Το 1994, το ελληνικό κοινοβούλιο, με ομόφωνη απόφασή του, καθιέρωσε τη 19η Μαΐου, ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Δεν θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά της Γενοκτονίας, ούτε στα ιστορικά γεγονότα καθαυτά, γιατί έχουν ήδη γραφτεί αμέτρητα σχετικά άρθρα και έχει εκπονηθεί και εκπονείται μεγάλος αριθμός μελετών. Θα περιοριστούμε στις επιπτώσεις της γενοκτονίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πριν από 10 χρόνια, ο τότε Πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, υποδεχόμενος τον Πρόεδρο της Αρμενίας Σέρζ Σαρκισιάν, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «…κατακρεουργηθήκαμε απ’ τον ίδιο βάρβαρο».
Στις 15 Αυγούστου 2017 στην Π. Σουμελά και στις 23 του ίδιου μήνα στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, τόνισε την υποχρέωση της Τουρκίας να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της, αναγνωρίζοντας τις Γενοκτονίες που διέπραξε στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου κι αμέσως μετά, εναντίον των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2019 ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε στο Διεθνές Συνέδριο της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας, στην αίθουσα του Μουσείου Ακρόπολης, ότι θα στηρίξει τον αγώνα του ποντιακού ελληνισμού για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Όλα αυτά, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αποτελούν εξαιρέσεις. Ο κανόνας είναι τελείως διαφορετικός: Η ελληνική πολιτική ελίτ, ακολουθεί την τακτική του κατευνασμού, θεωρώντας ότι οι επιλογές της δεν πρέπει να «ενοχλούν» την Τουρκία, αγνοώντας έτσι το μήνυμα, που απ’ τα βάθη των αιώνων μας υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης, ότι ο κατευνασμός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος να υποστείς εκείνο το οποίο προσπαθείς να αποφύγεις. Επιβεβαίωση, άλλωστε, αυτής της αρχής είχαμε σχετικά πρόσφατα, με την ανάλογη στάση των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στον Χίτλερ, τις παραμονές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ειδικά στο ζήτημα της Γενοκτονίας, μετά την ψήφιση του 1994, το ελληνικό πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν «ενόχλησε» ποτέ την τουρκική πλευρά, αλλά αντίθετα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να τη διευκολύνει, θυσιάζοντας το πανανθρώπινο ζήτημα της Γενοκτονίας που την «ενοχλούσε», στο βωμό μιας επίπλαστης και ψεύτικης ελληνοτουρκικής φιλίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν μια σειρά από γεγονότα. Επιλέγουμε κάποια από αυτά: Κατ’ αρχάς 2 πράξεις του τ. Υπουργού Παιδείας κ. Φίλη. Αφενός μεν τις δηλώσεις του ότι αυτό που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου ήταν εθνοκάθαρση (κι όχι Γενοκτονία) που διευκόλυναν την Τουρκία, επειδή ο όρος αυτός είναι περιγραφικός, δεν περιλαμβάνεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και συνεπώς είναι ανώδυνος για το θύτη, σε αντίθεση με τον όρο «Γενοκτονία», που, με βάση το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ του 1948 «για την καταστολή και πρόληψη του εγκλήματος Γενοκτονίας», παράγει αποτελέσματα σε βάρος του. Αυτό ειδικά είναι ένα σημείο που φοβάται η τουρκική πολιτική ελίτ. Αφετέρου η απόφασή του ίδιου Υπουργού το 2015, να αφαιρέσει τμήματα από τη διδασκόμενη ύλη του μαθήματος ιστορίας της Γ’ Λυκείου και ιδιαίτερα εκείνα που αναφέρονται στη Γενοκτονία.
Δυο φορές (το 1997 και το 2003) οι ποντιακοί φορείς έφεραν το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας στο αρμενικό κοινοβούλιο, η πράξη όμως αναγνώρισης δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί παρενέβη και τις δύο φορές η ελληνική πρεσβεία, κατ’ εντολή προφανώς της ελληνικής κυβέρνησης.
Είναι γνωστή η προσπάθεια λαθροχειρίας στα μέσα της 10ετίας του 2000 με το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού: ο «συνωστισμός» στη Σμύρνη ήταν το λιγότερο, στο γνωστό βιβλίο υπήρχαν δεκάδες απαράδεκτες αναφορές, αρκεί που δεν ήταν τίποτε «ενοχλητικό» για την Τουρκία.
Είναι επίσης οι κατά καιρούς δηλώσεις «επιστημόνων» και ειδικών, που είναι φανερά αντίθετες με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και ταυτίζονται με τις επιλογές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως πχ με τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και το Καστελλόριζο.
Για του λόγου το αληθές αρκεί να θυμίσουμε ότι τα επαινετικά σχόλια του τουρκικού τύπου σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, είναι ο κανόνας.
Το μήνυμα που εισπράττει απ’ όλα αυτά η τουρκική πλευρά, είναι ότι οι Έλληνες τη φοβούνται επειδή είναι «μεγάλη και ισχυρή χώρα», ότι μας έχει «του χεριού της» γι’ αυτό συνεχίζει μια επιθετική και αναθεωρητική πολιτική, γράφοντας το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας στα αρχαιότερα των υποδημάτων της.
Το έγκλημα εναντίον των Ελλήνων του Πόντου αναγνωρίστηκε ως Γενοκτονία όχι μόνο στο πολιτικό πλαίσιο (Βουλή των Ελλήνων το 1994, της Κύπρου το 1996, Ευρωκοινοβούλιο το 2006, Σουηδίας το 2010, Αρμενίας το 2015 και πολιτειακά κοινοβούλια της Αυστραλίας και των ΗΠΑ), αλλά και από ένα καθ ύλην αρμόδιο φορέα, τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars – I.A.G.S) to 2007, στο συνέδριο του φορέα στο Σαράγιεβο. Μ’ αυτό το τελευταίο ειδικά, τα έωλα επιχειρήματα των αρνητών της Γενοκτονίας, κατέρρευσαν ως χάρτινος πύργος.
Το σημερινό τουρκικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω στις Γενοκτονίες ολόκληρων λαών και πολιτισμών στις αρχές του 20ου αιώνα, των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Γι’ αυτό είναι ένα κράτος φοβικό και ανασφαλές, δηλητηριασμένο από το άγος του εγκλήματος, που συνιστά, αφενός μεν παράγοντα δημιουργίας εντάσεων και κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή κι αφετέρου ένα καθεστώς καταπίεσης και βαρβαρότητας, που κυνηγά και φυλακίζει στο εσωτερικό του ότι είναι διαφορετικό.
Οι πρόσφατες αντιδράσεις, μετά την αναγνώριση από τον Πρόεδρο Μπάιντεν της Γενοκτονίας των Αρμενίων, υπενθύμισαν σ’ όλους την τακτική άρνησης που έχει καθιερώσει το τουρκικό κράτος: πλήρης αντιστροφή της ιστορικής πραγματικότητας και μετατροπής των θητών σε θύματα, έντονα διπλωματικά διαβήματα, αποσύρσεις διπλωματών κ.ά. Αυτό φαίνεται παράδοξο, αν συνδυαστεί με συχνές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, που συνεχώς τους τελευταίους μήνες μας απειλούν ότι «θα πάθουμε ότι και οι πρόγονοί μας». Δηλαδή αφενός μεν αρνούνται τη Γενοκτονία και αφετέρου επιβεβαιώνουν την πραγματοποίησή της.
Η αποδοχή της ιστορικής πραγματικότητας θα φέρει την Τουρκία αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Η καθημερινότητα δείχνει ότι κάτι αλλάζει. Ήδη οι φωνές μέσα στη χώρα, που μιλάνε για την ανάγκη αναγνώρισης των εγκλημάτων που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, συνεχώς δυναμώνουν. Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, ζητούν την αναγνώριση των Γενοκτονιών που διαπράχτηκαν, θεωρώντας ότι αυτό θα διαμορφώσει τις συνθήκες για μια κοινωνία και μια χώρα πιο δημοκρατική, πιο ανεκτική, πιο ειρηνική. Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γι’ αυτό ακριβώς αγωνιζόμαστε. Γιατί η αναγνώριση της Γενοκτονίας από την ίδια θα επιφέρει τη λύτρωση στην τουρκική κοινωνία κι ένα μέλλον πιο φωτεινό όχι μόνο ανάμεσα στους δύο λαούς, αλλά και σ’ όλους τους λαούς της περιοχής. Αυτό το μέλλον το δικαιούνται οι λαοί και το απαιτούν οι σύγχρονες πραγματικότητες.-
* Ο Δρ Αντώνης Παυλίδης είναι Ιστορικός, Συγγραφέας και Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών.
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…
Η Χαμάς και δύο ακόμη παλαιστινιακές οργανώσεις (ο Ισλαμικός Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση…