Ο ελληνικός υπαλληλικός κώδικας (ΥΚ) παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα: αφενός, ενσωματώνει τις αρχές του φιλελεύθερου κράτους δικαίου εις ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Αφετέρου, υπολείπεται της ενσωμάτωσης σύγχρονων διοικητικών μεθόδων και εργαλείων που μπορούν να οδηγήσουν στην αποτελεσματικότητα, στην αποδοτικότητα και στην αξιοκρατία.
Τι είναι, όμως, εκείνο, που παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και σε διαφορετικό ιστορικό χρόνο εμποδίζει τη σύγκλιση του ελληνικού ΥΚ με τους αντίστοιχους άλλων Δυτικών χωρών;
Εν πρώτοις, η μη ενσωμάτωση της αρχής της διαφοροποίησης. Σήμερα, ο ΥΚ εφαρμόζεται αδιαφοροποίητα σε ότι συνομολογείται ως δημόσιος τομέας. Με βάση όμως, μία διοικητική οπτική που θα ταξινόμησε τους δημόσιους φορείς αναλόγως του έργου που κάνουν και των υπηρεσιών που παρέχουν, θα έπρεπε ο ΥΚ να διαφοροποιούσε, αναλόγως, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, τους τρόπους εισόδου, ανέλιξης και κινητικότητας καθώς και τις πειθαρχικές ποινές. Ένας υπάλληλος γραφείου με ευθύνη την ταξινόμηση τιμολογίων δεν θα πρέπει να έχει το ίδιο πλαίσιο λειτουργίας και οργανώσεις με έναν ιπτάμενο μαχητικού αεροσκάφους ή με έναν νευροχειρουργό. παρόλο πού ισοπεδωτική εφαρμογή του ΥΚ Αντισταθμίζεται από την επικράτηση ειδικών διατάξεων ή και άτυπων μορφών οργάνωσης, δεν αρκεί, αφού αυτές εφαρμόζονται, συχνά, μεροληπτικά.
Η έλλειψη κουλτούρας εφαρμογής των αρχών και των ρυθμίσεων αποτελεί ένα δεύτερο σοβαρό λόγο που δεν επιτρέπει τη σύγκλισή μας με τους άλλους κώδικες και αναπτυγμένες δημόσιες διοικήσεις. είναι γνωστό ότι η μη εφαρμογή των νόμων που θεωρείται οιονεί ενδημική ασθένεια του ελληνικού διοικητικού συστήματος βρίσκει την εφαρμογή της και στην περίπτωση του ΥΚ. Παρόλο που η ελληνική κοινωνία κατάφερε να διαψεύσει τη δοξασία αυτή τη δημιουργία του ΑΣΕΠ, της Ανεξάρτητης Αρχής που εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΥΚ που εγγυώνται την ισότιμη και αδιαμεσολάβητη πρόσβαση κάθε Έλληνα / Ελληνίδας στο ελληνικό δημόσιο, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρότατα ελλείμματα εφαρμογής όσων ο κώδικας διαλαμβάνει.
Ο νομικισμός είναι ένας τρίτος αρνητικός παράγοντας για τη διοικητική ανάπτυξη. Είναι η αντίληψη και πρακτική σύμφωνα με την οποία καθετί που επιτρέπεται πρέπει να περιγράφεται με εξαντλητικό τρόπο σε διατάξεις νόμων. Αυτό περιορίζει δραστικά τη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως και οδηγεί σε πολυνομία και κακονομία. Η βάση του νομικισμού είναι η κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ του κράτους και των συναλλασσομένων πολιτών. Σημαντικό ρόλο στην καλλιέργειά της παίζει η καλλιεργούμενη εχθροπάθεια μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα από μερίδα ιδεοληπτικών κοινωνικών εταίρων.
Τελευταίος αλλά όχι εσχάτως παράγοντας διοικητικής καχεξίας είναι ο πελατειασμός. Παρόλο που η Ελλάδα δεν χαρακτηρίζεται, πια, από πελατειακά συστήματα λατινοαμερικάνικου τύπου, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαροί θύλακοι πελατειακών διευθετήσεων. Οι διοικήσεις των νομικών προσώπων που εποπτεύονται από υπουργεία και ΟΤΑ και οι μετακλητοί, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται, αποτελούν τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ο Υπαλληλικός Κώδικας πρέπει να καταργεί τα εκτός ΑΣΕΠ στεγανά προσλήψεων, να διευρύνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας και να κλείσει τις κερκόπορτες του ρουσφετιού με τις διορισμένες διοικήσεις των νομικών προσώπων και τους μετακλητούς, ο αριθμός των οποίων διαρκώς αυξάνεται. pic.twitter.com/cCA1yHcr3L
— Π. Καρκατσούλης (@pkarkatsoulis) July 13, 2022