Τις επόμενες ημέρες σφυρίζει η λήξη του φετινού αγώνα εισαγωγής στην Γ΄βάθμια εκπαίδευση για να ακολουθήσει η βασανιστική περίοδος αναμονής, προβλέψεων και (θα έπρεπε) περίσκεψης, λίγο πριν την ανακοίνωση των επιδόσεων και την έναρξη της προθεσμίας για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού, με τις προτιμήσεις των τμημάτων ΑΕΙ των υποψηφίων.
Φέτος, για πρώτη φορά, οι υποψήφιοι θα κληθούν να συμπληρώσουν παράλληλα και το νέο μηχανογραφικό με προτιμήσεις τμημάτων των Δημοσίων Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης, αλλά κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτό. Τι να το κάνεις το παράλληλο μηχανογραφικό για τα Κ.Ε.Κ. όταν «χθες οι υποψήφιοι των Γενικών Λυκείων εξετάστηκαν στα αρχαία, τη βιολογία και τα μαθηματικά …. μαθήματα υψηλής βαρύτητας για την εισαγωγή σε σχολές όπως νομικές, ιατρικές και πολυτεχνικές», γράφει χαρακτηριστικά άρθρο σε καθημερινή εφημερίδα. Είναι προφανές ότι η δύναμη των στερεοτύπων των «καλών σχολών», που περιορίζονται στις 3 κατευθύνσεις, καλά κρατεί.
Στις οικογένειες με παιδιά που φέτος δίνουν τη μάχη για μια θέση στο πανεπιστήμιο, κυριαρχεί μια κατάσταση της παραδοσιακής οικογενειακής αγωνίας μαζί με τη γενικευμένη σύγχυση και φόβο που φέρνει η άγνοια ενός κόσμου που μεταβάλλεται με ταχύτητα, που οι μεγάλοι δεν προλαβαίνουμε να αντιληφθούμε και οι νέοι που τον οσφραίνονται, τσεκουρώνονται από τον παντοδύναμο προκρούστη των δικών μας στερεοτύπων.
Σ’ αυτόν τον αγώνα αγωνίας, τον άδικο, με στεγανά και παρωπίδες, που σπρώχνουμε τα παιδιά μας από τη μέρα που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, έρχεται η ώρα της συμπλήρωσης του μηχανογραφικού των «προτιμήσεών τους». Αυτών, που δεν τους αφήσαμε χώρο να αποκτήσουν, αναπαράγοντας έτσι τις δικές μας προτιμήσεις – προσδοκίες και ανεκπλήρωτα όνειρα.
Κι όσα ξεφεύγουν από τη μέγγενη του κατά την ελληνική παράδοση προτύπου επαγγελματικής επιτυχίας, που συνοψίζεται σε μια ιατρική ποδιά, σε ένα κοστούμι κι έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα ή στην κομψή συντομογραφία «μέλος ΤΕΕ» κάτω από το όνομά τους, πολεμούν σε έναν άνισο πόλεμο που αφήνει μόνιμα τραύματα αισθήματος αποτυχίας και ανεπάρκειας που κουβαλάνε για μια ζωή.
Ποιος, λοιπόν, θα δώσει σημασία- σήμερα που αλλάζει ο κόσμος, αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό- στο παράλληλο Μηχανογραφικό της Επαγγελματικής Κατάρτισης;
Πώς να στραφούν οι νέοι μας προς τη Τεχνική Εκπαίδευση – απαραίτητο μοχλό ανάπτυξης της κοινωνίας μας – όταν μόνη συνταγή ευτυχίας στη ζωή τούς μαθαίνουμε από τα γεννοφάσκια τους ότι είναι το πανεπιστήμιο;
Πώς να στραφούν οι νέοι μας προς τη Τεχνική Εκπαίδευση όταν η αριστεία, στην αντίληψη της μέσης ελληνικής οικογένειας, ταυτίζεται με 3-10 πανεπιστημιακές σχολές και τις συγγενικές τους;
«Γιατί να σπουδάσω κάτι που δε μου αρέσει για να κάνω ένα επάγγελμα που μια ολόκληρη ζωή δεν θα καλύπτει τα θέλω μου;» Αναρωτιέται στα 25 του ο Νίκος, σερβιτόρος σε τοπικό καφέ, φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, που πιθανά δεν θα τελειώσει ποτέ και συμπλήρωσε κι αυτός πριν επτά χρόνια το μηχανογραφικό των «προτιμήσεων του», με την «αμέριστη στήριξη» των γονιών, των εκπαιδευτικών, των συγγενών και οικογενειακών φίλων. Σε μια μέση ελληνική οικογένεια, όπου η συνταγή Σχολείο – Πανεπιστήμιο – Μεταπτυχιακό – και υπόρρητα κατατείνει σε μια «καλή θέση στο Δημόσιο», αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικογενειακής συμπαράστασης.
Στον κάθε «Νίκο», ποιος από εμάς έχει να δώσει μια πειστική απάντηση, που να δικαιολογεί την εμμονή των «μεγάλων» στα αραχνιασμένα πρότυπα του περασμένου αιώνα;
Κι αφού απάντηση δεν έχουμε, αντί να σκύψουμε το κεφάλι, να ανοίξουμε τα δικά μας μάτια να δούμε όλα αυτά, που το αύριο του κόσμου ζητάει, να ανοίξουμε και τα αυτιά μας να ακούσουμε τον ψίθυρο των «θέλω» των παιδιών μας και να τον στηρίξουμε να γίνει φωνή ξεκάθαρη – δική τους φωνή. Αντ’ αυτού με ύφος περισπούδαστο και σιγουριά της «εμπειρίας ζωής», κι αν δεν πείσει, με την επίκληση στις πρώτες λευκές τρίχες των κροτάφων μας, υποδεικνύουμε και με μαεστρία επιβάλλουμε στα βλαστάρια μας ολόκληρο το πλάνο μιας «επιτυχημένης ζωής».
Την ίδια ώρα που στην Ελλάδα το 65% των αποφοίτων στρέφεται προς τα ΑΕΙ και το 35% προς την τεχνική εκπαίδευση (που έχουμε βαφτίσει και τελικά έχουμε καταφέρει να την κάνουμε β΄ κατηγορίας επιλογή), στην υπόλοιπη Ευρώπη – με εξαίρεση την Ισπανία – τα ποσοστά είναι αντίστροφα. Αλλά «τι να μας πουν οι ‘κουτόφραγκοι’, αυτοί ψάχνουν στην Ελλάδα το φθηνό εργατικό δυναμικό του μέλλοντος» είναι η μόνιμη επωδός μας.
Το γεγονός ότι παράγουμε κάθε χρόνο χιλιάδες επιστήμονες πολλών ταχυτήτων, όπου οι καλύτεροι θα φύγουν τρέχοντας να δραστηριοποιηθούν στο εξωτερικό, κι όσοι μείνουν στη χώρα είτε θα αντιμετωπίσουν το φάσμα της ανεργίας είτε θα τα κουτσοβολεύουν με μια δουλειά άσχετη με ό,τι σπούδασαν, άσχετη με αυτό που θα ήθελαν και δεν τόλμησαν να αρθρώσουν, πιθανότατα κακοπληρωμένη, ξεπληρώνοντας με τον εργασιακό βίο τους τη δική μας αφροσύνη, ακόμη δεν μας λέει τίποτα.
Εμείς, σταθεροί και πιστοί στα πρότυπα του περασμένου – ίσως και προπερασμένου αιώνα- επιμένουμε να δείχνουμε με κάθε τρόπο τον μονόδρομο επιτυχίας να περνά απαρεγκλίτως από ένα πανεπιστήμιο.
Στον αγώνα να κρατηθούν «οι παραδόσεις» και να συντηρηθούν τα αραχνιασμένα πρότυπα μας, το σύγχρονο ελληνικό κράτος μας πρόσφερε τη λύση: Αντί να «ψηλώσει» το επίπεδο των μαθητών που ολοκληρώνουν την Β’βάθμια εκπαίδευση – δύσκολο και χρονοβόρο – «κόντυνε» τα πανεπιστήμια.
Κι έτσι, πρόσκαιρα, είμαστε όλοι ικανοποιημένοι. Γονείς που βλέπουν τον «κόπο και τις θυσίες τους να πιάνουν τόπο». Πολιτικοί που προσφέρουν «το δικαίωμα στο πανεπιστήμιο» ή τέλος πάντων, δίνουν «ανένδοτους αγώνες» για μια θέση σε περισσότερους υποψήφιους. Νέοι που πραγματοποιούν το όνειρο της φοιτητικής ζωής. Πανεπιστημιακοί, που αποκτούν μια σταθερή και με «υψηλό κοινωνικό συμβολισμό» εργασία, διοικητικό προσωπικό κλπ, που έχει μια θέση στο δημόσιο-αγελάδα. Κοινωνίες της ελληνικής περιφέρειας που ανεβάζουν το βιοτικό τους επίπεδο από την ύπαρξη έστω και υποτυπωδώς, ενός πανεπιστημιακού ή ημι-πανεπιστημιακού τμήματος.
Τέλος, ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας που βρίσκει πεδίο δόξης λαμπρό να διανύσει μια επιτυχημένη τετραετή κυβερνητική θητεία με εξαγγελίες μακρόπνοων σχεδίων για την Παιδεία, βαρύγδουπες ανακοινώσεις για εκσυγχρονισμό του ελληνικού σχολείου, νηπιαγωγείου, πανεπιστημίου κλπ.
Το ότι η χώρα μας έχει επικίνδυνο περίσσευμα αστικών «ευγενών επαγγελμάτων χαρτογιακάδων», που έχουν τινάξει τη μπάνκα της ανεργίας στον αέρα, ακόμη δεν μας λέει τίποτα. Ίσως όταν η ανεργία των νέων πάει από το 34% στο 50% κάτι να πιάσει το αφτί μας. Μέχρι τότε το καθηλωτικό ερώτημα του Νίκου από το Πάντειο Πανεπιστήμιο που δεν θα τελειώσει ποτέ, θα παραμένει αναπάντητο. Μέχρι τότε, όλοι θα παραμένουμε σταθεροί στις θέσεις μας, αμετανόητοι φρουροί των ελληνικών παραδοσιακών προτύπων ακόμη και των πιο καταστροφικών, άλλωστε δεν πιστεύουμε ότι μας αφορούν καίρια και άμεσα. Τους επόμενους όμως;
* Η Χαρά Κεφαλίδου είναι βουλευτής Ν. Δράμας και Τομεάρχης Παιδείας και Θρησκευμάτων του Κινήματος Αλλαγής