Το 2020 χαρακτηρίστηκε από την επιδεικτική απουσία διαλόγου για τα θέματα της Παιδείας και από την επίμονη διάθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να προχωρήσει σε νομοθετικές πρωτοβουλίες με ισχυρό νεοσυντηρητικό περιεχόμενο και βαθιά νεοφιλελεύθερο πρόσημο.
Οι πιο εμβληματικές νομοθετικές παρεμβάσεις αφορούσαν πολιτικές όπως:
- Ο νόμος για τα κολέγια.
- Η υποβάθμιση των κοινωνικών σπουδών και των εικαστικών στα ωρολόγια προγράμματα, μια επιλογή που φτωχαίνει δραματικά το σχολείο.
- Η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
- Η διαδικασία επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης χωρίς μοριοδοτούμενα κριτήρια, σε απόλυτη αντίθεση με τις διακηρύξεις περί «επιτελικού κράτος».
- Το νομοσχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση το οποίο σιωπά ένοχα για αυτήν καθώς επικεντρώνεται στην κατάρτιση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κανένα άρθρο του νομοσχεδίου δεν γίνεται αναφορά στα ΕΠΑΛ και σε οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης τους με την προμήθεια σύγχρονου εργαστηριακού εξοπλισμού.
- Οι ρυθμίσεις για την μαθητεία στην ηλικία των 15 ετών, αποκαλυπτικές της ταξικής θεώρησης της κυβέρνησης.
- Η παρέμβαση για την απευθείας μετάδοση του μαθήματος στην τάξη.
- Η χωρίς προηγούμενη διαβούλευση αλλαγή του τρόπου εκλογής των υπηρεσιακών συμβουλίων.
Οι άνθρωποι της εκπαίδευσης απάντησαν με ηχηρό τρόπο στην άσκηση δημόσιων πολιτικών με κυρίαρχο πρόσημο την έλλειψη διαλόγου, την απουσία σύνθεσης, την αισθητική της επιβολής.
Τα υψηλά ποσοστά αποχής (πάνω από 90%) στις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια αποδόμησαν με εμφατικό τρόπο το κυβερνητικό αφήγημα περί νομιμοποίησης των επιλογών του υπουργείου στην συνείδηση των ανθρώπων της εκπαίδευσης.
Η εκπαιδευτική κοινότητα στάθηκε απέναντι όχι στις νέες τεχνολογίες αλλά σε βαθιά αντιδραστικές λογικές οι οποίες διαμορφώνουν την αίσθηση υποχώρησης της αξίας της διαβούλευσης στον δημόσιο χώρο, ως κυρίαρχο όχημα παραγωγής πολιτικών και λήψης αποφάσεων με δημοκρατικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Αυτή η διάθεση επίδειξης δύναμης στην διαχείριση των κοινωνικών διεργασιών και υποθέσεων-κυρίαρχη στην υλοποίηση αλλά και την επικοινωνιακή εργαλειοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής- συμβολικά και ουσιαστικά αναδεικνύεται και από την νομοθετική πρωτοβουλία για την ασφάλεια στον χώρο των Πανεπιστημίων. Ο σχεδιασμός για προσλήψεις 1000 αστυνομικών σε καιρό πανδημίας προκαλεί μεγάλο προβληματισμό για τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις του κυβερνητικού επιτελείου.
Το θέαμα δε της παρουσίασης μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας που αφορά την ασφάλεια στα Πανεπιστήμια υπό την «εποπτεία» της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη τόσο σε επίπεδο αισθητικής όσο και σε επίπεδο πολιτικών συμβολισμών μόνο σκεπτικισμό προκαλεί…
Οι παράγοντες της πολιτικής ζωής οι οποίοι θεωρούν πως η εργαλειοποίηση του έργου της δημόσιας ασφάλειας συνιστά πεδίο πολιτικής και επικοινωνιακής εκμετάλλευσης κάνουν σοβαρό λάθος. Διολισθαίνουν σε ένα δρόμο όπου το έργο της Αστυνομίας θα αισθητοποιείται -ως προς την διαχείριση του- ως έκφανση πολιτικής επικοινωνίας και ιδεολογικής σύγκρουσης. Αυτή θα είναι μια εξέλιξη ιδιαίτερα προβληματική καθώς διαμορφώνει συνθήκες πρόσληψης του έργου της Αστυνομίας ως παράγοντα που θα επιδρά στην διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας (θεώρηση ασύμβατη με την αποστολή της). Αυτή η εξέλιξη αποτελεί υποχώρηση του πολιτικού μας πολιτισμού και προβάλλει την αντίληψη ότι το αξιακό φορτίο της εσωτερικής ασφάλειας υπερέχει κάθε άλλης αξίας στον χώρο της δημόσιας σφαίρας.
Η ανάγκη για ασφάλεια δεν μπορεί να συνδέεται με την εγκαθίδρυση μιας ατμόσφαιρας αστυνομοκρατίας στα πανεπιστήμια. Τα Πανεπιστήμια πρέπει να έχουν τον κυρίαρχο λόγο και ρόλο στη διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας τους, σε επίπεδο ασφάλειας. Οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (το οποίο προβλέπει και επιτρέπει την παρέμβαση της αστυνομίας σε περιπτώσεις παραβατικότητας και εγκληματικότητας) αλλά και να έχουν την απαιτούμενη – από την κοινωνία και τους φοιτητές – αποτελεσματική συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Υπάρχει χώρος στη δημόσια συζήτηση και πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα να διαμορφωθούν νέες δομές φύλαξης – απόλυτα ελεγχόμενες από τα Πανεπιστήμια – τα οποία και θα προκρίνουν τις κατάλληλες επιλογές ώστε να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή.
Η ανάγκη να μην επαναληφθούν γεγονότα όπως ο ξυλοδαρμός του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ επιβάλλει την εφαρμογή του νομικού πλαισίου που ισχύει σήμερα με τρόπο αυστηρό και απαρέγκλιτο. Η ανάγκη να μην βρεθούμε αντιμέτωποι με τέτοια περιστατικά ξανά σηματοδοτεί την ανάγκη εφαρμογής των νόμων.
Δεν σηματοδοτεί ωστόσο την ανάγκη αλλαγής του νομικού πλαισίου με την υιοθέτηση μιας πολιτικής ασφαλείας στον χώρο των Πανεπιστημίων με πρόσημο βαθιά συντηρητικό, βαθιά προβληματικό ως προς την αισθητοποίηση των συνεπειών στην λειτουργία των Πανεπιστημίων και κυρίως στην κατοχύρωση ενός νέου αισθήματος στη δημόσια ζωή όπου η αντίληψη για την αξία της ασφάλειας υπερτερεί της θεώρησης για την αξία των δημοκρατικών λειτουργιών.
* O Γιώργος Γεωργακόπουλος είναι μέλος της Γραμματείας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής.