«Οι Ταλιμπάν δεν είναι σαν το στρατό των Βορειο Βιετναμέζων» διακήρυττε ο Τζο Μπάιντεν στις 8 Ιουλίου, λίγα 24ωρα αφότου οι ΗΠΑ εγκατέλειπαν την αεροπορική βάση Μπαγκράμ, την καρδιά των επιχειρήσεών τους επί δύο δεκαετίες στο Αφγανιστάν.
«Ούτε κατά διάνοια δεν συγκρίνονται ως προς τις ικανότητές τους. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναδείτε εικόνες με ανθρώπους να εκκενώνονται από τη στέγη της πρεσβεία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν», πρόσθεσε. Αλλά αυτό ακριβώς συνέβη μία εβδομάδα αργότερα όταν ελικόπτερα Σινούκ παραλάμβαναν Αμερικανούς διπλωμάτες και προσωπικό από την πρεσβεία, την ώρα που απεγνωσμένοι Αφγανοί πολιορκούσαν το αεροδρόμιο με την ελπίδα να επιβιβαστούν στα αεροπλάνα της προσφυγιάς.
Οι εικόνες του χάους στο αεροδρόμιο έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τη σχεδόν αναίμακτη κατάληψη από τους Ταλιμπάν της Καμπούλ λίγες ώρες νωρίτερα. Πλέον ελέγχουν περισσότερα εδάφη του Αφγανιστάν απ’ ό,τι το 2001, όταν εκδιώχθηκαν από την εξουσία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ. Ακόμη κι οι ίδιοι οι Ταλιμπάν, που πόζαραν για selfies στο εγκαταλελειμμένο από τον Αφγανό πρόεδρο Ασράφ Γάνι, γραφείο του στο προεδρικό μέγαρο, έδειχναν ξαφνιασμένοι με την αστραπιαία επικράτησή τους.
Μέχρι στιγμής οι Ταλιμπάν επέτρεψαν στους Αμερικανούς να απομακρύνουν με πτήσεις χιλιάδες άτομα, αλλά αποκρούουν τα πλήθη που προσπαθούν να επιβιβαστούν στα αεροπλάνα, ενώ η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι καθώς απομένουν ακόμη χιλιάδες Αμερικανοί στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν και οι Ταλιμπάν μπορεί να χάσουν την υπομονή τους με την παράταση της παρουσίας αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων στη χώρα, αλλά και την απόφαση των ΗΠΑ να μπλοκάρουν την πρόσβασή τους σε περιουσιακά στοιχεία του Αφγανιστάν στο εξωτερικό.
Η άτακτη φυγή των ΗΠΑ από την Καμπούλ, όπως και εκείνη από τη Σαϊγκόν το 1975 με τη λήξη του Πολέμου του Βιετνάμ, συνιστά ένα καθοριστικό γεωπολιτικό ορόσημο, σημειώνει σε ανάλυσή του ο Eoconomist, καθώς η υπερδύναμη του πλανήτη ηττήθηκε από έναν πιο αδύναμο εχθρό. Ο Τζο Μπάιντεν και στις δύο περιπτώσεις – τότε με την ιδιότητα του γερουσιαστή και τώρα εκείνη του Προέδρου των ΗΠΑ – ήταν υπέρ της ταχείας αποχώρησης. Και τότε, όπως και τώρα, οι δριμείς επικριτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προέβλεπαν ότι η άτακτη φυγή θα ανησυχήσει σφόδρα τους συμμάχους και θα ενθαρρύνει τους εχθρούς. Γειτονικά κράτη και πλούσιες χώρες στη Δύση φοβούνται μια νέα προσφυγική παλίρροια, ενώ οι τζιχαντιστές ανά την υφήλιο βλέπουν στην ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μια νέα «θεϊκή παρέμβαση», όπως και στην ήττα της ΕΣΣΔ πριν από 32 χρόνια.
Οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές, πρωτίστως, στο Αφγανιστάν, αν και είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς κατά πόσον η θριαμβευτική επάνοδος στην εξουσία των Ταλιμπάν αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο στον αιματηρό πόλεμο που μαίνεται εδώ και τέσσερις δεκαετίες στη χώρα με πάνω από 117.000 Αφγανούς να έχουν χάσει τις ζωές από το 2001. Το Αφγανιστάν παραμένει μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη κι αν η Δύση κλείσει τη στρόφιγγα της βοήθειας, θα χάσει τα όποια οικονομικά και κοινωνικά οφέλη – όπως η εκπαίδευση των κοριτσιών – που αποκόμισε την τελευταία 20ετία.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα κυβερνήσουν οι Ταλιμπάν, αφού την τελευταία φορά που βρέθηκαν στην εξουσία την πενταετία 1996 – 2001, βύθισαν τη χώρα σ’ έναν θεοκρατικό μεσαίωνα απαγορεύοντας στα κορίτσια να σπουδάζουν, στις γυναίκες να εργάζονται, απαγορεύοντας τη μουσική, εξαπολύοντας πογκρόμ κατά μειονοτήτων – το έκαναν και το τελευταίο διάστημα, όπως κατήγγειλε προ ημερών η Διεθνής Αμνηστία – ενώ παρείχαν καταφύγιο σε εξτρεμιστές, κυρίως της Αλ Κάιντα. Το «ισλαμικό εμιράτο» του Αφγανιστάν αναγνώριζαν τότε μόνον η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Πακιστάν, σπόνσορας επί μακρόν των Ταλιμπάν.
Αυτή τη φορά οι Ταλιμπάν προσπαθούν να πείσουν ότι άλλαξαν πρόσωπο έχοντας ως βασική προτεραιότητα να μη διακοπεί η λειτουργία του κράτους, εξ ου και η γενική αμνηστία που κήρυξαν για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και υπαλλήλους, καλώντας τους να γυρίσουν στις δουλειές τους. Ο υπουργός Υγείας κι ο δήμαρχος της Καμπούλ παραμένουν στο πόστο τους, ενώ έκλεισαν συμφωνίες με τον πρώην ΥΠ ΕΞ του Αφγανιστάν, Σαλαχουντίν Ραμπαντί και τον πρώτο πρόεδρο της χώρας, που είχαν τοποθετήσει οι ΗΠΑ, τον Χαμίντ Καρζάι. Παράλληλα προσέλαβαν ειδικούς για να μπορούν να χρησιμοποιούν τον οπλισμό που κατέσχεσαν και προσπαθούν να βρουν και πιλότους μαχητικών.
Στις αγροτικές περιοχές έδωσαν κάποια δείγματα γραφής επιτρέποντας σε δασκάλους και γιατρούς να συνεχίσουν στις δουλειές τους εφόσον σέβονται τους κανόνες των Ταλιμπάν. «Θα προσπαθήσουν να αναλάβουν τον έλεγχο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, όσων υφίστανται και νομίζω ότι θα επιδιώξουν σταθερότητα παρά κάποια επανάσταση», λέει στον Economist η Άσλι Τζάκσονς (Ashley Jackson) της δεξαμενής σκέψης Overseas Development Institute (ODI), που εδρεύει στο Λονδίνο. Με την κατάληψη της εξουσίας οι Ταλιμπάν προσπαθούν, σύμφωνα με την Μαρτίν Φαν Μπίτζλερτ (Martine van Bijlert) του Afghanistan Analysts Network, να βρουν την ισορροπία ανάμεσα στην ιδεολογική καθαρότητα, όπως τη βλέπουν πολλοί μαχητές τους, και το αίτημα για εκπαίδευση, που ασπάζονται ακόμη και πολλοί από τους συντηρητικότερους Αφγανούς. Ο Μουσταφά Μπεν Μεσάουντ (Mustapha Ben Messaoud) της Unicef δηλώνει «συγκρατημένα αισιόδοξος».
Όμως πόσο θα κρατήσει αυτή η στάση των Ταλιμπάν είναι άγνωστο και είναι λίαν ανησυχητικά τα νέα που καταφθάνουν από διάφορες περιοχές, όπως στη Χεράτ, που διέταξαν τις φοιτήτριες να εγκαταλείψουν τα έδρανά τους, τις εργαζόμενες να παρατήσουν τις δουλειές τους και τα ΜΜΕ να λειτουργούν μόνον εφόσον δεν παραβιάζουν τις «ισλαμικές αξίες». Ούτε θα πείσουν πολλούς Αφγανούς ότι δεν θα εκδικηθούν όσους συνεργάστηκαν με την κυβέρνηση στην Καμπούλ και τις ξένες δυνάμεις. Μετά την κατάληψη της πόλης Σπιν Μπολντάκ κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν, οι Ταλιμπάν φέρονται να μακέλεψαν δεκάδες οπαδούς της κυβέρνησης, στην Κανταχάρ απήγαγαν και δολοφόνησαν έναν δημοφιλή κωμικό, ενώ στην Καμπούλ φέρονται να κυνηγούν Αφγανούς πρώην διερμηνείς των αμερικανικών δυνάμεων και διοικητές του στρατού. Στη Τζαλαλαμπάντ σκότωσαν στις 18 Αυγούστου διαδηλωτές που ανέμιζαν την αφγανική σημαία κι όχι το μπαϊράκι των Ταλιμπάν
Αλλά οι υποσχέσεις των Ταλιμπάν ότι θα δείξουν «έλεος» σε κυβερνητικές δυνάμεις, αν καταθέσουν τα όπλα, φαίνεται ότι βρήκαν αντίκρισμα και εξηγούν την αστραπιαία προέλασή τους. Όταν εγκατέλειψαν οι Σοβιετικοί το 1989 το Αφγανιστάν, η τότε εγκάθετη κυβέρνησή τους επέζησε επί τρία χρόνια προτού καταρρεύσει. «Δαπανήσαμε πάνω από ένα τρισ. δολάρια. Εκπαιδεύσαμε και εξοπλίσαμε έναν αφγανικό στρατό με 300.000 μέλη, μεγαλύτερο σε μέγεθος από τους στρατούς πολλών από τους νατοϊκούς μας συμμάχους», είχε δηλώσει απογοητευμένος ο Μπάιντεν την επομένη της κατάληψης της Καμπούλ. Αλλά πώς κατέρρευσε αυτός ο στρατός σαν χάρτινος πύργος μέσα σε λίγα 24ωρα;
Στις δύο δεκαετίες της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν οι Tαλιμπάν είχαν καταλάβει για σύντομα διαστήματα μόνον μία πόλη, την Κουντούζ. Αλλά από τις 6 Αυγούστου άρχισαν από την Ζαράνα στα νοτιοδυτικά να εξαπλώνονται σαν παλιρροϊκό κύμα καταλαμβάνοντας την μία περιφερειακή πρωτεύουσα μετά την άλλη μέχρι την άλωση της Καμπούλ στις 15 Αυγούστου. Κατέχουν πλέον σχεδόν όλα τα εδάφη της πρώην Βόρειας Συμμαχίας, που είχε συμπράξει με τις ΗΠΑ το 2001 και μόνον δύο προσωπικότητες του Αφγανιστάν, ο πρώην αντιπρόεδρος Αμρουλάχ Σάλεχ και ο γιος του δολοφονημένου διοικητή Μανσούντ, προσπαθούν να οργανώσουν ένοπλη αντίσταση στους Ταλιμπάν στην Κοιλάδα του Πανσίρ, με αβέβαιη όμως έκβαση, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Η επιτυχία των Ταλιμπάν οφείλεται, σύμφωνα με τον Εconomist, από τη μια στην υποστήριξη από το Πακιστάν, τoν περισπασμό της προσοχής των ΗΠΑ στο Ιράκ, τα έσοδα από το εμπόριο ναρκωτικών και τη διαφθορά της ελίτ του Αφγανιστάν, αλλά επέδειξαν και ευελιξία ασπαζόμενοι στο τελευταίο στάδιο των επιχειρήσεων τους τη ρήση του αρχαίου Κινέζου αξιωματικού και συγγραφέα Σουν Τσου, ότι η τέχνη του πολέμου συνίσταται στην καθυπόταξη του εχθρού χωρίς πόλεμο. «Αυτό που συνέβη ήταν ίσως μια από τις καλύτερα οργανωμένες αντάρτικες εκστρατείες όλων των εποχών», σχολιάζει ο Βρετανός πρώην αξιωματικός στην επαρχία Χελμάντ, Μάικ Μάρτιν: «Οι Ταλιμπάν πήγαν σε κάθε επαρχία και πήραν με το μέρος τους όλες τις ντόπιες παραστρατιωτικές ομάδες συνάπτοντας συμφωνίες με τις φυλές. Κι από τη στιγμή που αυτές οι ομάδες αυτομόλησαν, η κυβερνητική πλευρά δεν διέθετε πλέον αρκετή επιρροή κι έτσι ο στρατός αναγκάστηκε να παραδοθεί».
Ο αφγανικός στρατός που έφτιαξαν οι ΗΠΑ ήταν μεγάλος, καλά εξοπλισμός και διέθετε και αεροπορική δύναμη, αλλά δεν ταίριαζε στο είδος του πολέμου που απαιτούσε η χώρα. Η ηγεσία του στρατού συγκρούστηκε με ισχυρές φυλές και οικογένειες, η διαφθορά ήταν ενδημική, ο εξοπλισμός κατέληγε σε μεγάλες αποθήκες κι από εκεί μοιραζόταν παντού, λέει ο Τζακ Γουότλινγκ (Jack Watling) της δεξαμενής σκέψης Royal United Services. Aν και ο Αφγανικός στρατός αριθμούσε στα χαρτιά 352.000 άνδρες, οι πραγματικά μάχιμοι ήταν κάπου 96.000 σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης CNA – δηλαδή όχι πολλοί περισσότεροι από τους περίπου 60.000 μαχητές των Ταλιμπάν. Πέραν τούτου πολλοί από τους στρατιώτες ήταν πολιορκούμενοι σε βάσεις, απλήρωτοι και πεινασμένοι και κατέγραψαν υψηλές απώλειες. Κι οι λιγοστές ειδικές δυνάμεις του Αφγανιστάν δεν μπορούσαν να καταφέρουν και πολλά. Η απόφαση των ΗΠΑ να αποσύρουν τις δυνάμεις τους ήταν η χαριστική βοή, αφού έδωσε το στίγμα στις ντόπιες δυνάμεις ότι η Ουάσιγκτον θεωρούσε χαμένη υπόθεση τη χώρα.
ΟΙ ΗΠΑ και οι δυτικές χώρες μετά την ταπείνωσή τους ελπίζουν να ασκήσουν μια κατευναστική επιρροή στους Ταλιμπάν χρησιμοποιώντας την ξένη βοήθεια και τη διπλωματική αναγνώριση του νέου καθεστώτος του Αφγανιστάν ως μοχλούς πίεσης, αλλά όπως σημειώνει στην ανάλυσή του ο Economist, η στρατηγική αυτή δεν αναμένεται να αποφέρει καρπούς αφού το Ιράν και η Ρωσία δείχνουν τώρα πιο φιλικές προς τους Ταλιμπάν απολαμβάνοντας την πανωλεθρία της Ουάσιγκτον, το Πακιστάν δεν κρύβει τη χαρά του «που έσπασαν τις αλυσίδες της σκλαβιάς στο Αφγανιστάν», όπως είπε ο πρωθυπουργός Ιμράν Χαν. Αλλά η μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία για τους Ταλιμιπάν είναι η στάση της Κίνας, που έχει μια μικρή συνοριακή γραμμή με τη χώρα και φιλοξένησε μια αντιπροσωπία των ισλαμιστών στην Τιαντζίν στις 28 Ιουλίου αποκαλώντας τους Ταλιμπάν «αποφασιστική στρατιωτική και πολιτική δύναμη», χαιρετίζοντας την προοπτική «σχέσεων φιλίας και συνεργασίας». Ωστόσο, οι σχέσεις του Αφγανιστάν με τις γειτονικές χώρες θα εξαρτηθεί από τους δεσμούς των Ταλιμπάν με διεθνείς τζιχαντιστικές οργανώσεις. Η Ρωσία ανησυχεί επί παραδείγματι για τυχόν επιθέσεις στο μαλακό της υπογάστριο στην κεντρική Ασία κι η Κίνα για την παρουσία των μουσουλμάνων Ουιγούρων, που τους θεωρεί απειλή για τη σταθερότητα στη δυτική της επαρχία Σιντζιάνγκ.
Ο ισλαμικός εξτρεμισμός στο Αφγανιστάν ανησυχεί εδώ και καιρό τη Δύση. Η Αλ Κάιντα, που βρήκε καταφύγιο εκεί και ενορχήστρωσε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου είναι πλέον σκιά του εαυτού της, αλλά η ιδεολογία της εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά, από την οποία ξεφύτρωσε μεταξύ άλλων και το ISIS και τα παρακλάδια του, και ενέπνευσε «μοναχικούς λύκους» στη Δύση. Οι Ταλιμπάν προσπαθούν να καθησυχάσουν τις ανησυχίες ότι το Αφγανιστάν θα ξαναγίνει λίκνο της διεθνούς τρομοκρατίας, αλλά τον περασμένο μήνα ομάδα του ΟΗΕ που παρακολουθεί τη δράση τζιχαντιστικών οργανώσεων, ανέφερε ότι η Αλ Κάιντα παραμένει παρούσα σε τουλάχιστον 15 από τις 34 επαρχίες του Αφγανιστάν, όπως κι ένα παρακλάδι του ΙSIS σε αρκετές περιοχές με έως και 10.000 μέλη. Δυτικές υπηρεσίες θεωρούν ότι ο διάδοχος του Οσάμα Μπιν Λάντεν στο τιμόνι της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι κρύβεται στο Αφγανιστάν, αν και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ στο εκρηκτικό μείγμα έρχεται να προστεθεί και η απελευθέρωση από τους Ταλιμπάν χιλιάδων κρατουμένων, πολλοί εκ των οποίων σκληροπυρηνικοί τζιχαντιστές, από φυλακή στην Καμπούλ.
Στην Ουάσιγκτον πιστεύουν ότι θα μπορούν να ελέγχουν τη δράση των τρομοκρατών με άγρυπνη παρακολούθηση των κινήσεών τους και στοχευμένες επιθέσεις, αλλά οι δυνατότητες αυτές έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό, καθώς οι ΗΠΑ πολύ σύντομα δεν θα διαθέτουν στρατιωτική ή διπλωματική υπηρεσία στη χώρα, ούτε θα μπορούν να ποντάρουν στη συνεργασία με τις υπηρεσίες πληροφοριών του Αφγανιστάν, που πιθανότατα θα διαλυθούν ή είναι απίθανο να συνεργαστούν με τη Δύση. Πέραν τούτου η περίπλοκη γεωγραφία της χώρας δυσχεραίνει την αποστολή των ΗΠΑ, που δεν διαθέτουν πλέον αεροπορική βάση εκεί. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της CIA απογειώνονταν κάποτε από το γειτονικό Πακιστάν, αλλά οι σχέσεις του τελευταίου με τις ΗΠΑ είναι στο κατώτερο δυνατό σημείο. Φυσικά θα μπορούσαν να απογειωθούν μαχητικά ή να εκτοξευθούν πύραυλοι από βάσεις στον Περσικό ή από αεροπλανοφόρο, αλλά θα πρέπει να περάσουν πάνω από το Ιράν και το Πακιστάν, με ή χωρίς την έγκρισή τους…
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ΕΣΣΔ είχε εισβάλει στο Αφγανιστάν και στήριξε συμμάχους της στην κεντρική Αμερική και την Αφρική εν μέρει θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ είχαν αποδυναμωθεί στο Βιετνάμ. Η Κίνα έσπευσε να πανηγυρίσει την αποχώρηση της Αμερικής από το Αφγανιστάν με την εφημερίδα Global Times, όργανο του ΚΚ της Κίνας να κάνει λόγο για «οιωνό για το μέλλον της Ταϊβάν». Ο πρώην υπ Αμ της τελετυαίς, Άντριου Γιανγκ συμφωνεί ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν συνιστά μάθημα για τη χώρα του, που «θα πρέπει να στηρίζει στις δικές της δυνάμεις [έναντι της κινεζικής απειλής] παρά στην αμερικανική υποστήριξη». Την ίδια ώρα στην Ινδία πολλοί αξιωματούχοι ανησυχούν για τη νίκη των συμμάχων του Πακιστάν στο Αφγανιστάν και την πιθανότητα επανενεργοποίησης της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας και δεδομένων των σχέσεων που έχουν αναπτύξει με τις ΗΠΑ έναντι της Κίνας, έχουν σοκαριστεί με την προφανή αναξιοπιστία των Αμερικανών. «Η αποχώρηση των ΗΠΑ έδειξε πλήρη αδιαφορία γι’ αυτό που θα πυροδοτούσε στη συνέχεια. Κατάφερε ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή», λέει ο Ινδός πρώην διπλωμάτης Νιρουπάμα Ράο.
Στην Ευρώπη, στο μεταξύ, πνέουν μένεα που η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν τους παρουσιάστηκε ως τετελεσμένο γεγονός. Ένας διπλωμάτης είπε στον Economist ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συνάξουν συμπεράσματα για την αξιοπιστία των ΗΠΑ αναφορικά με κρίσεις σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή και η Σαχέλ στην υποσαχάρια Αφρική. Ενώ ο συντηρητικός βουλευτής και πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του Βρετανικού Κοινοβουλίου, Τομ Τούγκενγχαντ, τόνισε ότι η Βρετανία θα πρέπει να ενισχύσει τους δεσμούς της με τους ευρωπαίους εταίρους στο ΝΑΤΟ και να διασφαλίσει ότι «δεν θα εξαρτάται από έναν μόνον σύμμαχο, από τις αποφάσεις ενός ηγέτη».
Από την άλλη, ελάχιστοι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν κάπου αλλού να στραφούν έναντι της αναδυόμενης ρωσικής και κινεζικής απειλής. «Είναι σκληρό το πλήγμα για την Αμερική», παραδέχεται ο διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Lowy Institute, που εδρεύει στην Αυστραλία, Μάικλ Φούλιλαβ (Michael Fullilove), «αλλά δεν αλλάζει τους σχεδιασμούς της Αυστραλίας». Ενώ στην Ιαπωνία, ανώτερος αξιωματούχος που ρωτήθηκε αν η χώρα του ανησυχεί, απάντησε ξεκάθαρα: «όχι γιατί άλλο είναι το Αφγανιστάν, κι άλλο η Ιαπωνία».
- Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του εβδομαδιαίου βρετανικού οικονομικού περιοδικού The Economist με τίτλο «From Saigon to Kabul: what America’s Afghan fiasco means for the world», πατώντας ΕΔΩ