Το βρετανικό μέσο εντοπίζει τους 5 πιθανούς τρόπους να αποφευχθεί η ένοπλη σύγκρουση, δεδομένου ότι μέχρι στιγμής, η διπλωματία εμφανίζεται ανίκανη να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα της ουκρανικής κρίσης.
Με τον Βλάντιμιρ Πούτιν να πιέζει μέσω της ανάπτυξης περισσότερων από 100.000 ρώσων στρατιωτών σε πολύ κοντινή απόσταση από τα σύνορα της Ουκρανίας και τον ρωσικό με το λευκορωσικό στρατό να πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις κοντά στα βόρεια σύνορά της, με στόχο την αναδιαμόρφωση της αρχιτεκτονικής ασφαλείας της ηπείρου, Ευρώπη, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν φαίνονται μέχρι στιγμής να επιτυγχάνουν το στόχο της αποκλιμάκωσης.
Μεταφράζεται αυτό σε αποτυχία της διπλωματίας; Ο διπλωματικός αναλυτής του BBC James Landale, θεωρεί πως αυτό δεν είναι απαραίτητο, και παρουσιάζει πέντε πιθανούς τρόπους η κρίση να ξεπεραστεί μέσω διεθνών συμβιβασμών.
Η λύση στην οποία ελπίζουν οι δυτικές κυβερνήσεις, είναι να καταφέρουν να πείσουν τον Πούτιν ότι το κόστος μιας εισβολής στην Ουκρανία θα ήταν μεγαλύτερο από τα πιθανά κέρδη, αναφέρει το βρετανικό μέσο.
Στις απώλειες θα περιλαμβάνονταν ανθρώπινες ζωές, οικονομικές κυρώσεις, αλλά και διπλωματικές αντιδράσεις – ενώ ο ρώσος πρόεδρος θα είχε να αντιμετωπίσει και τον φόβο ότι η Δύση ίσως υποστήριζε μια δυνητική ουκρανική ένοπλη αντίσταση. Κάτι τέτοιο θα τον ενέπλεκε σε ένα δύσκολο και ακριβό πόλεμο επί σειρά ετών.
Για να πετύχει αυτή η στρατηγική, ο Πούτιν θα πρέπει να πειστεί ότι τέτοιου είδους εξελίξεις θα είχαν και τεράστιο πολιτικό κόστος στο εσωτερικό της χώρας του, ενώ παράλληλη η Δύση θα πρέπει να του προσφέρει κάποιου είδους διπλωματική νίκη, που θα του επιτρέψει να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ειρηνοποιό, που δεν «τσίμπησε» από τις προκλήσεις του ΝΑΤΟ.
Έτσι, θα μπορεί να πείσει τους ψηφοφόρους του ότι ανάγκασε τη Δύση να τον ακούσει και να ανταποκριθεί στις «δικαιολογημένες ανησυχίες ασφαλείας» του.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι εξίσου εύκολα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Πούτιν απέτυχε, με τις πράξεις του να έχουν ενώσει τη Δύση και το ΝΑΤΟ να μετακινεί δυνάμεις σε μικρότερη απόσταση από τα ουκρανικά σύνορα – αλλά και να ενθαρρύνει τη Σουηδία και τη Φινλανδία να γίνουν μέλη του.
Οι δυτικές δυνάμεις έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτούν τις βασικές αρχές τους, όπως τα κυριαρχικά δικαιώματα και η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, το δικαίωμά της να αιτείται την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και την πολιτική «ανοιχτής πόρτας» που ακολουθεί η Συμμαχία.
Όμως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν παραδεχτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί κοινό έδαφος σε ευρύτερα ζητήματα ασφαλείας της Ευρώπης.
Σε αυτά θα μπορούσε να περιλαμβάνεται η αναβίωση συμφωνιών ελέγχου εξοπλισμών για τη μείωση των βαλλιστικών πυραύλων και των δύο πλευρών, η ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των ρωσικών και των νατοϊκών δυνάμεων, η αύξηση της διαφάνειας για τις στρατιωτικές ασκήσεις και τις τοποθεσίες των πυραύλων και η συνεργασία σε δοκιμές αντιδορυφορικού οπλισμού.
Η Ρωσία ήδη έχει καταστήσει σαφές ότι αυτά τα ζητήματα δεν αρκούν για να ικανοποιήσουν τη θεμελιώδη ανησυχία της ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη ρωσική ασφάλεια.
Ωστόσο, έχει σημειώσει ότι αν η παρουσία νατοϊκών πυραύλων μειωνόταν, μέρος των ρωσικών ανησυχιών θα καθησυχαζόταν.
Από κάποιες απόψεις, η Ρωσία θα έχει βγει κερδισμένη: θα έχει αναγκάσει την Ευρώπη να μπει σε ένα διάλογο ασφαλείας με τους δικούς της όρους.
Πρόκειται για ένα πακέτο συμφωνιών του 2014 και 2015, που υπογράφηκαν στη λευκορωσική πρωτεύουσα, με στόχο την εκεχειρία στα ανατολικά της Ουκρανίας, όπου μαίνεται εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και ρωσόφιλων ανταρτών.
Όπως είναι σαφές από τη συνεχιζόμενη σύγκρουση, οι συμφωνίες απέτυχαν. Όμως τουλάχιστον είχαν χαράξει ένα πιθανό μονοπάτι προς την εκεχειρία και έναν πολιτικό συμβιβασμό που στηριζόταν σε ένα πιο ομοσπονδιακό σύνταγμα.
Δυτικοί πολιτικοί έχουν υποστηρίξει ότι η αναβίωσή τους θα μπορούσε να είναι η λύση στην κρίση, με τον γάλλο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, μάλιστα, να δηλώνει ότι το Μινσκ «είναι ο μόνος δρόμος προς την ειρήνη».
Το πρόβλημα είναι ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν είναι ικανοποιημένη με τους όρους της συμφωνίας. Το Κρεμλίνο απαιτεί από την Ουκρανία να πραγματοποιήσει τοπικές εκλογές με στόχο την ενίσχυση ρώσων πολιτικών, ενώ το Κίεβο ζητά πριν από αυτό η Μόσχα να αφοπλίσει και να απομακρύνει τους ρώσους στρατιώτες που θεωρεί ότι έχουν τοποθετηθεί στην περιοχή.
Η μεγαλύτερη διαφωνία αφορά τα όρια της αυτονομίας που συναποφασίστηκε στο Μινσκ για τους αυτονομημένους θύλακες του Ντονμπάς. Το Κίεβο ζητά μια περιορισμένη μορφή αυτόνομης διακυβέρνησης, ενώ η Μόσχα ισχυρίζεται ότι το Ντόνετσκ και το Λούχανσκ θα πρέπει να μπορούν να επηρεάσουν ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας, αλλά και να ασκήσουν βέτο στην πιθανή ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος φόβος του Κιέβου: ότι μια αναβίωση του Μινσκ θα μεταφραστεί στο τέλος των ονείρων της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, χωρίς καν να την απορρίψει η Συμμαχία. Επομένως, είναι αμφίβολο αν αυτή η πιθανότητα θα βρει υποστήριξη στην Ουκρανία.
Ανήκει η ουδετερότητα στις διαθέσιμες επιλογές της Ουκρανίας;
Το BBC παραθέτει παλαιότερες φήμες, που αργότερα διαψεύσθηκαν, ότι η χώρα θα μπορούσε να ακολουθήσει το μοντέλο της Φινλανδίας, η οποία επισήμως είχε τηρήσει ουδέτερη στάση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν μια ανεξάρτητη, κυρίαρχη και δημοκρατική χώρα, όμως παρέμεινε – και παραμένει – εκτός ΝΑΤΟ.
Θεωρητικά, μια τέτοια επιλογή της Ουκρανίας θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Ωστόσο το πιθανότερο είναι ότι το Κίεβο δεν θα επέλεγε αυτή τη διαδρομή, καθώς θα άφηνε τη χώρα ευάλωτη στη ρωσική επιρροή.
Άλλωστε, πέραν του ΝΑΤΟ, η Ουκρανία φιλοδοξεί μια μέρα να ενταχθεί στην ΕΕ – και αυτή η μέρα μάλλον θα αναβληθεί ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση που επιλέξει την ουδετερότητα.
Θα μπορούσε η σημερινή εικόνα των ρωσοουκρανικών συνόρων να παγιοποιηθεί, με κάποιο βαθμό αποκλιμάκωσης;
Η Ρωσία θα μπορούσε να μετακινήσει σταδιακά τους στρατιώτες της σε μεγαλύτερη απόσταση από τα σύνορα, ανακηρύσσοντας το τέλος των ασκήσεων, αφήνοντας όμως σημαντικό στρατιωτικό εξοπλισμό στην περιοχή – για καλό και για κακό.
Η Μόσχα θα μπορούσε να συνεχίσει να υποστηρίζει τους αντάρτες στο Ντονμπάς και ταυτόχρονα η πολιτική και η οικονομία της Ουκρανίας θα μπορούσε να συνεχίσει να αποσταθεροποιείται από τη ρωσική απειλή.
Από την άλλη, η Δύση θα ήταν με τον τρόπο αυτό σε θέση να διατηρήσει ενισχυμένη νατοϊκή παρουσία στην Ανατολική Ευρώπη, με τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες της να προχωρούν ανά διαστήματα σε συναντήσεις με τους ρώσους ομόλογούς τους, χωρίς ωστόσο να σημειώνεται ουσιαστική πρόοδος.
Η Ουκρανία θα υπέφερε, όμως τουλάχιστον δεν θα βίωνε τον πόλεμο.
Σταδιακά, η αντιπαράθεση θα εξαφανιζόταν από τα πρωτοσέλιδα – και θα εντασσόταν στη μακρά λίστα των «παγωμένων» συγκρούσεων στις οποίες κανείς δεν δίνει πια σημασία.
Όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εύκολο ή πιθανό – και όλα τους, όσο δυσμενή και αν ακούγονται, απαιτούν συμβιβασμούς.
Το Κίεβο φοβάται ότι η Ουκρανία θα είναι εκείνη που θα σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των τελευταίων, προσπαθώντας ωστόσο ταυτόχρονα να εκτιμήσει το πραγματικό μέγεθος του κινδύνου καταστροφικής σύρραξης.
Το BBC καταλήγει ότι το μόνο πράγμα που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε είναι ότι όλες οι πλευρές εμφανίζονται προετοιμασμένες να συζητήσουν, διατηρώντας έτσι ανοιχτές τις πόρτες της διπλωματίας – έστω και μόλις κατά μερικά χιλιοστά.
Την επίθεση σε χριστουγεννιάτικη αγορά στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας καταδίκασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τονίζοντας…
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…