Τα δείγματα γραφής της Kυβέρνησης Μητσοτάκη σε θέματα διαφάνειας και καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος γεννούν σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον.
Στη χώρα που κατέχει το θλιβερό, παγκόσμιο ρεκόρ δημόσιας δαπάνης για τη διάσωση τραπεζών, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δημιουργεί ειδικό καθεστώς ποινικής ασυλίας για τα τραπεζικά στελέχη, ενώ γίνεται κανόνας η ελαστική μεταχείριση των υπόπτων για ξέπλυμα χρήματος.
Με αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα, η κυβέρνηση άπλωσε ένα πέπλο ποινικής ασυλίας στα στελέχη των τραπεζών, αλλά και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες περνούν όλο και περισσότερα προβληματικά δάνεια.
Ένας εισαγγελέας που θα λάβει καταγγελίες με οποιοδήποτε τρόπο, από μια εμπιστευτική αναφορά έως δημόσιες αποκαλύψεις από τον Τύπο, για πράξεις και παραλείψεις που πιθανόν ζημιώνουν μια τράπεζα, με σκοπό να αποκομίσουν αθέμιτα οφέλη κάποια στελέχη, έχει πλέον «δεμένα χέρια».
Δεν μπορεί να επέμβει αυτεπάγγελτα.
Ο μόνος δρόμος που μένει ανοικτός για να επέμβει η Δικαιοσύνη είναι αν υποβληθεί μια έγκληση από την ίδια τη διοίκηση της τράπεζας.
Μάλιστα, ήδη έχει αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση για να «σβήσουν» όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις, που διερευνούσε για χρόνια η Δικαιοσύνη και αφορούν το αδίκημα της απιστίας, με τις τράπεζες να φέρονται ότι έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές από ενέργειες στελεχών τους.
Στις αρχές του 2020 θα έχει περάσει η μεταβατική περίοδος τριμήνου και, αν ως τότε δεν έχουν υποβάλει οι ίδιες οι τράπεζες εγκλήσεις για τα αδικήματα που διερευνήθηκαν αυτεπάγγελτα από τη Δικαιοσύνη, όσοι έχουν κατηγορηθεί θα αποφύγουν τις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους.
Η ένωση δικαστών και εισαγγελέων επισήμανε τον κίνδυνο της ατιμωρησίας.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος υπογράμμισε, χωρίς η παρέμβαση της να ληφθεί υπόψη από την κυβέρνηση, ότι «η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απιστίας διώκεται πλέον κατ’ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως» και επισήμανε «τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της Χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύουν, να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων, ως ποινικά μη αξιόλογες και η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».
Για να δικαιολογήσει την καθιέρωση αυτού του ιδιότυπου καθεστώτος ασυλίας, η κυβέρνηση προέβαλε ένα επιχείρημα οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Οι τράπεζες καλούνται, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, να ρυθμίσουν μεγάλου ύψους «κόκκινα» δάνεια, για να μπορέσουν να επανέλθουν σε κανονική λειτουργία και να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Συνεπώς, θα πρέπει να μην είναι εκτεθειμένα τα στελέχη τους σε πιθανόν κακόβουλες αιτιάσεις και σε εισαγγελικές έρευνες για τις ρυθμίσεις που θα κάνουν, ώστε να μπορούν απερίσπαστα να ρυθμίζουν και να «κουρεύουν» δάνεια, προς χάριν της οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να σταθεί σε οποιαδήποτε λογική εξέταση, ενώ προϋποθέτει μια προσβλητική για το θεσμό της Δικαιοσύνης παραδοχή: ότι οι εισαγγελικές αρχές αυτής της χώρας είναι έρμαια κάθε κακόβουλου καταγγέλλοντος και προχωρούν σε διερεύνηση υποθέσεων χωρίς να υπάρχουν σοβαροί λόγοι, προκαλώντας αναίτια βλάβη στο τραπεζικό σύστημα.
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει.
Αν θεωρήσουμε ότι οι εισαγγελείς, για οποιοδήποτε λόγο, δεν είναι σε θέση να επιτελέσουν με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και επαγγελματισμό το έργο τους, απαξιώνουμε ένα βασικό πυλώνα του Κράτους Δικαίου και ανοίγουμε την πόρτα στην ανομία.
Στο εξής, ακόμη και σε ένα υποθετικό σενάριο όπου μια οργανωμένη συμμορία τραπεζικών στελεχών χαρίζει συστηματικά δάνεια για να αποκομίζει οικονομικά ανταλλάγματα, τα χέρια των εισαγγελέων θα είναι δεμένα και ο μόνος τρόπος για να διερευνηθεί τέτοια υπόθεση θα είναι να την καταγγείλει η ίδια η διοίκηση της τράπεζας, «στη βάρδια» της οποίας έδρασε η συμμορία -όλοι καταλαβαίνουν ότι μια τραπεζική διοίκηση έχει αρκετούς λόγους να μην επιθυμεί τέτοια αποκάλυψη, που θα εγείρει θέμα αναζήτησης και δικών της ευθυνών.
Η κυβέρνηση ξεχνά ότι οι τράπεζες δεν είναι απλές ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Περαιτέρω, όμως, η κυβέρνηση μοιάζει να ξεχνάει ότι οι τράπεζες δεν είναι απλές ιδιωτικές επιχειρήσεις, που αν ζημιωθούν από ενέργειες στελεχών τους η απώλεια θα περιορισθεί στην ιδιωτική σφαίρα.
Οι ελληνικές τράπεζες δεν διαχειρίζονται απλώς χρήματα των καταθετών, αλλά η ίδια η ύπαρξή τους σήμερα οφείλεται στις μεγάλες θυσίες των φορολογούμενων πολιτών.
Μάλιστα, έκθεση στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα αποκάλυψε ότι η Ελλάδα πλήρωσε το υψηλότερο τίμημα από κάθε άλλη χώρα για να σταθεροποιήσει τον τραπεζικό της τομέα στη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Η έκθεση καταγράφει όλες τις παρεμβάσεις που έγιναν από το 2007 ως το 2017 σε παγκόσμια κλίμακα για τη διάσωση τραπεζών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κόστος στην Ελλάδα ήταν το μεγαλύτερο από κάθε άλλη χώρα.
Το συνολικό κόστος των ενισχύσεων στις τράπεζες (μαζί με τις εγγυήσεις) έφθασε το 46,3% του ΑΕΠ του 2017, δηλαδή ήταν τάξεως των 83 δισ. ευρώ.
Αφαιρώντας τις ανακτήσεις, την αξία μετοχών που κράτησε το Δημόσιο και τους τόκους και προμήθειες που πλήρωσαν οι τράπεζες για δάνεια και εγγυήσεις, οι συντάκτες της έκθεσης καταλήγουν ότι η καθαρή δημοσιονομική επιβάρυνση έφθασε στην Ελλάδα στο 19,9% του ΑΕΠ.
Στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν οριακά αρνητικό, δηλαδή το κράτος έσωσε τις τράπεζες και βγήκε κερδισμένο!
Όταν μια χώρα έχει αναλώσει πόρους που αντιστοιχούν σχεδόν στο ένα πέμπτο του ΑΕΠ της για να κρατήσει όρθιο το τραπεζικό σύστημα σε μια κρίση, είναι αδιανόητο να αφήνεται η διαχείριση αυτού του δημόσιου πλούτου μακριά από κάθε έλεγχο της Δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση ανοίγει τον δρόμο για να γίνει η ατιμωρησία κανόνας.
Ο δρόμος που ανοίγει είναι ολισθηρός και επικίνδυνος: όταν η ίδια η Πολιτεία αφήνει στις ίδιες τις τραπεζικές διοικήσεις το ρόλο του εισαγγελέα, τότε ανοίγει το δρόμο για να γίνει η ατιμωρησία κανόνας.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε μια νομοθετική πρωτοβουλία, που έκανε την Ελλάδα «μαύρο πρόβατο» της διεθνούς κοινότητας, σε ό,τι αφορά τα θέματα της αντιμετώπισης του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, καθώς καταστρατηγήθηκε ένας βασικός κανόνας των αρχών που ασχολούνται διεθνώς με το
θέμα: στους υπόπτους για ξέπλυμα πρέπει να επιβάλλεται δέσμευση περιουσιακών στοιχείων μέχρι να κριθεί η υπόθεσή τους.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταστρατήγησε αυτό τον κανόνα, δίνοντας τη δυνατότητα στους διωκόμενους για ξέπλυμα (ανάμεσά τους ουκ ολίγοι μεγαλόσχημοι του επιχειρηματικού μας στερεώματος) να αποδεσμεύουν τα περιουσιακά τους στοιχεία με την παρέλευση 18μήνου.
Δείχνοντας μεγάλη ευαισθησία στην προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των διωκόμενων για ξέπλυμα, η κυβέρνηση ισχυρίσθηκε ότι δεν μπορούν να καταστρέφονται πολίτες, στερούμενοι το δικαίωμα τους στην περιουσία, μέχρι να ολοκληρωθούν οι δικαστικές διαδικασίες, που συνήθως έχουν μεγάλη διάρκεια στην Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι, σε αυτή την περίπτωση, τα επιχειρήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ακούγονται πειστικά.
Αν η κυβέρνηση έχει ειλικρινή ανησυχία για τις μακρές διαδικασίες της Δικαιοσύνης, που μπορεί να θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα, κάτι που άλλωστε συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι καθυστερήσεις δημιουργούν καθεστώς αρνησιδικίας, δεν έχει παρά να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ενισχύσει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και της αρμόδιας Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να σταματήσουν να παραβιάζονται τα δικαιώματα των υπόπτων.
Όμως, δεν ανακοινώθηκε κάποιο μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση.
Το μόνο «διορθωτικό» μέτρο που μπόρεσε να επινοήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η ουσιαστική αποδυνάμωση ενός βασικού μηχανισμού αντιμετώπισης του ξεπλύματος, που δίνει και νόημα στις σχετικές έρευνες των αρχών: αν ένας ύποπτος για ξέπλυμα αποδεσμεύει περιουσιακά στοιχεία που έχουν, πιθανόν, αποκτηθεί παράνομα μέσα σε ένα
18μηνο και του δίνεται η δυνατότητα να τα κρύβει από τις αρχές και, ενδεχομένως, να βρίσκει ασφαλές καταφύγιο στο εξωτερικό, τότε ποια είναι η αξία των ερευνών που γίνονται από τις αρχές;
Η παροχή ασυλίας στους τραπεζίτες και η απονεύρωση του θεσμικού πλαισίου για το ξέπλυμα ενισχύουν την εικόνα της Ελλάδας ως χώρας με αδύναμους θεσμούς
Το μόνο βέβαιο είναι ότι μεταρρυθμίσεις, όπως η παροχή ασυλίας στους τραπεζίτες και η απονεύρωση του θεσμικού πλαισίου για το ξέπλυμα ενισχύουν την εικόνα της Ελλάδας ως μιας χώρας με αδύναμους θεσμούς.
Αν η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την ηθική πλευρά αυτού του προβλήματος, ας δει την οικονομική, αφού ο βασικός της στόχος είναι να φέρει επενδύσεις στη χώρα και να επιταχύνει την ανάπτυξη:
ποιος ξένος επενδυτής, άραγε, θα τοποθετήσει τα κεφάλαιά του στην Ελλάδα και θα κοιμάται ήσυχος, γνωρίζοντας ότι ακόμη και για βαρύτατα οικονομικά εγκλήματα, όπως η απιστία και το ξέπλυμα χρήματος, η έλλειψη ελέγχου και η ατιμωρησία αποτελούν τους βασικούς κανόνες;
* Ο Μιχάλης Καρχιμάκης είναι πρώην Υπουργός και Βουλευτής, Γενικός Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, υπ. βουλευτής Β΄ Αθήνας Δυτικού Τομέα, καθώς και σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου. Διετέλεσε υπεύθυνος του Γραφείου Αλληλεγγύης και του Τομέα Τεκμηρίωσης του ΠΑΣΟΚ. Τώρα είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής
Πατήστε και δείτε τα 43 προηγούμενα άρθρα ή συνεντεύξεις του Μιχάλη Καρχιμάκη
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…
Η Χαμάς και δύο ακόμη παλαιστινιακές οργανώσεις (ο Ισλαμικός Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση…