στις τιμές εγκυμονεί ασφαλώς κινδύνους. Ωστόσο, καθώς προχωρούμε προς τον χειμώνα, οι κίνδυνοι μιας αδράνειας εντείνονται. Δεν έχουμε την πολυτέλεια απλώς να καθόμαστε και να παρακολουθούμε τη Ρωσία να χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς της αγοράς εναντίον μας. Είναι μια πράξη κοινής λογικής και κυριαρχίας να παρέμβουμε και να σχεδιάσουμε κανόνες που να ανταποκρίνονται στην πρωτοφανή πρόκληση που αντιμετωπίζουμε. Η επιβολή ανώτατου ορίου στις τιμές του φυσικού αερίου είναι ένα αναπόφευκτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία.»