(Αφιερωμένες σκέψεις στη φίλη μου Μαργαρίτα Μπ. που δεν θα τις διαβάσει ποτέ…)
Η εξορία, ο εκτοπισμός, η εγκατάλειψη, η απομάκρυνση, το ξεσπίτωμα, ο ξεριζωμός, είναι έννοιες που περιέχουν στοιχεία σχέσεων μεταξύ τους με σημαίνουσα επιρροή στην απειλή τής λ ή θ η ς, που καραδοκεί και με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Διότι είναι το α ν ώ τ α τ ο στάδιο του τέλους…
Τώρα που ξέσπασε η υπόθεση και η ανάδειξη του θανατικού, που έπληξε το γηροκομείο των Χανίων με 73 απώλειες υπερηλίκων, σκεφτόμουν τους τόσους γέροντες και γερόντισσες οι οποίοι/ες «παρκάρονται» στους οίκους «ευγηρίας» και ξεχνιούνται εκεί σαν τα παλιά εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα που είναι αχρείαστα πλέον στον ιδιοκτήτη τους. Θέμα σοβαρότατο· καθρέφτης κι’ αυτό τής στρεβλής ανάπτυξης, της ευμάρειας, της πλήρους απουσίας ενσυναίσθησης και της τεράστιας μοναξιάς που πλήττει τις σύγχρονες πόλεις· να μην ξεχνάμε φυσικά και την άνιση φτώχια που δείχνει τα δόντια της ακόμα και στις δυτικές «ανεπτυγμένες» κοινωνίες.
Από τη φύση του, το θέμα είναι μελαγχολικό, επειδή τη φάση του γ ή ρ α τ ο ς θα την περάσουμε όλοι ανεξαιρέτως, εκτός από τους πολύ άτυχους, οι οποίοι, για διάφορες αιτίες, αφήνουν νωρίτερα τα εγκόσμια· όλοι οι άλλοι/ες είναι γραφτό να γεράσουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη ζωή τους…
Πάντα ήμουν της άποψης πως η διάρκεια της ζωής κρατάει έως το σημείο που ο άνθρωπος αυτοεξυπηρετείται και ο οργανισμός του αντιστέκεται στις αρρώστιες. Εάν χάσει αυτές τις απαραίτητες λειτουργίες, παύει και η μεγαλύτερη αρετή που διαθέτει ένας πρεσβύτερος, αυτή τής α ξ ι ο π ρ έ π ε ι α ς…
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η ζωή των «παρκαρισμένων» γερόντων καταλήγει καταθλιπτική, καταστροφική, άπραγη, ανενεργή, ταπεινωτική, έρμαιο των πέντε ανέμων, κουβαλώντας τις ρυτίδες των εμπειριών, την κύρτωση του σώματος και την απώλεια του κουράγιου…
Ένα βαρύ πέπλο σκεπάζει όλους/ες αυτούς/ές τους γέροντες/σες ανά την οικουμένη, οι οποίοι/ες δεν είναι μόνο το ότι χάνουν τον εαυτό τους και την όποια προσωπικότητά τους· χάνουν και τον κόσμο στον οποίο ανήκουν, τους δικούς τους (παιδιά, εγγόνια), οικείο χώρο, συγγενείς, γείτονες, φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον. Είναι, οπωσδήποτε, ένα ισχυρότατο συναισθηματικό Σοκ που υφίστανται, το οποίο δεν γνωρίζω κατά πόσο ξεπερνιέται στο μικρό διάστημα που τους απομένει…
Η ζωή σε «οίκο ευγηρίας», όπως ονομάζονται αυτά τα ιδρύματα, πολύ δύσκολα μπορεί να αιτιολογήσει το πρώτο συνθετικό «ευ», διότι η εισαγωγή σε αυτά σηματοδοτεί μια επώδυνη «τομή» στις σχέσεις μεταξύ γερασμένου ατόμου και οικογένειας. Ο διαχωρισμός αυτός, ακόμα και στις περιπτώσεις που γίνεται αναγκαστικά, δεν μπορεί παρά να είναι άκρως τραυματικός και για τις δυο πλευρές. Εκείνος όμως που υφίσταται το μεγαλύτερο χτύπημα είναι ο γέροντας, ο οποίος θα αντιμετωπίσει, συνειδητοποιώντας το αργά ή γρήγορα, το έρεβος της μοναξιάς, της μοναχικότητας, της απόρριψης και το αίσθημα της αχρηστίας · δηλαδή τη μικρή πια απόσταση από το οριστικό τέλος…
Δεν θα ασχοληθώ με την περίπτωση του γηροκομείου των Χανίων, το οποίο έχει πάρει τον δρόμο της εισαγγελικής έρευνας· απλώς μου δίδεται η αφορμή να ξετυλίξω τις σκέψεις μου γύρω απ’ αυτό το τελικό ανθρώπινο στάδιο, που μοιάζει με θεατρική παράσταση, ιδίως με το φινάλε της τελευταίας πράξης ενός έργου που ολοκληρώνεται. Εκεί θα μπει και η τελεία! Μια πορεία που δεν θα έχει συνέχεια, εξέλιξη, προοπτική, όνειρα, ελπίδες, οράματα, ανακατατάξεις· απεναντίας, είναι το τέλμα πριν το τέρμα, η στασιμότητα, το τέλος του τούνελ, το αδιέξοδο, η ολοκληρωτική απαξίωση της ζωής…
Πώς να ζήσει κανείς χωρίς στόχους, χωρίς τρυφερότητα κι αγάπη; Τι αξία έχει η ύπαρξη δίχως τα κίνητρα εκείνα που κινητοποιούν έναν άνθρωπο να παλέψει, ώστε να διεκδικήσει εκείνα που θα του επιτρέψουν να τα απολαύσει εν ζωή;
Έχω συναναστραφεί πολλές φορές με υπερήλικες και πάντα προσπαθούσα να κατανοήσω, ενδοσκοπούμενος, το ζήτημα της ανθρώπινης διάρκειας. Οι μεταπολεμικές γενιές (όπως η δική μου) όχι μόνο είμαστε αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και γευόμαστε την παράταση του μέσου όρου ζωής· η ιατρική επιστήμη, οι έρευνες, η φαρμακολογία, έκαναν «θαύματα», με αποτέλεσμα το ανθρώπινο τέλος να απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Και ενώ αυτές οι επιστήμες μεγαλουργούν, αντιθέτως, οι κοινωνικές, γνωστικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και πρακτικές συνθήκες τής καθημερινότητας, παρέμειναν σε έναν προβληματικό παρονομαστή, με πλήθος προβλημάτων στο οικογενειακό και συγγενικό οικοδόμημα.
Οι σχέσεις μεταλλάχθηκαν και οι συναισθηματικοί δεσμοί κατέληξαν σε οικονομικές εξαρτήσεις. Ο θεσμός τής οικογένειας, με την πάροδο του χρόνου, αλλοιώθηκε με νέο κέντρο βάρους , κληρονομιές, περιουσίες, αποταμιεύσεις, μερίσματα, γονικές παροχές, μεταβιβάσεις, συντελεστές, κυριότητες και τη λαίμαργη έως και κατακτητική ανάγκη, για όλο και περισσότερα τετραγωνικά μέτρα ιδιοκτησίας. Η απόκτηση γης και στέγης (παλαιό όνειρο κάθε οικογένειας, για όλα τα μέλη της, ιδίως για τους μεταγενέστερους εξ’ αίματος) εξελίχθηκε, σε αρκετές ετοιμόρροπες οικογένειες, ακόμα και σε βίαιες διεκδικήσεις, καθώς και σε δικαστικά αδιέξοδα, οδηγώντας τα μέλη τους σε ρήξεις. Μέσα σε ένα τέτοιο δυστοπικό πλαίσιο, οι γέροντες συχνά είναι τα άμεσα θύματα· διότι είναι γνωστό πως πυροβολούν τα άλογα όταν γεράσουν… Στις περιπτώσεις των φτωχών οικογενειών, το γήρας και η ανάγκη πολύωρης εργασίας, εκτός σπιτιού, πολλές φορές, παίζει ρόλο καταλυτικό για την απομάκρυνση (στο παρκάρισμα) ή ακόμα και την απόλυτη εγκατάλειψη.
Δεν είναι ίδιοι όλοι οι οίκοι ευγηρίας, δηλαδή τα γηροκομεία, δηλαδή τα… νεκροταφεία αυτοκινήτων· υπάρχουν πάντα ποιοτικές διαφορές σε όλα τα τέτοιου είδους ιδρύματα. Όμως αισθάνομαι πως οι αυστηροί έλεγχοι, για την τήρηση ανθρώπινων συνθηκών και υποχρεώσεων, σε έναν τέτοιο ευαίσθητο τομέα, είναι παραπάνω από αναγκαίοι. Η περίπτωση του γηροκομείου των Χανίων, θα φανερώσει το ανεξέλεγκτο, καθώς και την αδιαφορία προς τη μάζα των ηλικιωμένων, οι οποίοι πάντα συγκεντρώνουν πάνω τους τα άσχημα τής ζωής, που τους μεταμορφώνουν συχνότατα από αγωνιστές τής ζωής, σε αποδιοπομπαίους τράγους…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης