«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»
Είχα έναν καλό φίλο που ήταν από τους παλιούς κομμουνιστές· εκείνους που βιώσανε δύσκολες καταστάσεις, με τις περιπέτειες της γενιάς του ’40, αλλά και των συνεπειών τής Γερμανικής κατοχής, όπως και τη δίνη τού εμφυλίου με τους «άλλους», τους νικητές, οι οποίοι μάντρωσαν για πολλά χρόνια μέσα σε φυλακές και εξορίες κάθε αριστερή – δημοκρατική συνείδηση. Ο φίλος μου βίωσε 20 χρόνια φυλακές από νεαρή ηλικία και μέσα απ’ το κελί του διάβαζε ακατάπαυστα, αποκτώντας τεράστια μόρφωση.
Το παράδειγμά μου δεν είναι σπάνιο. Η μεταπολεμική εποχή έχει αμέτρητα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι, παρά τις πολλές γνώσεις που κατέχουν, βγαίνουν στην πραγματική ζωή και αντιμετωπίζουν τον αδυσώπητο ρεαλισμό και τη φθορά τής καθημερινότητας…
Ήταν λοιπόν αυτός ο φίλος που για πρώτη φορά, καθώς τραγουδούσαμε την Άρνηση (το Περιγιάλι των Θεοδωράκη— Σεφέρη), μου άνοιξε συζήτηση για την άνω τελεία του ποιήματος στο σημείο που λέει «πήραμε τη ζωή μας·». Αυτή η άνω τελεία, συζητήθηκε πολύ στη δεκαετία του ’60, κυρίως από λόγιους και διανοούμενους της εποχής, οι οποίοι συχνά δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, ακόμα και «δι’ ασήμαντον αφορμή». Αυτή η άνω τελεία απασχόλησε εφημερίδες της εποχής και περιοδικά Τέχνης προκαλώντας έντονες συζητήσεις σε καλλιτεχνικά στέκια και τόπους πνευματικών και πολιτικών συναντήσεων. Είχε γίνει κάτι σαν…viral, όπως θα το λέγαμε σήμερα στη διαδικτυακή νέα Ελλάδα…
Ομολογώ πως ποτέ δεν μπόρεσε να καταλαγιάσει μέσα μου αυτή η τοποθέτηση της άνω τελείας τού ποιητή που βάλθηκε να μάς… προβληματίσει από το μακρινό 1931, με τη συλλογή ποιημάτων του με τον τίτλο: «Στροφή». Το μόνο που κατάφερα να καταλάβω μετά την πάροδο τόσων χρόνων, σ’ αυτό το επίμαχο σημείο τού ποιήματος, είναι πως ο Σεφέρης ήταν τουλάχιστον σκεπτικιστής, αν όχι αρνητικός (εξ’ ου και ο τίτλος Άρνηση), στο να παλεύεις τη ζωή μ ό ν ο με «καρδιά», με «πνοή», «πόθους» και «πάθος». Εκεί η άνω τελεία διακόπτει τη φράση, για να υπογραμμίσει (να υποστηρίξει) πως όλα αυτά (για τον ποιητή) ήταν «Λάθος!». Ας μην ξεχνάμε πως ο ποιητής είχε προλάβει να βιώσει νεότατος τον Εθνικό Διχασμό (1915-1917) και βέβαια τη Μικρασιατική καταστροφή, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τις ευαίσθητες ψυχές!
Γνωρίζω πως οι συμβολισμοί, οι αλληγορίες, ο υπερρεαλισμός των αρχών τού 20ου αιώνα και τα πολυποίκιλα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής εκείνης, αφήνουν ανοιχτό το πεδίο για μια πιο προσωπική ερμηνεία ενός ποιήματος και κατ’ επέκταση ενός τραγουδιού. Η άνω τελεία με αφήνει περίπου ελεύθερο να ερμηνεύσω το (τόσο) βάθος μιας ποιητικής λεπτομέρειας, η οποία σκεπάστηκε από την καθημερινή και συχνότατη χρήση του τραγουδιού από τον ελληνισμό επί τόσα χρόνια, από το 1962 που κυκλοφόρησε ο δίσκος και μάθαμε το τραγούδι· εξήντα χρόνια είναι αρκετό διάστημα για να «δικαιωθεί» εκείνη η ποιητική στιγμή, ως προς την αναγκαιότητα ή μη τής άνω τελείας.
Το Περιγιάλι (μ’ αυτόν τον τίτλο το γνωρίζει ο κόσμος) υπάρχει και με την κατά Σεφέρη γραφή της άνω τελείας από τον Γιώργο Μούτσιο, αλλά ο κόσμος κράτησε και τραγούδησε την κλασική ερμηνεία (μαζί με το «λάθος» τής άνω τελείας τού… Μπιθικώτση).
Σ’ αυτό το σημείο όμως να τονίσω πως η ορχήστρα που συνοδεύει τον Μπιθικώτση (μπουζούκια, κιθάρα) δεν λαμβάνει υπ’ όψη την παύση που «απαιτεί» η άνω τελεία τού Σεφέρη· το «λάθος» λοιπόν (που δεν είναι λάθος) το «χρεώνεται» εξ’ ολοκλήρου ο Μίκης, ο οποίος και αδιαφόρησε (?) συνειδητά για την σύσταση του ποιητή να προχωρήσει σε διόρθωση, αναγκάζοντας τον ερμηνευτή να αδιαφορήσει για εκείνη τη ριμάδα άνω τελεία, αφού έπρεπε να ακολουθήσει την ορχήστρα τού Μίκη…
Όλα όμως χωνεύονται με τον χρόνο, ο οποίος… επιβάλλει με τον δικό του τρόπο, ακόμα και τα τραγούδια! Σαν ένα τεράστιο στόμα που γεύεται καρπούς κι ό,τι γεννιέται από τον άνθρωπο· το μασάει, το αλέθει και κρατάει ό,τι είναι ουσιαστικό και χρήσιμο.
Έτσι λοιπόν, ο χ ρ ό ν ο ς κράτησε από το συγκεκριμένο τραγούδι εκείνο που του αρμόζει: τον λυρικό υποκειμενισμό του. Την ελευθερία του. Την προσωπική ερμηνεία κι ας είναι λάθος. Το τραγούδι έμελλε να εξελιχθεί σε ύμνο, στοχεύοντας, σαν βελάκι που σημαδεύει, την καρδιά τού ανθρώπινου λυρισμού…
Αμέτρητες φορές στις παρέες τραγούδησα το Περιγιάλι μαζί με τον επίμονο παλιό μου φίλο, τον κομμουνιστή. Νιώθαμε τη μυσταγωγία μελωδίας-στίχου με κλειστά τα μάτια· ρεύματα συγκίνησης μας κατακυρίευαν συνοδεύοντάς τα με όνειρα για μελλοντικούς δρόμους… Τον έβλεπα πάντα να τραγουδάει με υγρά μάτια και στις φράσεις «διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό» ένας κόμπος μάς έπνιγε όλους. Ήθελα να τον πειράξω και τον ρώτησα:
– Περνάς καλά φίλε;
– Αυτή τη στιγμή είμαι ευτυχισμένος, μου απαντούσε…
– Και με την άνω τελεία;
– Άστη να πάει στο διάολο…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης