Η Τετάρτη της 7ης Οκτωβρίου του 2020, θα μείνει στην ιστορία της χώρας μας ως η ημέρα που η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε από την Ελληνική δικαιοσύνη ως εγκληματική οργάνωση, υπεύθυνη για δολοφονίες, απόπειρες δολοφονίας και επιθέσεις σε μετανάστες και πολιτικούς της αντιπάλους.
Η δίκη, μετά από 5 χρόνια και αρκετές καθυστερήσεις, ολοκληρώθηκε αυτή την εβδομάδα με την ανακοίνωση των ποινών. Όλη η ηγετική ομάδα του νεοναζιστικού μορφώματος οδηγείται στη φυλακή. Σε αυτούς θα προστεθεί σε λίγο καιρό και ο Λαγός, ο οποίος ως εκλεγμένος Ευρωβουλευτής δικαιούται ασυλίας. Μόλις η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στείλει τα απαραίτητα έγγραφα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η αρμόδια επιτροπή Νομικών Υποθέσεων θα ξεκινήσει τη διαδικασία άρσης ασυλίας του, η οποία είναι αρκετά πιο απλή από την αντίστοιχη της Ελληνικής Βουλής.
Εκτός όμως από τη φυλάκισή τους μένει και μία ακόμα εκκρεμότητα, αυτή των πολιτικών δικαιωμάτων. Εξαιτίας της αλλαγής του ποινικού κώδικα από τον ΣΥΡΙΖΑ που κατήργησε την παρεπόμενη ποινή στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, τόσο η ηγετική ομάδα του ναζιστικού μορφώματος, όσο και οι υπόλοιποι καταδικασθέντες θα έχουν όχι μόνο το δικαίωμα του εκλέγει, αλλά επιπλέον και του εκλέγεσθαι. Για να αποτραπεί, λοιπόν, η πιθανότητα οι καταδικασθέντες της Χρυσής Αυγής να είναι εκ νέου υποψήφιοι σε επόμενες εκλογές, απαιτείται η τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας άμεσα. Αυτό, βέβαια, θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει στην τελευταία τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας από την παρούσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ενώ ο νέος Ποινικός Κώδικας είχε αρχίσει να εφαρμόζεται.
Το μείζον ζήτημα, όμως, είναι να αναλογιστούμε πώς φτάσαμε στο σημείο να αποκτήσουμε στη χώρα μας το πιο ισχυρό νεοναζιστικό κόμμα στην Ευρώπη, αλλά πολύ περισσότερο οφείλουμε να εξασφαλίσουμε πώς εμείς ή οι επόμενες γενιές δεν θα ξαναβρεθούν μπροστά σε μία τόσο δυσάρεστη έκπληξη.
Η οικονομική κρίση, η αύξηση των ανισοτήτων, η ανεργία, η γενικότερη μείωση των ευκαιριών σίγουρα δημιούργησε το υπέδαφος, ανοίγοντας το δρόμο στην απλοποίηση άσπρο – μαύρο. Αυτές οι συνθήκες, όμως, αν και είναι αναγκαίες, δεν είναι ικανές από μόνες τους να προκαλέσουν την άνοδο του νεοναζισμού, όπως αποδεικνύεται και από άλλες χώρες της Ευρώπης που αν και έζησαν τα ίδια προβλήματα, την ίδια εποχή, δεν είχαν την αντίστοιχη πολιτική εξέλιξη. Στη χώρα μας κάποιοι είτε υποτίμησαν το φαινόμενο είτε του επέτρεψαν για ιδιοτελείς λόγους να εμφανιστεί με την προβιά ενός mainstream εθνικιστικού κόμματος. Κανείς από αυτούς δεν μπορεί να πει ότι δεν γνώριζε, ούτε να κρυφτεί πίσω από την απόφαση της δικαιοσύνης. Οι τακτικές της Χρυσής Αυγής ήταν γνωστές ήδη από τη δεκαετία του 1980: βία, βία και πάλι βία. Ενώ κυκλοφορούσαν δεκάδες κείμενα και ομιλίες που εξυμνούσαν τον Χίτλερ επιφυμούσαν τις ναζιστικές ιδέες και χαιρέτιζαν τον σχεδιασμό της «τελικής λύσης», δημοσιογράφοι τους καλούσαν στις εκπομπές τους και τους παρουσίαζαν ως «τα παιδιά της διπλανής πόρτας», ως «αγνούς εθνικιστές» που τους είχε εξεγείρει η «νέα κοινωνική πραγματικότητα».
Παράλληλα, υπήρχαν πολιτικά πρόσωπα που χαριεντίζονταν μαζί τους λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Γι αυτό άλλωστε έχει ξεσπάσει και η αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας τις τελευταίες ημέρες για το ποιος έδειξε την μεγαλύτερη ανοχή στους χρυσαυγίτες. Και είναι φυσικό γιατί και οι δύο έχουν βάσιμα επιχειρήματα. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι σημερινά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας υπήρξαν στο παρελθόν ομοτράπεζοι του Μιχαλολιάκου, αλλά ούτε επίσης ότι μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ο Παναγιώτης Μπαλτάκος συνομιλούσε με τον Κασιδιάρη, και ο Πάνος Καμένος ως Υπουργός Άμυνας διοργάνωνε εκδρομές των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής σε ακριτικά νησιά.
Ενώ η δολοφονία του Παύλου Φύσσα κινητοποίησε τη δικαιοσύνη απέναντι στο παρακράτος που λειτουργούσε αθόρυβα και διαβρωτικά κάνοντας πλάτες στη Χρυσή Αυγή, όπως άλλωστε σημειώνουν αρθρογράφοι σε πολλά ευρωπαϊκά μέσα, κάποιοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι έμειναν αμετανόητοι. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι πήραν 440.000 ψήφους το 2012 και το 2015, ακόμα και μετά από όλα αυτά τα εγκλήματα, πήραν 100.000 περισσότερες.
Ο ναζισμός επενδύει στον φόβο και τρέφεται από την ανοχή και την άγνοια. Θα πρέπει ως κοινωνία να αντιμετωπίσουμε το κακό στη ρίζα του. Με ισχυρή παιδεία που θωρακίζει τον άνθρωπο με τη δύναμη της γνώσης για την εξέλιξη της ανθρωπότητας και την ιστορική πάλη των ιδεών της. Με ισχυρό κοινωνικό κράτος που περιφρουρεί τα δικαιώματα του αδύναμου και κρατά ζωντανή την κοινωνική κινητικότητα ακόμα και στις πιο ακραίες και αναπάντεχες οικονομικές συνθήκες. Και τέλος, με ισχυροποίηση των θεσμών που συνεπάγεται τη μηδενική ανοχή στη βία και σε όλες τις μορφές ρατσισμού.
Η θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας είναι μία συζήτηση που πρέπει να γίνει από τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου χωρίς ταμπού. Γιατί, χωρίς σεβασμό σε αυτή και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κινδυνεύει το υπέρτατο αγαθό του ανθρώπου που δεν είναι άλλο από την ελευθερία του.
* Ο Νίκος Ανδρουλάκης – Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ – Μέλος S&D»