Δημοσιοποιήθηκε η έκδοση του ΦΕΚ για την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Συνεχίζεται η αποσπασματική και επικοινωνιακή πολιτική της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, η οποία αρνήθηκε και αρνείται πεισματικά τον επιστημονικό διάλογο, την τεκμηριωμένη και σχεδιασμένη μακροχρόνια εκπαιδευτική παρέμβαση -μεταρρύθμιση.
Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας διακατέχεται από το γνωστό σύνδρομο των fast –track πολιτικών, που ταυτίζονται με το χρόνο παραμονής των Υπουργών στην κυβέρνηση. Η προσωπική πολιτική του «να είναι στο προσκήνιο» με συχνές, αποσπασματικές παρεμβάσεις είναι «θανατηφόρα» για την ελληνική εκπαίδευση. Είναι πολιτική εντυπώσεων και όχι ουσίας.
Η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά δεν θα αλλάξει σε τίποτα τη λειτουργία της τάξης, δεν θα προσφέρει τίποτα στους μαθητές. Έχει αρκετά στοιχεία από το προηγούμενο σχέδιο αυτοαξιολόγησης, όπως και αρκετά νέα, αλλά είναι αποσπασματική, γραφειοκρατική και αναποτελεσματική.
Είναι πλαίσιο χωρίς προϋποθέσεις εφαρμογής. Αυτοί που το εισηγήθηκαν σίγουρα δεν γνωρίζουν τις συνθήκες λειτουργίας των σχολικών μονάδων. Το κάθε μέτρο κρίνεται όχι μόνο από την σκοπιμότητα του, αλλά από την λειτουργικότητα και τη χρηστικότητα του. Απουσιάζουν οι παιδαγωγικοί σκοποί, άρα και η αλληλοεπίδραση στο εκπαιδευτικό έργο. Δεν θα βοηθήσει την τάξη και τη σχολική μονάδα.
Υποστήριξα και υποστηρίζω την ποιότητα στην παρεχόμενη δημόσια εκπαίδευση, που προϋποθέτει την αξιολόγηση όλων των συντελεστών της. Και υποστήριξα διαχρονικά την προσέγγιση της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, από την εισαγωγή της απόν J.MacBeath ως απάντηση στη Θατσερική πολιτική, την νομοθέτηση της από τον νόμο 2525/97 επί εποχής Γ. Αρσένη και ξανά από τον νόμο 3848/10 επί υπουργίας Α. Διαμαντοπούλου και με την μερική εφαρμογή της από την επιστημονική ομάδα του Γ.Πασιά.
Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας θα έπρεπε να αποτελεί μέρος ενός συνολικού σχεδίου αξιολόγησης όλων των συντελεστών της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Αυτό σημαίνει ισχυρές δομές διοίκησης- εποπτείας –καθοδήγησης –επιμόρφωσης –αξιολόγησης. Δηλαδή χρειάζεται μια ολιστική, συνολική πρόταση αρχιτεκτονικής λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτό ισχύει σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, ανεπτυγμένων χωρών και μη. Τέτοιου είδους πρόταση και σχέδιο δεν υπάρχει από την σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Αντίθετα συντηρείται εδώ και περίπου δυο χρόνια το ισοπεδωτικό θεσμικό πλαίσιο που νομοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η κατάκτηση της ποιότητας στην εκπαίδευση προϋποθέτει την αξιολόγηση των Κεντρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας, των Δ.Σ των φορέων του, των Περιφερειακών Διευθύνσεων, των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, των σχολικών μονάδων, των στελεχών Εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών, των Αναλυτικών Προγραμμάτων, των βιβλίων και των τεχνολογικών υποδομών (Η/Υ), των κτηριακών εγκαταστάσεων, των δομών επιμόρφωσης, των προσφερόμενων οικονομικών πόρων.
Προϋποθέτει την στήριξη των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων από μέντορες και Σχολικούς Συμβούλους, από δομές επιμόρφωσης και δημιουργίας νομοθετικού πλαισίου επαγγελματικής ανάπτυξης και εξέλιξης των εκπαιδευτικών.
Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, δηλαδή η αποτίμηση του Προγραμματισμού –Απολογισμού της σχολικής μονάδας και των μαθησιακών αποτελεσμάτων της, προϋποθέτει την αξιολόγηση των αλλαγών στα περιεχόμενα και τη λειτουργίας της τάξης, τον βαθμό εφαρμογής των νέων διδακτικών μεθόδων, τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών, τη σχολική ηγεσία, την ενδοσχολική ή διασχολική επιμόρφωση, τη χρηματοδότηση.
Αντίθετα με τις προαναφερόμενες επισημάνσεις η Υπουργός κ.Κεραμέως έχει αφήσει στο απυρόβλητο όλο το πλαίσιο λειτουργίας του πρώην Υπουργού των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ Γαβρόγλου, μη επαναφέροντας το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου, συντηρώντας τα ανύπαρκτα ΠΕΚΕΣ και τις πολιτικές του «φτωχού» Σχολείου, διορίζοντας κομματικούς Διευθυντές και ερχόμενη σε αντίθεση με το 95% του εκπαιδευτικού σώματος με αφορμή την εκλογή των αιρετών του κλάδου, αλλά «ευαισθητοποιείται» επικοινωνιακά για την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων στον καιρό της πανδημίας. Είναι τραγελαφικό να ζητά απολογισμό-αυταξιολόγηση για την τρέχουσα σχολική χρονιά, ενώ δεν έχει πραγματοποιηθεί ο προβλεπόμενος από το ΦΕΚ προγραμματισμός, λόγο της πανδημίας. Προς τι αυτή η σπουδή;
Με τον τρόπο αυτό καταστρατηγείται μια βασική αρχή, η διαδικασία της αξιολόγησης «από πάνω προς τα κάτω». Δεν αξιολογείται το Υπουργείο και οι υπηρεσίας του (ακόμα περιμένουν τα σχολεία τους Η/Υ και την επιμόρφωση), δεν αξιολογούνται οι επιλεγμένοι επί Γαβρόγλου και «παγωμένοι» Περιφερειακοί Διευθυντές, οι κομματικά διορισμένοι-από την Κεραμέως και τη ΔΑΚΕ- Διευθυντές Εκπαίδευσης, οι ανύπαρκτοι και αποτυχημένοι Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου, αλλά αξιολογείται η επίδοση της σχολικής μονάδας! Και φυσικά αγνοούνται επιδεικτικά οι παράμετροι που επηρεάζουν την απόδοση της σχολικής μονάδας, όπως ηγεσία, εποπτεία, προγράμματα σπουδών, βιβλία, Η/Υ, υποδομές, χρηματοδότηση, επιμόρφωση.
Η πολιτική της Ν.Δ. και της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας έχει αφήσει αλώβητο το πλαίσιο Γαβρόλγου και μάλιστα το έχει εφαρμόσει με κορωνίδες τις προσλήψεις εκπαιδευτικών με την κατάργηση των γραπτών εξετάσεων του ΑΣΕΠ, την άνευ όρων Πανεπιστημιοποίηση των αναξιολόγητων Σχολών και Τμημάτων των ΑΤΕΙ, τη διατήρηση του πλαισίου διοίκησης στην εκπαίδευση, την μη επανίδρυση του Εθνικού Συμβούλιου Παιδείας, που κατήργησαν οι Υπουργοί των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Οι «σαλαμοποιημένες» εκπαιδευτικές ρυθμίσεις της Ν.Δ.-Κεραμέως, δεν αποτελούν μεταρρυθμίσεις, αλλά τακτοποιήσεις κομματικών και ιδεοληπτικών συμφερόντων βγαλμένες από το πολιτικό παρελθόν της συντηρητικής παράταξης. Σίγουρα όμως δεν εξυπηρετούν το μέλλον της νέας γενιάς και τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας.
Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει ( 2ο Επιστημονικό Συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Σχολικών Συμβούλων, Θεσσαλονίκη, 2015) ότι «Καμία μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα αποτελεσματική, αν εξαντλείται μόνο σε κάποιες πλευρές του εκπαιδευτικού συστήματος. Η αλλαγή στην εκπαίδευση για να αποδώσει θα πρέπει να είναι συνολική».
Στο χώρο της εκπαίδευσης και της παιδείας δεν υπάρχει «fast track» πολιτική, δεν υπάρχουν γρήγορες και εύκολες πολιτικές οι οποίες να μπορούν να αποφασισθούν σήμερα, να εφαρμοσθούν σήμερα και να δούμε τα αποτελέσματα αύριο. Ο «πολιτικός χρόνος» της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας δεν ταυτίζεται με τον απαραίτητο «εκπαιδευτικό-παιδαγωγικό χρόνο» που χρειάζεται για την υλοποίηση των αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα».
Σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας κοντόφθαλμης και αδιέξοδης εκπαιδευτικής πολιτικής. Δυστυχώς για την προοπτική της ελληνικής κοινωνίας και η σημερινή πολιτική του Υπουργείου Παιδείας χαρακτηρίζεται από το «…λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν».
* Ο Γιάννης Κουμέντος είναι Εκπαιδευτικός Π.Ε.70 και πρώην Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Πατήστε και δείτε τα 20 προηγούμενα άρθρα του Γιάννη Κουμέντου