Πάντα αναρωτιόμουν, για την προσφώνηση του κινηματογραφικού ήρωα της ζωής μας, του «Bond, James Bond». Αυτή η διπλή μόνιμη επανάληψη του επωνύμου του ήρωος, είχε χαραχτεί από παλιά στη μνήμη μου· πάντα συστήνονταν ως «Bond, James Bond». Από το 1962 που πρωτοήρθε στους κινηματογράφους μας ο «Bond, James Bond», το τότε πουλέν (poulain) της διεθνούς κατασκοπίας, αυτή η επανάληψη του «Bond» κατάληξε να μου είναι ηχητικά απαραίτητη…
Είπα κι εγώ να δω τον κινηματογραφικό ήρωα των νεανικών μου χρόνων, επηρεασμένος από τις διαφημίσεις και τον σχετικό ντόρο ο οποίος δεν λείπει κάθε φορά που θα εμφανιστεί μια νέα παραγωγή του, και είδα τον «Bond, James Bond», το όμορφο, αθλητικό, κατακτητικό παλληκάρι, πάντα καλοντυμένο, κουστουμάτο, ατσαλάκωτο, το οποίο έβγαινε πάντα νικητής σε ό,τι αναλάμβανε· κάτι σαν τον Λούκι-Λουκ ή τον Αστερίξ με τον Οβελίξ μαζί· ο ήρωας σε κάθε μυστική αποστολή με απίστευτους περιπετειώδεις τρόπους. Μετά, θυμάμαι, ξεσκόνιζε με χτυπήματα των χεριών στο παντελόνι για να φύγουν οι σκόνες και να αποκατασταθεί το ατσαλάκωτο…
Εμείς, άντρες και γυναίκες, γνωρίσαμε τους διαφορετικούς Bond, Jamesbondάδες, ξεκινώντας από τον γοητευτικό και σοβαρό από πάσης απόψεως Σον Κόνερι, μετά από κάποιους ενδιάμεσους και τελευταία από τον ευαίσθητο και συγχρόνως σκληρό καρύδι, Ντάνιελ Κρεγκ, που με την τελευταία ταινία του συμπληρώνονται 59 χρόνια εικονικής ύπαρξης του ήρωά μας.
Κρατάει λοιπόν, κάτι παραπάνω από μισό αιώνα, αυτό το παγκόσμιο ενδιαφέρον για όλους σχεδόν τους λεβέντες 007 και η κινηματογραφική βιομηχανία γνωρίζει καλά με τις έρευνες γνώμης και τις ανιχνεύσεις της, πως, μια νέα μεγάλη παραγωγή πάνω στο είδος, δεν θα αφήσει ασυγκίνητο το ευρύτερο κοινό. Πήγα από περιέργεια περισσότερο και όχι ως σινεφίλ· και βρέθηκα στο γνώριμο περιβάλλον ενός 007, με απίστευτα εφέ, συνεχείς τεχνολογικές επινοήσεις, απαραίτητη και μπόλικη δόση μυθοπλασίας, ωραία τοπία και γυναίκες, το αναπόφευκτο ερωτικό φλερτ-story, αλλά και ο… καψούρης αυτή τη φορά «Bond, James Bond», Ντάνιελ, να δείχνει την ευαίσθητη πλευρά ενός τέτοιου ατρόμητου και αλύγιστου γόη πρωταγωνιστή, τον οποίο είχαμε συνηθίσει από παλιά ως και ά τ ρ ω τ ο ερωτικά…
Για άλλη μια φορά έχασα τον αναρίθμητο λογαριασμό των πτωμάτων, των καταστροφών, των άγριων αυτοκινητοκυνηγητών, μεταξύ κακών και καλών πρακτόρων, της θέασης (απαραιτήτως) καλλίγραμμων-θελκτικών κοριτσιών, πρακτόρισσες και μη… Εν τέλει, είδα όλα όσα περιέχονται σε μια υποχρεωτική… λίστα ρεπερτορίου «Bond, James Bond», σε αυτό το επί μισό αιώνα κινηματογραφικό franchise!
Το έργο, όση ώρα διήρκεσε, κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή, αφού η κάθε σκηνή έχει τα απρόσμενα και εντυπωσιακά πλάνα· όμως αν σκεφτούμε βαθύτερα και με πνεύμα κριτικής ματιάς, παράλληλα με τον δισταγμό μου να παριστάνω τον επαΐοντα κριτικό κινηματογράφου, η ταινία του «Bond, James Bond», έβαλε για άλλη μια φορά σε δοκιμασία τα διαρκώς αυξανόμενα μέσα τα οποία διαθέτει η βαριά βιομηχανία του θεάματος! Δίχως αυτά, το όλον τού 007 δεν μπορεί να σταθεί ως αφήγημα και ως ταινία που θα κρατήσει το ενδιαφέρον σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις ταξικές αποχρώσεις. Ας το χωνέψουμε για καλά: Η εικοστή τέταρτη ταινία (24) της σειράς του «Bond, James Bond», είναι καραμπινάτος «λαϊκός κινηματογράφος» της μάζας, γι’ αυτό και η μεγάλη επιτυχία του επί τόσο χρονικό διάστημα εξήντα χρόνων!
Όλα στην υπηρεσία του στόχου ενός θεαματικού εντυπωσιασμού, με παραγωγές που στοιχίζουν μυθικά κεφάλαια, ώστε να δημιουργηθεί το ενδιαφέρον για να κοπούν τα εκατομμύρια εισιτηρίων, οι διαφημίσεις και τα παρεπόμενα. Η παραγωγή της νέας ταινίας (του ‘21) στοίχησε-λέει- 250.000.000 δολάρια και αυτό είναι ένα οικονομικό μέγεθος που δείχνει το αξιοπρόσεκτο της περίπτωσης.
Δεν είναι και καμιά σπουδαία αποκάλυψη αυτή η σκέψη που διατυπώνω, το γνωρίζω, αλλά αποδεικνύω την αφέλειά μου με το να περιμένω μετά από μισό αιώνα και πάνω, στον πρόσφατο «Bond, James Bond», να διακρίνω νέα ρεύματα, ανατροπές στην κινηματογραφική τέχνη, χάραξη νέων ποιοτικών δρόμων, ιδεολογικούς προβληματισμούς κλπ· να σχηματιστεί τέλος πάντων ένα θεμέλιο νέου ενδιαφέροντος για τη συνέχεια της σειράς…
Όλες οι παραγωγές «Bond, James Bond», στόχευσαν στη μια και μοναδική συνταγή: εκείνη τού πολλαπλασιασμού των ταμειακών εισπράξεων και αυτό δεν το καταγράφω ως αρνητικό.
Ας θυμηθούμε πως όλα είναι χρήμα, ύλη και θέαμα· μέσα στον τρελό χορό των χαρτονομισμάτων αυτό είναι σύνηθες και αναμενόμενο και θα το δούμε σε κάθε χώρο τέχνης, με διαφορετική μορφή και εκδοχή, πάντα τηρουμένων των αναλογιών. Και η μουσική βιομηχανία διαθέτει παραγωγές σε μορφή εμπορικών Φεστιβάλ και άλλα διεθνή σόου, με προϋπολογισμούς απίστευτους, προκειμένου το θέαμα που θα προσφερθεί να γίνει ελκυστικό ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον όλων α ν ε ξ α ι ρ έ τ ω ς.
Ο «Bond, James Bond», εν τέλει, ήταν και συνεχίζει να είναι ένας καλός και προσφιλής ευγενής… μάγκας, που μάς απαλλάσσει από τον κόπο να σκεφτούμε οτιδήποτε πέρα από την στιγμιαία περιπέτεια, να χαλαρώσουμε και να περάσουμε καλά και ανέμελα, αραχτοί, μπροστά στις οθόνες με ποπ-κορν και κόκα-κόλα. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη, θα χαλούσε την, έστω στιγμιαία, ευδαιμονία μας…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης