Τις τελευταίες ημέρες κορυφώνεται η διαμάχη σχετικά με την απόφαση του υπουργείου Παιδείας να προχωρήσει στη διενέργεια αποκλειστικά και μόνο ηλεκτρονικών εκλογών για τα υπηρεσιακά συμβούλια.
Είναι ωστόσο ξεκάθαρο ότι αυτό το οποίο τίθεται ως κεντρικό ζήτημα δεν είναι απλά η διενέργεια των ηλεκτρονικών εκλογών. Η επιλογή αυτή έρχεται να συμπληρώσει ακόμη ένα κομμάτι του ψηφιδωτού των βαθιά νεοσυντηρητικών και με νεοφιλελεύθερο πρόσημο, πολιτικών για την εκπαίδευση.
Η παρουσίαση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εργασίας το οποίο προβλέπει εργασία έως και 10 ώρες την ημέρα, χωρίς πρόσθετη αμοιβή για υπερωρίες, αποτυπώνει το κυβερνητικό σχέδιο για την «οργάνωση του χρόνου εργασίας». Παράλληλα ενσωματώνει ρυθμίσεις οι οποίες έχουν ως κυρίαρχη στόχευση την αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Στην πραγματικότητα η κυβερνητική πλειοψηφία αναζητά μια εμβληματικού χαρακτήρα σύγκρουση και διαμάχη με μια κοινωνική και επαγγελματική ομάδα ώστε να πετύχει μια «υπερήφανη και συμβολική» νίκη. Η επικράτηση σε μια σύγκρουση αυτού του χαρακτήρα θα αποδεσμεύσει επιλογές και θα οδηγήσει στην πραγμάτωση πολιτικών οι οποίες σε όλες τους τις εκφάνσεις και τις πτυχές θα συγκροτούν μια βαθιά νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Στο πρόσωπο της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και των συνδικάτων τα οποία συγκροτούνται ως έκφραση της συλλογικότητας των εκπαιδευτικών, η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας αντικρίζει – ως μια άλλη Μάργκαρετ Θάτσερ – τους ανθρακωρύχους του 1984. Στην εμβληματική αυτή σύγκρουση αντιπαρατέθηκε η σκληρή νεοφιλελεύθερη αντίληψη με τον κόσμο της εργασίας. Η συντριβή των ανθρακωρύχων δώδεκα μήνες μετά, εξαιτίας της επιβολής ενός ασφυκτικού κλίματος αστυνομικής βίας, δικαστικών διώξεων και επικοινωνιακής εργαλειοποίησης των ΜΜΕ, οδήγησε στην συντριβή των αντιστάσεων των εργαζομένων και κυρίως στην υλοποίηση των πιο αντιδραστικών πολιτικών.
Αυτό είναι και το ερμηνευτικό αλλά και αξιολογικό σχήμα των επιλογών των εκπονητών των δημόσιων πολιτικών για την εκπαίδευση. Η συντριβή των αντιδράσεων και η αποδόμηση του συνδικαλιστικού κινήματος θα οδηγήσουν την κυβερνητική πλειοψηφία σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση για την υλοποίηση του μεγάλου «οράματος» που έχει για τη εκπαίδευση, πέρα από τις όποιες ρυθμίσεις αφορούν τη σχολική ζωή και λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος (επαγγελματική εκπαίδευση, εξωτερική αξιολόγηση), δηλαδή…
ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ.
Αυτό θα σημάνει με απόλυτο και ανέκκλητο τρόπο τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του πεδίου της εκπαιδευτικής πραγματικότητας καθώς η υπόθεση της δημόσιας παιδείας θα μεταβληθεί σε υπόθεση τοπικού ενδιαφέροντος με διαμόρφωση σχολείων πολλών ταχυτήτων. Οι γονείς και οι μαθητές/μαθήτριες -των δήμων με μειωμένη δυναμική στο οικονομικό πεδίο- θα γίνονται μάρτυρες στην αποδόμηση του βασικού στοιχείου που πρέπει να χαρακτηρίζει την εκπαιδευτική διαδικασία: την δημοκρατικοποίηση της γνώσης.
Στο πλαίσιο αυτό θα αλλάξει ριζικά το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών με ότι αυτό συνεπάγεται για τις συνθήκες όπου θα εργάζονται αλλά και κάτω από τις οποίες θα συνυπάρχουν με τους μαθητές και τις μαθήτριες τους. Θα μεταβληθούν δραματικά οι προοπτικές των μαθητών και των μαθητριών στον χώρο της εκπαίδευσης και της εργασίας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ισοτιμίας.
Συνεπώς, το ζήτημα προφανώς και δεν είναι απλά η ηλεκτρονική ψηφοφορία. Είναι το πλέγμα θεωρήσεων που συνοδεύει την εφαρμογή της (ως αποκλειστικό και όχι ως συμπληρωματικό εργαλείο) αλλά και το τι σηματοδοτεί ως πρόκριμα για την εφαρμογή βαθιά αντιδραστικών πολιτικών.
Ούτε νέο-λουδιτισμό υποκρύπτει η άρνηση της εκπαιδευτικής κοινότητας (το αποδεικνύει η συμμετοχή της στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση αλλά και η εξάντληση σε χρόνο ρεκόρ των θέσεων για τις εξετάσεις πιστοποίησης για το Β1 επίπεδο πιστοποίησης γνώσεων υπολογιστών, λίγες μέρες πριν) ούτε διάθεση για σύγκρουση με το Υπουργείο έχουν οι εκπαιδευτικοί σε μια τόσο δύσκολη και ιδιαίτερη χρονιά- σε συνθήκες πανδημίας.
Είναι απόλυτα ξεκάθαρο ωστόσο, ότι η αποχή από τις εκλογές ή αντίθετα η συμμετοχή συνδέεται απόλυτα τόσο με την νομιμοποίηση ή όχι των πολιτικών του Υπουργείου στη συνείδηση του κόσμου της εκπαίδευσης όσο και στο κατά πόσο το εκπαιδευτικό κίνημα θα διαμορφώσει συνθήκες ώστε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την υπόθεση και τον χαρακτήρα του δημόσιου σχολείου, να διατηρήσει στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα και να αποτρέψει την υπονόμευση της συνδικαλιστικής του εκπροσώπησης.
Η επιλογή των ανθρώπων της εκπαίδευσης θα ορίσει και το αύριο του κόσμου της εκπαίδευσης…
Και όπως γράφει ο Πλάτωνας:
«Την ευθύνη την έχει αυτός που επιλέγει»
* O Γιώργος Γεωργακόπουλος είναι Mέλος της Γραμματείας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής.