Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, εκτός από τα δομικά και λειτουργικά του προβλήματα, έχει να αντιμετωπίσει και την διαχείριση της κρίσης της πανδημίας. Σημαντική παράμετρος στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι ο βαθμός ετοιμότητας του εκπαιδευτικού συστήματος στη χρήση των νέων τεχνολογιών και των δικτύων τους.
Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οι σύγχρονες καινοτομίες στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης και της δικτύωσης των νέων τεχνολογιών, εισήχθησαν συστηματικά στο μέσο της δεκαετίας του 1990. Στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης «Παιδεία Ανοιχτών Οριζόντων», επί Υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη, σχεδιάσθηκαν και δρομολογήθηκαν οι υποστηρικτικές πολιτικές εφαρμογής των εκπαιδευτικών καινοτομιών.
Η δικτυακή διασύνδεση δομήθηκε το 1999, με τη συνεργασία ελληνικών ΑΕΙ και ΑΤΕΙ και τη δημιουργία του GUNet (Greek Universities Network) ή «Ελληνικό Ακαδημαϊκό Διαδίκτυο». Τα αποτελέσματα του όλου εγχειρήματος ήταν η σταδιακή δημιουργία μιας σύγχρονης δικτυακής και υπολογιστικής υποδομής, η οποία έδωσε τη δυνατότητα για τη δικτύωση της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τη λειτουργία του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου (Π.Σ.Δ.).Το όλο εγχείρημα συγχρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για την Κοινωνία της Πληροφορίας της Ε.Ε. και από Εθνικούς Πόρους του Υπουργείου Παιδείας. Τη χρηματοδότηση διαχειρίσθηκαν δώδεκα ακαδημαϊκοί και ερευνητικοί φορείς της χώρας μας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση με σειρά αποφάσεων της, την τελευταία εικοσαετία, δημιούργησε ένα ενιαίο στοχοθετικό πλαίσιο για την εκπαιδευτική πολιτική των χωρών μελών της, που αποσκοπούσε στην κατάκτηση της κοινωνίας της γνώσης. Οι αποφάσεις της Λισσαβόνας (2006), έθεσαν ένα πλαίσιο προτεραιοτήτων, μέσα στο οποίο ήταν ενταγμένη και η πολιτική της χρήσης των νέων τεχνολογιών. Στην ίδια κατεύθυνση ήταν και τα συμπεράσματα του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (2007-09) της χώρας μας. Αυτή η πολιτική των μεταρρυθμίσεων και της προσαρμογής των συντελεστών της παρεχόμενης εκπαίδευσης στη διεθνή πραγματικότητα σχεδιάσθηκε και εν μέρει εφαρμόσθηκε με την πολιτική του «Νέου Σχολείου», επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου.
Εκτός των νομοθετικών ρυθμίσεων για την υλοποίηση και στήριξη του «Νέου Σχολείου» σχεδιάσθηκαν Τομεακά και Περιφερειακά έργα ΕΣΠΑ συνολικού ύψους 1δις 390 εκατομμυρίων. Τα έργα αφορούσαν, μεταξύ άλλων την ψηφιακή τάξη σύμφωνα με τους άξονες «Εκπαίδευση & Δια βίου Μάθηση», «Ψηφιακή Σύγκλιση».
Η πολιτική για το Ψηφιακό Σχολείο εμπεριείχε τη δημιουργία ψηφιακών υποδομών-αποθετηρίων, όπως το «Φωτόδεντρο», την ισχυροποίηση του Π.Σ.Δ., την ενσωμάτωση του δικτύου Survey στο myschool, την δημιουργία e-book, την ενίσχυση των σχολικών μονάδων με εξοπλισμό (Η/Υ, διαδραστικούς πίνακες, προτζέκτορες κ.α.), την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (ΤΠΕ Β΄ επιπέδου, Πρόγραμμα Μείζονος Επιμόρφωσης), την δημιουργία ισχυρού πόλου υποστήριξης των τεχνολογιών και των σχολικών Εκδόσεων με το ΙΤΥΕ Διόφαντος.
Η εισαγωγή δυο ωρών του μαθήματος της Πληροφορικής στα Ολοήμερα Δημοτικά με το Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (ΕΑΕΠ) και στο Γυμνάσιο, αποσκοπούσε αφενός μεν στην εκμάθηση του αντικειμένου και αφετέρου στην πιστοποίηση του με την αποφοίτηση των μαθητών από την Γ΄ Γυμνασίου.
Παράλληλα η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών θα βοηθούσε και θα εντατικοποιούσε τη χρήση της Πληροφορικής ως εργαλείο κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του δια ζώσης μαθήματος. Η δημιουργία της ασύγχρονης εξ αποστάσεως πλατφόρμας e-class και e-me έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές το διαμοιρασμό διαδραστικού εκπαιδευτικού υλικού κατά τη διάρκεια της κανονικής σχολικής περιόδου, στα πλαίσια της ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης. Αυτή η πολιτική εκσυγχρόνιζε, ισχυροποιούσε και αναβάθμιζε την παρεχόμενη δημόσια εκπαίδευση.
Δυστυχώς η εκπαιδευτική πολιτική του 2010, συμπεριλαμβανομένου και του «Ψηφιακού Σχολείου», ανατράπηκε σταδιακά και μεθοδικά την περίοδο Υπουργίας των Μπαλτά-Φίλη –Γαβρόγλου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η πανδημία του 2020 με το κλείσιμο των σχολείων, δημιούργησε νέα δεδομένα και την ανάγκη για την έκτακτη αντιμετώπιση της μη διαζώσης παροχής εκπαίδευσης.
Ο χειρισμός αυτής της κρίσης ανέδειξε σειρά προβλημάτων, όπως την ανεπάρκεια της εξ αποστάσεως σύγχρονης εκπαίδευσης, την έλλειψη τεχνολογικού εξοπλισμού, την καθυστέρηση στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την ανυπαρξία υποστήριξης, καθοδήγησης και εποπτείας, καθώς και την ανεπάρκεια της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας να σχεδιάσει τακτικού και στρατηγικού τύπου παρεμβάσεις, δηλαδή να εντάξει τα επείγοντα μέτρα στα πλαίσια μιας συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας της κυβέρνησης της Ν.Δ., έχασε την χρονική ευκαιρία της ενδιάμεσης καλοκαιρινής και εναρκτήριας περιόδου για την προετοιμασία του εκπαιδευτικού συστήματος.
Δεν υπήρξε καμία έγκαιρη οργανωμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, δεν προετοιμάσθηκαν εναλλακτικά ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα, δεν ενισχύθηκαν ουσιαστικά οι τεχνικές υποδομές των σχολικών μονάδων, δεν προετοιμάσθηκαν οι μαθητές και οι οικογένειες τους για μια ενδεχόμενη νέα διακοπή παροχής της δια ζώσης εκπαίδευσης. Η μόνη πολιτική που υλοποίησε ήταν ο διορισμός των κομματικών Διευθυντών Εκπαίδευσης και το δόγμα, «αποφασίζω, δεν συζητώ με κανένα».
Η υποχρεωτική χρήση Webex από τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές με τον ορισμό χρονικών –ωρολογίων προγραμμάτων, που αποφάσισε η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, δεν αποτελεί τηλεκπαίδευση.
Η τηλεκπαίδευση, δεν είναι μια ευκαιριακή, αποσπασματική και χρονικά περιορισμένη εκπαιδευτική διαδικασία, έχει διάρκεια. Η τηλεκπαίδευση, εκτός της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής την οποία πρέπει να έχουν τα σχολεία, αλλά και οι μαθητές, χρησιμοποιεί ένα διαφορετικού τύπου εκπαιδευτικό και διδακτικό σχεδιασμό, προσαρμοσμένο στο χώρο, στο χρόνο και στη μεθοδολογία των ζωντανών εξ αποστάσεως τηλεδιασκέψεων.
Η σύγχρονη και ασύγχρονη τηλεκπαίδευση απαιτεί ένα συνολικά διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, μια συνολικά διαφορετική προσέγγιση της διδασκαλίας, της αυτοδιόρθωσης, της αξιολόγησης, των εξετάσεων, της πιστοποίησης και της προαγωγής στην επόμενη τάξη.
Αυτό το οποίο παρέχεται σήμερα δεν είναι τηλεκπαίδευση των μαθητών, αλλά τηλεαπασχόληση, η οποία έχει κάποια θετικά αποτελέσματα, επειδή κρατά σε επαφή και σε ρυθμό, έστω και εξ αποστάσεως τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και συντηρεί την όποια σχολική διαδικασία, μέσα από ένα «κουτσουρεμένο» ωρολόγιο πρόγραμμα.
Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση η χρήση των νέων τεχνολογιών, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ψυχοπαιδαγωγική και κοινωνική διάσταση της δια ζώσης διδασκαλίας. Μπορούν όμως οι νέες τεχνολογίες να υπηρετήσουν τις νέες συνθήκες μάθησης και να ενισχύσουν την δια ζώσης διδασκαλία, την ασύγχρονη και κατά καιρούς την σύγχρονη τηλεκπαίδευση.
Η επαναλειτουργία των σχολείων, με την εφαρμογή όλων των απαραίτητων μέτρων προστασίας, αποτελεί αναγκαιότητα και μονόδρομο, όποτε και εάν αυτή πραγματοποιηθεί.
Η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα έπρεπε να προσεγγίσει τα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά και τη διαχείριση της κρίσης με ένα διαφορετικό τρόπο ιεράρχησης των παρεμβάσεων και της ένταξης τους σε μόνιμες μακροχρόνιες λύσεις. Εάν υποστηρίξει κάποιος πως η ξαφνική έλευση της πανδημίας και το κλείσιμο των σχολείων αιφνιδίασε την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, κατά την πρώτη φάση, και την οδήγησε σε αλλοπρόσαλλες πολιτικές, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η συνέχεια αυτής της συμπεριφοράς.
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος ενίσχυσης των υποδομών σε Η/Υ, όπου η αδυναμία καταγραφής των αναγκών και της διεξαγωγής έγκαιρων διαγωνισμών, οδήγησε στη «λαϊκίστικη» πολιτική της διανομής χρημάτων στις οικογένειες για την αγορά υπολογιστών, πράξη που μπορεί να λύσει προσωρινά το πρόβλημα, αλλά ουσιαστικά δεν εξοπλίζει τις σχολικές μονάδες, αφού δεν παραμένει σε αυτές ο εξοπλισμός. Στην ίδια λογική και οι μαζικές, χωρίς στόχευση (π.χ. νηπιαγωγούς), προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών τον Ιανουάριο του 2021.
Αυτή είναι μια κοντόφθαλμη πολιτική, υποταγμένη στη λογική της μείωσης του πολιτικού κόστους και του μικροκομματικού συμφέροντος, που φυσικά δεν «κτίζει» το μέλλον.
Εάν σήμερα συντηρείται η οποιαδήποτε εξ αποστάσεως ασύγχρονη ή σύγχρονη τηλεκπαίδευση οφείλεται στις πολιτικές εισαγωγής καινοτόμων πρακτικών και μεταρρυθμίσεων, όπως αυτή του «Ψηφιακού Σχολείου» που υλοποιήθηκε το 2010 από την τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Πάνω σε αυτές τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές, που εισήχθηκαν με σχεδιασμό, επιμονή και με πολιτικό κόστος από προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες, στηρίζεται η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, για να διαχειριστεί την κρίση της πανδημίας από το κλείσιμο των σχολείων. Το θέμα λοιπόν είναι «ο σχεδιασμός της επόμενης ημέρας» για την ποιότητα, τη γνώση, τις δεξιότητες που θα έχουν οι απόφοιτοι του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το 2035.
Η απουσία ουσιαστικού θεσμικού διαλόγου για τα στρατηγικά θέματα της εκπαίδευσης και της παιδείας, δημιουργεί καθυστερήσεις, παλινδρομήσεις και χαμένες ευκαιρίες για την ελληνική κοινωνία, που είναι αναγκασμένη να συνυπάρχει και με τη δική της κρίση και αδυναμία, αλλά και με το ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Η σημερινή πολιτική ηγεσία βουλιάζει μέσα στο πέλαγος της αυτοϊκανοποίησης και της αυταρέσκειας της, βλέποντας «το δάκτυλο και όχι το φεγγάρι».
* Ο Γιάννης Κουμέντος είναι Εκπαιδευτικός Π.Ε.70 και πρώην Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Σύμβολο αντίστασης των γυναικών στο Ιράν κατά των αυστηρών κανόνων του Ιράν έγινε η φοιτήτρια…
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση του Δήμου Χαλανδρίου «1940-1950, η μεγάλη δεκαετία», στο πλαίσιο…
Ο επικεφαλής της παράταξης «Χαλάνδρι στο Φως» Χάρης Ρώμας, με ανακοίνωσή του στα μέσα κοινωνικής…
Στο 1ο Γυμνάσιο Βριλησσίων βρέθηκε η κινητή μονάδα του προγράμματος ανακύκλωσης «The Green City». Tο έμπειρο προσωπικό…
Άνοιξε η αυλαία των παιδικών εκδηλώσεων «Σάββατο στη Βιβλιοθήκη 2024-2025», το Σάββατο 2 Νοεμβρίου. Μέχρι…
Πριν ακόμα αρχίσει η φετινή σχολική χρονιά το Υπουργείο Παιδείας είχε αποφασίσει να επιβάλλει συγχωνεύσεις τμημάτων.…