Επιμέλεια: Τάσος Αποστολόπουλος
Σαν σήμερα, στις 30 Μαρτίου 1912 ο Κώστας Τσικλητήρας φτάνει στην Αλεξάνδρεια για να συμμετάσχει στους αθλητικούς αγώνες. Δυο μέρες αργότερα καταρρίπτει το παγκόσμιο ρεκόρ εις μήκος άνευ φοράς με 3,47 που κατείχε ο Αμερικανός Ρέι Γιούρ από το 1904.
Γενέτειρά του Κωστή Τσικλητήρα ήταν η Πύλος. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας. Από τη νεαρή του ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό ενώ παράλληλα η προπονησή του βασιζόταν σε αυτοσχεδιασμούς όπως το να πηδά τη μάντρα του σπιτιού του ή να περνά επάνω από τρία δεμένα άλογα. Στη συνέχεια διακρίθηκε στους μαθητικούς αγώνες. Με την προτροπή του πατέρα του σε ηλικία 17 ετών μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή.
Ο Κώστας Τσικλητήρας όμως αφιερώθηκε στον αθλητισμό και το 1906 έγινε αθλητής του Πανελληνίου. Σπάνιες οι ψυχικές του αρετές, έξοχες οι σωματομετρικές του ικανότητες, όπως επισημαίνεται στην ιστορία του Πανελλήνιου Γ.Σ.. Ασχολήθηκε παράλληλα με το στίβο και το ποδόσφαιρο. Το 1906 κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ.. Το ίδιο έτος στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.
Το 1907 κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ.. Επίσης του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου. Στους Πανελλήνιους Αγώνες κατάκτησε 2 χρυσά μετάλλια. Με την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελληνίου συμμετείχε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα του 1907 αγωνιζώμενος στη θέση του τερματοφύλακα.
Συμμετείχε και πάλι στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για την περίοδο 1907-08. Στις 20 Ιουλίου αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου στο αγαπημένο του αγώνισμα το οποίο ήταν το μήκος άνευ φοράς και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο υποσχόμενος ότι θα γίνει πρώτος ολυμπιονίκης. Στις 23 Ιουλίου του 1908 ο Τσικλητήρας κατέκτησε για δεύτερη φορά το ασημένιο μετάλλιο στην ίδια διοργάνωση στο ύψος άνευ φοράς. Τα άλματά του ήταν 3,28 μ. και 1,15 μ. αντίστοιχα.
Από το 1908 ακολούθησε το Γιώργο Καλαφάτη εγκαταλείποντας την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελληνίου και συμμετείχε στην πρώτη ομάδα που σχημάτισε ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών (όπως τότε ονομαζόταν ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος). Αγωνιζόμενος ως τερματοφύλακας στον ΠΟΑ, στις 9 Σεπτεμβρίου του1908 κατέκτησε το Κύπελλο ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από την Ολυμπιακή Επιτροπή και στις 30 Νοεμβρίου του 1908 κατέκτησε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από το ΣΕΑΓΣ. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1910 κατάκτησε ένα ακόμη Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου με τον ΠΟΑ.
Tην 1 Απριλίου του 1912 κατέρριψε στην Αλεξάνδρεια το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς με 3,47 που κατείχε ο Αμερικανός Ρέι Γιούρι από το 1904. Στις 21 Απριλίου του 1912 κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις ύψος με επίδοση 1,72. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη, κατά τους οποίους ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής, κατέκτησε στις 8 Ιουλίου το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3,37 και το χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1,55.
Παρόλο που επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος από την Στοκχόλμη, ο Τσικλητήρας είπε παρών στο προσκλητήριο των Βαλκανικών Πολέμων. Αρνήθηκε να υπηρετήσει σε άλλη θέση εκτός από την πρώτη γραμμή για να μην κατηγορηθεί για άνιση μεταχείριση. Εκεί στο μέτωπο προσεβλήθη από μηνιγγίτιδα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913 σε ηλικία 25 ετών. Πέθανε πριν ολοκληρωθεί η Μάχη του Μπιζανίου μετά την οποία απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα. Τάφηκε στο οικογενειακό μνήμα της οικογένειας στο Α΄ νεκροταφείο Πατρών όπου βρίσκεται και σήμερα, πάνω στην πλάκα υπάρχουν 5 κύκλοι, το έμβλημα των ολυμπιακών αγώνων, εφόσον 3 μέλη της οικογένειας είχαν πάρει μέρος στους αγώνες. Το 1963 διοργανώθηκαν για πρώτη φορά οι Αγώνες Στίβου Τσικλητήρεια που φέρουν το όνομα του αθλητή.
Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/