Ο τελευταίος χρόνος, πέραν των συντριπτικών αλλαγών με τις πρωτόγνωρες συνθήκες που επέβαλε η πανδημία, συνοδεύτηκε και από την απότομη κλιμάκωση των εθνικών μας ζητημάτων, με προεξέχοντα τα ελληνοτουρκικά. Με την ακραία πλέον επιθετικότητα της Τουρκίας, την αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών, τη συνεχή διεύρυνση των διεκδικήσεων της και την προσπάθεια διαμόρφωσης ατζέντας δήθεν διαλόγου, στη βάση των συμψηφισμών, των τετελεσμένων και του δικαίου της ισχύος.
Τα γεγονότα γνωστά, η στάση της χώρας μας επίσης. Πολλά επιμέρους μπορούν να ειπωθούν, αλλά συγκλίνουν σίγουρα σε ένα. Ότι η θεσμική εθνική μας στρατηγική οφείλει να εξωτερικεύσει τον διμερή χαρακτήρα των διαφορών, αντισταθμίζοντας την μιλιταριστική πυγμή της Τουρκίας, μέσω του δικού μας συγκριτικού πλεονεκτήματος. Των διεθνών και ευρωπαϊκών δομών και οργανισμών, που πολλαπλασιάζουν τη γεωπολιτική ισχύ της Ελλάδας. Ή με απλά λόγια… «να πάρει θέση η Ευρώπη».
Αλλά να πάρει στην πράξη. Στέλνοντας το μήνυμα πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι συμπαγές και πως η εξωτερική πολιτική της Ένωσης ταυτίζεται απαρέγκλιτα με τα εθνικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου. Πως η «αχίλλειος» πτέρνα του Ερντογάν, δηλαδή η τουρκική οικονομία, η υποτίμηση της λίρας και η βιοτική υποβάθμιση των Τούρκων, μπορεί να τεθεί υπό ρεαλιστική απειλή, από μία συντεταγμένη ευρωπαϊκή πολιτική που, μέσω της επιβολής μη προσωποκεντρικών κυρώσεων, θα επιβάλλει στην Τουρκία τη θεσμική της αναδίπλωση και την επανεκκίνηση του διαλόγου στη βάση των διαχρονικά παγιωμένων όρων των διμερών διαπραγματεύσεων.
Περνώντας όμως τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, το μόνο που εισφέρουν είναι ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, και μία τυπική φραστική καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας, στέλνοντας στον Ερντογάν το ακριβώς αντίθετο μήνυμα. Ότι «η πόρτα είναι ανοιχτή, και τα σκυλιά δεμένα». Μήνυμα που η ελληνική κυβέρνηση, μέσα στην αμηχανία της διπλωματικής της αποτυχίας, προσπαθεί να μεταφράσει ή καλύτερα να παραφράσει, παίζοντας με τις λέξεις και με τη γνωστή τακτική της αναβολής των προσδοκιών. Αυτών που έχουμε, έτσι κι αλλιώς, συνηθίσει να αναβάλλουμε, υποσχόμενη συγκαταβατικά, ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά.
Όμως, στη χώρα μας, δεν περισσεύουν άλλες τελευταίες φορές. Γιατί η απαίτηση για την έμπρακτη στήριξη της Ευρώπης, στην απειλή της εθνικής μας κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, δεν γίνεται με όρους επαιτείας. Δεν ζητάμε ελεημοσύνη, δεν επικαλούμαστε την αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών. Ζητάμε από την Ευρώπη να αντιληφθεί, ότι η κυριαρχία της περνάει μέσα από τη δική μας, ότι τα σύνορα που προσβάλλονται είναι ευρωπαϊκά, η φύλαξη τους ανάγκη υπερεθνική, η εξωτερική μας πολιτική ταυτόσημη με την ευρωπαϊκή. Και το σημαντικότερο, ότι η ευρωπαϊκή συλλογική συνείδηση, που ήταν διαχρονικά η κινητήρια δύναμη της Ένωσης, δεν μπορεί να βάζει στο ζύγι τη χρηματοπιστωτική έκθεση της κάθε χώρας, τις επιμέρους οικονομικές συναλλαγές με την Τουρκία, ή ακόμα χειρότερα, τους εθνικούς εκλογικούς συσχετισμούς ή τα εγχώρια μικροπολιτικά αφηγήματα. Και στο ζύγι αυτό να εντάσσονται, χωρίς αιδώ, και οι βιομηχανίες όπλων με μοναδικό κριτήριο την οικονομική μεγέθυνση με κάθε κόστος.
Γιατί όσο κυριαρχούν οι αποφάσεις δια των εθνοκεντρικών διαπραγματεύσεων, τόσο «μικραίνει» η Ευρώπη, τόσο χάνει τη συνοχή της και παραμένει απλός παρατηρητής, έρμαια των διαρκώς εναλλασσόμενων γεωπολιτικών συσχετισμών που, συνεχώς, δοκιμάζουν τα αντανακλαστικά της. Γιατί σήμερα είναι η τουρκική προκλητικότητα, αύριο θα είναι ξανά το μεταναστευτικό, μεθαύριο οι οικονομικές, νομισματικές και εμπορικές αποφάσεις, η πανδημία ή οι νέες κρίσεις.
Τα συμπεράσματα, λοιπόν, είναι κατά βάση δύο.
- Το πρώτο αφορά στη θεσμική δομή της Ένωσης. Αποδεικνύοντας πως μία χαλαρή συγκόλληση οικονομικών συμφερόντων, χωρίς ομογενοποιημένους πολιτικούς θεσμούς και όρους λογοδοσίας δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η Ευρώπη της επικαλούμενης αλληλεγγύης, που υιοθετείται μόνο σε περιπτώσεις συγκυριακής ταύτισης συμφερόντων, πρέπει να δώσει τη θέση της σε αυτή των ενοποιημένων πολιτικών θεσμών, που θα αναδεικνύονται από το σύνολο της κοινωνικής βάσης της Ένωσης, και άρα θα λογοδοτούν και σε αυτό. Ώστε τα πολιτικά οφέλη που θα παράγουν οι συλλογικές αποφάσεις, να μην αφορούν στενά εθνικά ακροατήρια, αλλά να συνεισφέρουν στον ενιαίο χαρακτήρα της πολιτικής και οικονομικής της λειτουργίας.
- Και το δεύτερο, μέχρι την προοπτική της θεσμικής της ανασυγκρότησης, να αντιληφθούμε και εμείς ότι η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, και η εξ ανάγκης εξάρτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, δεν μπορεί να μεταφράζεται στη σιωπηρή αποδοχή της υποβαθμισμένης διαπραγματευτικής μας ισχύος. Και σίγουρα, η διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων δεν μπορεί ούτε να συμψηφίζεται, ούτε να τίθεται υπό διαπραγμάτευση, στη λογική του εθνικού «δούνε» έναντι του οικονομικού «λαβείν. Γιατί η ανεπιτυχής στρατηγική του διαρκούς κατευνασμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν πρέπει παρελκυστικά να υιοθετείται και στην προσπάθεια ανάδειξης της ευρωπαϊκής διάστασης των εθνικών μας ζητημάτων.
Ίσως, λοιπόν, κάποια στιγμή, να πρέπει η φωνή μας να ακουστεί λίγο πιο δυνατά. Και αυτά που θα πει να περιλαμβάνουν και ένα «φτάνει πια». Όχι με όρους εθνικιστικού λαϊκισμού, αλλά εκπροσωπώντας μία χώρα και ένα έθνος, που μέσα στις δυσκολίες που πέρασε και εξακολουθεί να περνάει, ξέρει να βάζει προτεραιότητες. Και για εμάς, οι εθνικές είναι στην πρώτη γραμμή. Ας το δείξουμε με τρόπο πειστικό.
* Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, είναι Γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής