Προσβολή με ανυπολόγιστο κίνδυνο για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα που υπονομεύει κάθε αρχή διεθνούς δικαίου, χαρακτήρισε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο πρώην πρωθυπουργός & πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, Γιώργος Παπανδρέου.
Ο πρώην πρωθυπουργός παρεμβαίνοντας στη συζήτηση επερώτησης του ΚΙΝΑΛ για τους αγρότες στην Ολομέλεια της Βουλής επεσήμανε πως οι δραματικές εξελίξεις αφορούν και τη χώρα μας, καθώς ηγέτες με αναθεωρητικές ορέξεις θα μπορούν να αξιοποιήσουν είτε τη νίκη, είτε την ανοχή στις πράξεις του Πούτιν στην Ουκρανία. «Το λέω αυτό για όσους και στη χώρα μας θαυμάζουν τη μαγκιά των κινήσεων αυτού του ηγέτη», υπογράμμισε.
«Όλοι θα πονέσουμε λόγω των κυρώσεων, αλλά οι μακροπρόθεσμες εξελίξεις θα είναι θετικές γιατί θα αναδειχθεί μια άλλη Ευρώπη στον τομέα της αμυντικής πολιτικής και της βαθύτερης ενοποίησής της σε πολιτικές που αφορούν την ενέργεια, την υγεία, τη διατροφική ασφάλεια και την προστασία από τον κυβερνοπόλεμο», είπε ο Γιώργος Παπανδρέου και επεσήμανε την ανάγκη η Ελλάδα να μην περιοριστεί σε ρόλο θεατή ή απλού υποστηρικτή των αποφάσεων της Ε.Ε. αλλά να αναλάβει δικές της πρωτοβουλίες. «Η Ελλάδα πρέπει να γίνει συνδιαμορφωτής αυτών των πολιτικών», ανέφερε.
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Παπανδρέου
«Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Η συζήτηση μας, διεξάγεται κάτω από τη βαριά σκιά της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η εισβολή αυτή αποτελεί και προσβολή και ανυπολόγιστο κίνδυνο για την Ευρωπαϊκή και για παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα.
Υπονομεύει κάθε αρχή διεθνούς δικαίου.
Το σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας κάθε έθνους, του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης κάθε λαού, αλλά και της μη-χρήσης βίας ή και της απειλής χρήσης βίας στην αντιμετώπιση της όποιας διαφοράς.
Η υφήλιος παρακολουθεί με δέος τις δραματικές εξελίξεις.
Πέραν της οδύνης για τον λαό της Ουκρανίας, αλλά και την άσκοπη θυσία Ρώσων πολιτών σε έναν πόλεμο παραλογισμού, θα κριθούν πολλά ακόμα. Θα εξαχθούν και σημαντικά συμπεράσματα.
Από το πως θα αντιδράσει η παγκόσμια κοινότητα, η Ευρώπη και η ίδια η Ουκρανία, θα κριθεί αν οι αρχές του διεθνούς δικαίου αλλά και της δημοκρατίας θα επικρατήσουν.
‘Η αν θα δοθεί το μήνυμα ότι γυρίζουμε στην εποχή όπου επικρατούσε το δίκιο του ισχυρού και όχι η ισχύς του δικαίου.
Θα πρέπει να είναι κατανοητό το πόσο σημαντικές για την χώρα μας είναι οι εξελίξεις αυτές.
Όπως και για την σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή μας, των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.
Ηγέτες με αναθεωρητικές ορέξεις, θα αξιοποιήσουν είτε τη νίκη, είτε την ανοχή για τις πράξεις του Πούτιν απέναντι στην Ουκρανία.
Το λέω αυτό για όσους και στη χώρα μας θαυμάζουν την «μαγκιά» αυτών των κινήσεων.
Θα θεωρηθεί ότι, ο τύπος του αυταρχικού ηγέτη είναι το πετυχημένο πρότυπο της εποχής μας, υπονομεύοντας έτσι και έναν πολιτισμό δημοκρατίας και δικαίου που με κόπο σφυρηλατούμε βήμα – βήμα.
Κάθε άλλο βέβαια παρά έτσι είναι, γιατί αυτή η συμπεριφορά αυτών των ηγεσιών, μπορεί να ικανοποιεί την απληστία τους για εξουσία και τη δήθεν ιστορική τους δοξασία, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθούν πραγματικοί ηγέτες όταν φέρνουν με τις επιλογές τους τον πόνο, το αίμα του πολέμου, την καταστροφή, την ανέχεια για τους λαούς τους και πιθανά μιας ολόκληρης περιοχής.
Και το πιο ανησυχητικό αλλά και ανεύθυνο από πλευράς Ρωσίας, είναι ότι η ίδια είναι πυρηνική δύναμη και αναμετριέται – έμμεσα έστω -, με δυνάμεις της Δύσης, που επίσης έχουν πυρηνικά όπλα.
Για το λόγο αυτό, καθοριστικής σημασίας για την Ευρώπη και την ανθρωπότητα θα είναι όχι μόνο η καταδίκη παρόμοιων πράξεων, αλλά και η τελική έκβαση αυτής της σύγκρουσης.
Βρισκόμαστε σε μια ρευστή κατάσταση και όσον αφορά το τι θέλει ο Πούτιν, αλλά και λόγω πιθανών κινήσεων Ευρώπης και ΗΠΑ.
Η κατάσταση αυτή, θα προκαλέσει βραχυπρόθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες αλλαγές πολιτικής, σίγουρα στην Ευρώπη και όχι μόνο.
Οι βραχυπρόθεσμες εξελίσσονται ήδη με βάση τις κυρώσεις που στόχο έχουν να αναχαιτίσουν ή ακόμα να αντιστρέψουν τις κινήσεις του Πούτιν.
Οι μακροπρόθεσμες θα αφορούν κυρίως το ποια θα είναι η αμυντική πολιτική της ΕΕ, ποσό θα προχωρήσει η βαθύτερη ενοποίηση της Ευρώπης, όπως οι πολιτικές που καθιστούν λιγότερο εξαρτημένη ενεργειακά την Ευρώπη, αλλά και για άλλες ζωτικές ανάγκες, όπως της υγείας, της ψηφιακής προστασίας από κυβερνοπόλεμο και βέβαια, της διατροφικής ασφάλειας.
Επειδή ακριβώς, μια άλλη Ευρώπη θα αναδειχθεί από αυτήν την σύγκρουση, είναι απολύτως αναγκαίο η Ελλάδα να μην είναι παρατηρητής ή απλά υποστηρικτής των επιλογών της ΕΕ.
Πρωτοβουλίες δικές μας είναι απολύτως απαραίτητες, ώστε να καθιστούν την Ελλάδα ουσιαστικό συνδιαμορφωτή των νέων αυτών πολιτικών.
Παράλληλα όμως, θα πρέπει να διαμορφώσουμε εμείς μια εθνική στρατηγική που θα συνάδει με αυτές τις εξελίξεις.
Και για να έχουμε ισχυρό κύρος στις διαβουλεύσεις, και για να μη μείνουμε οι ίδιοι πίσω με θύμα το εισόδημα και την ασφάλεια των Ελλήνων πολιτών.
Και τα παραπάνω τα τονίζω, γιατί έχουν απόλυτη σχέση με την Επερώτηση που καταθέσαμε προς την Κυβέρνηση και συζητούμε σήμερα.
Μη ξεχνάμε ότι, η Κοινή Αγροτική Πολιτική θεσπίστηκε στα πρώτα βήματα την Ευρωπαϊκής Κοινότητας ακριβώς για να διασφαλιστεί η διατροφική ασφάλεια των λαών της Ευρώπης, ειδικά μετά τους αλλεπάλληλους λοιμούς που είχαμε κατά την διάρκεια αλλά και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας, ο πρωτογενής τομέας, αποτελεί εθνικό κεφάλαιο για τη δικιά μας διατροφική ασφάλεια, όπως και πλεονέκτημα μας ειδικά στον χώρο της υγιεινής διατροφής και σε έναν αναβαθμισμένο και ανταγωνιστικό τουρισμό.
Αυτά είναι επίσης ζωτικής σημασίας ζητήματα όταν υπάρχουν κρίσεις όπως η σημερινή.
Ο τουρισμός, μπορεί να είναι βιώσιμη βιομηχανία ακόμα και σε δύσκολες εποχές. Μόνο όμως αν διασφαλίζουμε ασφάλεια, συνθήκες υγείας και ποιότητας, άρρηκτα συνδεδεμένες με τον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα.
Άρα είναι καθοριστικής σημασίας ζήτημα, πρώτα απ´ όλα για τους ίδιους τους κατοίκους της χώρας μας, να διαμορφώσουμε μια εθνική στρατηγική για τη διατήρηση αλλά και αναμόρφωση του πρωτογενούς τομέα.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δείχνει να εγκαταλείπει την αγροτιά στους άγριους ανέμους των αγορών και της ευκαιριακής κερδοσκοπίας – όπως τονίζουμε στην Επερώτησή μας, και οι συνάδελφοι έχουν ήδη αναλύσει διεξοδικά.
Γι’ αυτό, θέλω να αναφερθώ συγκεκριμένα στο θέμα εκείνο όπου συναντώνται η ενέργεια με την πρωτογενή παραγωγή.
Στενάζει ο αγροτικός κόσμος κάτω απο τις πολλαπλές αυξήσεις των ενεργειακών προϊόντων. Από τις τιμές του πετρελαίου, των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων, μέχρι και των συστημάτων άρδευσης.
Ποσό διαφορετική θα ήταν η θέση των αγροτών αλλά και της χώρας μας αν είχαμε συνεχίσει ένα πρόγραμμα επενδύσεων στις ΑΠΕ αξιοποιώντας τον τεράστιο πλούτο της χώρας μας: Ήλιος, άνεμος, γεωθερμία, βιομάζα, ακόμη και παλλίροια, πράσινη ενέργεια, δηλαδή.
Αυτονόητη η ανάπτυξη ικανών δικτύων εντός της χώρας αλλά και διεθνώς.
Θέλω να θυμίσω ότι, είχαμε εδώ και πολλά χρόνια συστηματικά προειδοποιήσει, για την ανάγκη στροφής στην πράσινη ενέργεια, υποκαθιστώντας έγκαιρα τον λιγνίτη, με το τεράστιο αυτό δυναμικό ΑΠΕ.
Μας λοιδωρούσατε όταν μιλούσαμε για αυτά.
Τώρα υποφέρουμε.
Είχαμε εξασφαλίσει, με αποφάσεις στο ανώτατο επίπεδο της ΕΕ, το Συμβούλιο Κορυφής, το πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ με το οποίο η Ελλάδα θα ανέπτυσσε ΑΠΕ στην επικράτεια της, για να προμηθεύει τη Βόρεια Ευρώπη, αλλά και για να γίνει, όπως συχνά έλεγα «η Δανία του Νότου».
Δηλαδή, όπως είναι σήμερα η Δανία ουσιαστικά αυτάρκης, να είμαστε και εμείς για τις ενεργειακές μας ανάγκες.
Σκεφτείτε, τι θα σήμαινε αυτό εθνικά και οικονομικά για τη χώρα και τους πολίτες μας.
Αντί να δώσετε άδειες ΑΠΕ σε μεγάλες ομάδες πολιτών, τοπικών πρωτοβουλιών, όπως και αγροτών, μια συμμετοχική ενεργειακή πολιτική, που θα τους εξασφάλιζε νέο εισόδημα, αλλά και επιπλέον παραγωγή ενέργειας, αργοπορήσατε για να ευνοήσετε τα ολιγοπώλια των μεγάλων.
Ο τρόπος που διαμορφώνεται η χονδρική τιμή στην Ελλάδα ανεβάζει την τιμή υπερβολικά προς όφελος ενός μικρού αριθμού μεγάλων παραγωγών. Ενώ υπάρχει ένας χώρος 20-25% μείωσης εάν σταματήσετε να επιτρέπετε στους παραγωγούς να έχουν υπερκέρδη (windfallprofits) μέσα από αυτήν την διαδικασία.
Στο διαδικτυακό σεμινάριο στο Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), βασικό συμπέρασμα είναι ότι η χώρα μας δεν είναι μόνον η πρωταθλήτρια με την ακριβότερη χονδρική τιμή ρεύματος, αλλά και εκείνη στην οποία ο τελικός καταναλωτής πλήττεται περισσότερο από την τιμή αυτή.
Κλείνοντας,
Και η πανδημία, και η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, απαιτούν μια εθνική στρατηγική.
Είναι ώρα για ευρύτερες συναινέσεις.
Όμως αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν αν η κυβέρνηση παραμένει δέσμια ισχυρών πελατειακών συμφερόντων, οικονομικών και ιδεολογικών προκαταλήψεων για τις δυνατότητες της ελεύθερης αγοράς, προκειμένου να λύσει τα προβλήματα του Ελληνικού λαού.
Τα σημερινά προβλήματα του Ελληνικού λαού μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο αν δεν υπάρχουν αποκλεισμοί, και αν χωρίς κομματικές παρωπίδες συμμετάσχει ο Ελληνισμός, οι παραγωγικές δυνάμεις και η νεολαία, στην διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής για την χώρα. Διαβούλευση δηλαδή, κάτι που δεν κάνατε και στη διαδικασία για την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανασυγκρότησης.»