Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται τόσο παγκοσμίως, όσο στην Ευρώπη αλλά και τη χώρα μας, μια συνεχώς διογκούμενη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, που οδηγεί ακόμη και σε ακραία μορφή πείνας. Η απειλή αυτή τείνει να γίνεται αποδεκτή παγκοσμίως ως μια «κανονικότητα» πλέον.
Τα στατιστικά που δημοσιεύουν τα ΗΕ για τον παγκόσμιο πληθυσμό ενισχύουν αυτή τη θλιβερή διαπίστωση: το 2021, τουλάχιστον 828 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, ενώ περίπου 2,3 εκ. άνθρωποι βίωσαν μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια.
Εάν δούμε επίσης τις δημοσιεύσεις της EUROSTAT για την Ευρώπη και την Ελλάδα για το 2021 θα διαπιστώσουμε πως το 21,7% των Ευρωπαίων πολιτών και 28% των Ελλήνων αντιμετώπισαν κινδύνους κοινωνικού αποκλεισμού. Κύριες αιτίες ήταν η φτώχεια, η σοβαρή υλική στέρηση, ακόμη και η διαβίωση σε νοικοκυριό με χαμηλής έντασης εργασία – δηλαδή τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού είχε εργασία υποδεέστερη και υποαμοιβόμενη σε σχέση με τις δυνατότητές του.
Παρατηρούμε επίσης ότι το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και σε συνθήκες πείνας βαίνει συνεχώς αυξανόμενο σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, εδώ και αρκετά χρόνια αυξάνονται σημαντικά οι τιμές ,στα προϊόντα διατροφής και πρώτης ανάγκης, οι οποίες ενισχύονται συνεχώς με διάφορες αφορμές.
Η εμφάνιση της πανδημίας επέφερε παγκοσμίως αναστάτωση στις αγορές, και είχε έντονα αρνητικά αποτελέσματα, οδηγώντας πολλά εκατομμύρια ανθρώπους σε εργασιακή και κοινωνική επισφάλεια, ορατή ή μη: έλλειψη επαρκούς και υγιεινής σίτισης, διατροφής, στέγης κλπ.
Στα παραπάνω προστέθηκε και ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας: μια καταστροφή αφ’ ενός ανθρωπιστική – δίχως ορατή διέξοδο και αφ’ ετέρου ενεργειακή, επισιτιστική και οικονομική. Η προϋπάρχουσα ενεργειακή κρίση επί της ουσίας γιγαντώθηκε, αφού είχε διαφανεί από το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Ήδη τα προβλήματα διογκώνονται σε τομείς που είναι αλληλένδετοι: αύξηση στα λιπάσματα, αύξηση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων, αύξηση στο κόστος μεταφοράς κλπ. Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα να οδηγούνται μεγάλα στρώματα των πληθυσμών σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, πείνας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Πού όμως βρίσκεται η ρίζα του κακού; Πότε ξεκίνησε ο κοινωνικός αποκλεισμός και η ακραία πείνα, παρ’ όλο που υπάρχει αρκετή παραγωγή τροφίμων για να καλύψει τον παγκόσμιο πληθυσμό των 7,8 δις; Το πρόβλημα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του ΄70, όταν ο πλήρης έλεγχος στην παραγωγή τροφίμων πέρασε στις πολυεθνικές εταιρίες χωρίς την άνωθεν κατεύθυνση και εποπτεία των κρατών.
Αυτό το νεοφιλελεύθερο καθεστώς στην παραγωγή τροφίμων πέτυχε να αρθεί η πολιτική παρέμβαση απέναντι στο κεφάλαιο. Το αποτέλεσμα ήταν – αναλόγως τη χώρα – τα κοινωνικά δίκτυα ασφαλείας, που είχαν δομήσει οι κυβερνήσεις υπέρ των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, να αποδειχθούν ανίσχυρα έως ανύπαρκτα.
Απεναντίας, οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν ενισχυμένη εξουσία και προνόμια: κατέχουν μεγάλες ιδιοκτησίες, ελέγχουν την μαζική παραγωγή τροφίμων, υπόκεινται σε ελάχιστο έλεγχο στις τιμές και έχουν ελαφρύνσεις στη φορολογία. Στόχος τους είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, γι’ αυτό και βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το σημερινό επισιτιστικό σύστημα δεν σχεδιάστηκε για να χορταίνει τους ανθρώπους αλλά μόνον τις ανάγκες της βιομηχανίας τροφίμων. Μόνον έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί το οξύμωρο σχήμα να συνυπάρχουν η υπερπαραγωγή τροφίμων και η πείνα.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός που θα οδηγήσει και σε κρίση πείνας δεν είναι ένα φυσικό αποτέλεσμα, ούτε πρέπει να γίνει αποδεκτός. Πρόκειται για ένα προϊόν του οικονομικού συστήματος που εφαρμόστηκε, το οποίο σήμερα, μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Πρέπει λοιπόν τόσο η Ευρώπη όσο και η χώρα μας να παρέμβουν τάχιστα επί της ουσίας. Λαμβάνοντας ουσιαστικές, άμεσες πολιτικές αποφάσεις, να χρησιμοποιήσουν όλα τα τεχνικά μέσα που διαθέτουν (και αν δεν έχουν πρέπει να τα δημιουργήσουν) για να αποτρέψουν την επικράτηση συνθηκών φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Να τολμήσουν να καταπολεμήσουν το διαφαινόμενο φάσμα της πείνας, παρ’ ότι κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό αφορά μόνο τους πολίτες του Τρίτου Κόσμου.
Τα μέσα υπάρχουν. Παραμένει λοιπόν ζητούμενο η πολιτική βούληση των κυβερνήσεων να διαμορφώσουν άλλα παραγωγικά μοντέλα και να σταθούν απέναντι στα επισιτιστικά συστήματα. Απαιτούνται αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας αυτών, έτσι ώστε να μην μένει το 1/5 των ανθρώπων πεινασμένο, καταστρέφοντας παράλληλα τον ζωτικό μας χώρο και τον πλανήτη λόγω του τρόπου που παρεμβαίνουν στο περιβάλλον. Η άκριτη κερδοσκοπία των πολυεθνικών εταιρειών και η διατήρηση μονοπωλιακών καταστάσεων αντιμάχονται πλέον ευθέως το κοινωνικό συμφέρον και ήρθε ο καιρός να αντιμετωπιστούν.
* Η Έφη Χαλάτση είναι τραπεζικό στέλεχος και μέλος του Εκτελεστικού Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ – Κίνημνα Αλλαγής
Προηγούμενο άρθρο: