Η ενεργειακή κρίση, η αύξηση της τιμής του ρεύματος και ο πενταπλασιασμός της τιμής του φυσικού αερίου δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, είναι ευρύτερο. Ελληνικό, όμως, φαινόμενο είναι το να παρακολουθούμε κυνικά το βάρος αυτό να μετακυλίεται για ακόμα μία φορά στους ασθενέστερους, σε αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Να μετακυλίεται στα βασικά αγαθά, στα είδη πρώτης ανάγκης, στο νοικοκυριό, στην καθημερινότητα μας.
Και το βάρος αυτό γίνεται ακόμα πιο δυσβάσταχτο, όταν επικάθεται σε μία κοινωνία ήδη ταλανισμένη από την δεκαετή οικονομική κρίση, σε μία οικονομία που βρίσκεται αντιμέτωπη με το 5,1% του πληθωρισμού, με έλλειμμα 7%, με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη ως προς το ΑΕΠ, με τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το δημόσιο να φτάνουν τα 110.170 δις. ευρώ, τους απλήρωτους φόρους από την αρχή του 2021 να ανέρχονται σε 5.135 δις. ευρώ, και 4.138.953 οφειλέτες να χρωστούν στην Εφορία. Και όλα αυτά, μέσα σε κλίμα ευρύτερης αβεβαιότητας, με την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων.
Το πρόβλημα όμως κρύβεται πίσω από τους αριθμούς και τις στατιστικές. Και αφορά μία κοινωνία που για ακόμα μία φορά αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μιας νέας ανθρωπιστικής κρίσης. Και είναι ασυγχώρητο μπροστά σε αυτήν, να μένουμε αμέτοχοι παρατηρητές, μεταφέροντας λόγω ιδεοληψιών τις πρωτοβουλίες, τις παρεμβάσεις και φυσικά τις ευθύνες διαρκώς προς τα πίσω. Τόσο πίσω, όμως, που τελικά θα είναι αργά. Και αυτό δυστυχώς έχει επιλέξει η κυβέρνηση.
Πρώτη προτεραιότητα η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος των στοιχειωδών τους αναγκών. Και αυτή δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Με τρόπο που θα υπερκεράσει τα επίπεδα του πληθωρισμού και θα καταλήξει στη διαμόρφωση του με βάση τον διάλογο των κοινωνικών εταίρων, τις συλλογικές συμβάσεις και διαπραγματεύσεις. Σε χρόνο άμεσο, και όχι τον Μάιο όπως εξήγγειλε η κυβέρνηση, αφότου δηλαδή το τσουνάμι της ακρίβειας θα έχει περάσει στο ακέραιο στα νοικοκυριά, στην ενέργεια, στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, στα ενοίκια, θα έχει μειώσει σημαντικά τα εισοδήματα και ειδικότερα των πιο φτωχών.
Και συνοδευτικά, όλο το απαιτούμενο πλαίσιο μέτρων για την ανακούφιση της πραγματικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών από το κύμα των ανατιμήσεων. Αυτό πρέπει φυσικά να αφορά τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και στα τρόφιμα, τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα για τον περιορισμό του αυξημένου τους κόστους, αλλά και παρεμβάσεις που αφορούν αποτελεσματικούς και εντατικούς ελέγχους στην αγορά, ώστε να εντοπιστούν και να παταχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας.
Σταθερή μας επιλογή η υπευθυνότητα και αξιοπιστία, που συνοδεύει την κριτική για την κυβερνητική αδράνεια με τεκμηριωμένες θέσεις και αντιπροτάσεις, ώστε να καλύψουμε κενά και παραλείψεις. Γιατί στις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες που έχουμε μπροστά μας, ο καθένας επιλέγει το πρόσημο των επεξεργασιών και παρεμβάσεων του. Συνειδητή μας επιλογή, το δικό μας να αφορά τους πολλούς.
* Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι Γραμματέας ΚΠΕ του Κινήματος Αλλαγής