Εν τάξει, ό,τι έγινε, έγινε. Ανέβηκε η κοπέλα στον Ιερό βράχο, έβαλε και ένα αρχαϊκό ένδυμα για την περίπτωση και είπε-όπως είπε-ένα μέρος του Εθνικού Ύμνου, εν τη απουσία ευτυχώς των Σολωμού, Μάντζαρου και ορχήστρας· το είπε a capella εν μέσω… αέρηδων κι ανέμων, μπροστά σε λίγους για την περίπτωση, αλλά υψηλού πολιτικού βεληνεκούς προσκεκλημένους (πιο ψηλά δεν υπάρχει), τελείωσε την εκτέλεση και αποχώρησε.
Ίσως περίμενε να τελειώσει εκεί η δοκιμασία, αλλά δεν είχε λάβει υπόψη της την ιντερνετική «κριτική» παρέμβαση, η οποία υπήρξε αδυσώπητη, σκληρή και, πάνω απ’ όλα, ε κ δ ι κ η τ ι κ ή, εκπορευόμενη από κομματικούς ανταγωνισμούς και αντεκδικήσεις, γνωστές στον τόπο μας κι ως «αναδρομικά»…
Εκεί, έγινε το σώσε και το έλα να δεις, αφού βγήκαν στη φόρα διάφορα περί… διεθνούς καριέρας, καλλιτεχνικής προέλευσης κι ενασχόλησης με ελαφρότερα είδη μουσικής τής κυρίας που τραγούδησε τον Εθνικό «μας» ύμνο με «φάλτσα», με άνισες αναπνοές, με χαμηλό τονικό ύψος, τόσο, ώστε να μην αναδεικνύεται η συγκλονιστική μελωδία του Νικολάου Μάντζαρου…
Αυτό το «μας» μην το υποτιμάτε, διότι θεωρείται «κτήμα μας» από το 1865, όταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν καθιερώθηκε ως ο εθνικός ύμνος της χώρας. Βεβαίως ένα τέτοιο «μας» σηματοδοτεί πως «μας» ανήκει· είναι απόκτημα, μετά από σκληρούς αγώνες τού λαού ενάντια στους Τούρκους–Οθωμανούς κατακτητές και όχι μόνο· τέτοιου είδους πατριωτικές κατακτήσεις δεν επιτρέπουμε να «μας» τις κηλιδώνει ουδείς· πόσο μάλλον μια «νεοφιλελέ» κι «άσχετη» τραγουδίστρια! Στις λέξεις αυτές στηρίχτηκε η λυσσώδης επίθεση των internetικών «κριτών» εις βάρος της soprano.
Κάπως έτσι, ήρθε και πέρασε η παρουσία τής Αναστασίας Ζαννή, η οποία δηλώνει πως είχε την τιμή τής προσωπικής πρόσκλησης από τον αρχηγό του ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου· ο οποίος θεωρεί πως οι αρμοδιότητές του καλύπτουν και το… καλλιτεχνικό μέρος μιας τέτοιας υψηλής τελετής, όπως τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, γι’ αυτό και επέλεξε προσωπικά τη Soprano και δεν έκανε τον κόπο να σκεφτεί εγκυρότερες και αναγνωρισμένες φωνές soprano με τεράστια διεθνή καριέρα, όπως: Μυρτώ Παπαθανασίου, Ειρήνη Κυριακίδου, Λητώ Μεσσήνη, Δήμητρα Κωτίδου, Bάσια Ζαχαροπούλου, Άννα Στυλιανάκη, Διαμάντη Κριτσωτάκη, κλπ.
Παρακολουθήσαμε όλοι το διαδικτυακό «ξύλο» (bowling) εις βάρος της soprano Ζαννή και, ομολογώ πως ξαφνιάστηκα που το… internetικό πόπολο ασχολήθηκε, περίπου ως… ειδήμων της βοκαλιστικής τέχνης, με ουρανομήκεις κραυγές που περιέγραφαν τη… ντροπή που εκτυλίχτηκε πάνω στον Ιερό βράχο… Έτσι, παρατηρώντας αυτή τη διαδικτυακή εξέλιξη και τη διαμάχη μεταξύ υποστηρικτών τής σοπράνο και εκείνων που απέρριψαν τη συγκεκριμένη ερμηνεία, σκέφτηκα να διατυπώσω και τον δικό μου λόγο, για ένα θέμα που δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που πήρε, αν δεν υπήρχε ο σημερινός αντιπολιτευτικός ανταγωνισμός, ο οποίος συχνά τυφλώνει και παίρνει διαστάσεις, πολλές φορές ανεξέλεγκτες.
Ξεκαθαρίζω πως το θέμα, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν είναι ο υ δ ό λ ω ς καλλιτεχνικό, αλλά αμιγώς «πολιτικό καχέκτυπο».
Κι εγώ πιστεύω πως η Κα Ζαννή δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων, αλλά αναρωτιέμαι: ήταν αυτός σοβαρός λόγος για την ακραία συμπεριφοράς και την οργή εις βάρος της, όπως εμφανίστηκε απ’ τα κοινωνικά μέσα;
Συμβαίνει πολλές φορές μια καλλιτεχνική παρουσία να μην είναι η αναμενόμενη, για πάμπολλους λόγους. Σπανιότατα όμως, αυτή η ατυχία και η κακή στιγμή, θα μεταφερθεί με τόσο πάθος στα κοινωνικά μέσα. Προφανώς παραμονεύουν άλλοι λόγοι, όταν ένα ασήμαντο γεγονός παίρνει διαστάσεις άνισες, πατώντας επάνω σε ένα πτώμα που επιλέχτηκε, για να χτυπηθεί ο πολιτικός κυβερνητικός χώρος, από τον οποίο κακώς εκπορεύτηκε η συγκεκριμένη επιλογή.
Ο βοκαλισμός (από το Voce που σημαίνει φωνή και το Vocal φωνητικός) επικράτησε ως μουσικός όρος, ώστε να ορίσει διεθνώς την επικέντρωση γύρω από την αδιαίρετη και στενή σχέση τής ανθρώπινης φωνής με τη μουσική και τη μουσικότητα.
Ως γνωστό, το πρώτο μουσικό «όργανο» είναι η φωνή τού ανθρώπου, που, ακόμα και πριν από την κατάκτηση του λόγου, διέθετε μια τεράστια γκάμα εκφραστικών και ηχητικών μέσων: μουρμουρητό, σφύριγμα, ποικίλους ήχους που παράγονται με το στόμα, μίμηση φυσικών ήχων, κραυγή, γέλιο, κλάμα, μουγκρητό και τέλος, η τέχνη τού τραγουδιού. Όμως, εδώ δεν έχω πρόθεση να μουσικολογήσω, αλλά να αναδείξω μια καθαρά α ν ό η τ η συμπεριφορά, σε στιλ «λαϊκών δικαστηρίων», μέσα από πολιτικά κίνητρα τα οποία έχουν καταγραφεί στα δυσάρεστα των πολιτικών ανταγωνισμών…
Ζήσαμε πρόσφατα αυτό τον πόλεμο (?) και ο λόγος τής δικής μου αναφοράς γίνεται από την επίγνωση της αναμφίβολα αψυχολόγητης κ ρ ι τ ι κ ή ς ως προς την soprano Ζαννή, η οποία κατέληξε να γίνει σάκος τού μποξ…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης