Τάσος Αποστολόπουλος: Η άγνωστη ιστορία ενός μεγάλου Αρκά αθλητή

0

Ο Αρκάς εφημεριδοπώλης, Βαλκανιονίκης με τα χρώματα του Παναθηναϊκού Χρήστος Σάρρας από το Ίσαρι Μεγαλόπολης περιγράφει πώς νίκησε στον Μαραθώνιο δρόμο. Μια εξομολόγηση που έγραψε ιστορία……
(Την ιστορία αυτή που δεν είναι στους νεότερους γνωστή την αφιερώνω στον φίλο Σταύρο Ζορμπαλά δημοσιογράφο που είναι και αυτός θιασώτης της ιστορικής μνήμης)
Πέντε έξι μέρες από τους αγώνες γυμνάστηκα στα δέκα χιλιόμετρα. Τελείωσα ξεκούραστος. Αυτό με έκανε να πάρω την απόφαση να τρέξω μαραθώνιο δρόμο. Το είπα στο σύλλογό μου και όλοι αγριέψανε.
-Μωρέ Σάρρα, μου λένε, είσαι στα καλά σου; Θα πεθάνεις κακομοίρη μου!
Με έβλεπαν έτσι αδύνατο. Που να ήξεραν το κουράγιο μου…. Μα εγώ επέμεινα όπως και αυτοί.
Έτσι το απόγευμα της Κυριακής πήγα στο στάδιο από τους πρώτους. Παναγιά μου, έλεγα, ας μ΄ αφήσουνε να τρέξω. Έτσι μου ερχόταν να πιάσω ένα της επιτροπής και να του δώσω το λόγο μου πως θα νικήσω.
Ευτυχώς, όμως, δε μου φέρανε καμιά δυσκολία. Πήρα τη στολή με τα ελληνικά αθλητικά χρώματα, την φόρεσα και να… είμαι έτοιμος εμπρός στο γιατρό. Όλους μας κοίταξε στην καρδιά. Σε μένα χαμογέλασε. Ποιος ξέρει τι να είπε. Μέσα του πόσο θα με κορόιδεψε. Ίσως ακόμα να με λυπότανε. Με πατρικό ύφος, με χτύπησε στην πλάτη και μου ευχήθηκε όπως σε όλους.
-Καλή επιτυχία, παιδί μου…
Σε δυο λεπτά βρισκόμουν με τους άλλους δρομείς στο στίβο. Η ίδια ευχή τώρα ακουγότανε από χιλιάδες στόματα και για όλους μαζί τους αγωνιστές.

-Ώρα καλή, παιδιά.
Σε εμάς τους Έλληνες χωριστά φωνάζανε: «Κουράγια, παιδιά…Σας θέλουμε νικητές».

Μας δώσανε τους αριθμούς, μας είπαν να τρέξουμε τίμια και σύμφωνα με τους κανονισμούς και μας διέταξαν να πάρουμε θέση στη γραμμή της εκκίνησης.
Μια πιστολιά και όλοι ξεκινούσαμε για το μεγάλο δρόμο. Έκανα τον σταυρό μου και σύμφωνα με το βηματισμό του Κράνη άρχισα να τρέχω. Πρώτη φορά ελάμβανα μέρος σε μαραθώνιο και δεν ήξερα τι βήμα να πάρω.
Σε λίγο, όμως, όλοι ξανοιχτήκανε και έμεινα τελευταίος με ένα ψηλό Σέρβο (Πρόκειται για το Γιουγκοσλάβο Μαραθωνοδρόμο Σπορν). Το κεφάλι μου έφτανε στη μέση του. Ένα βήμα εκείνος δυο εγώ…. Έτσι ο ένας κοντά στον άλλο αφού φέραμε τέσσερις βόλτες στο στάδιο βγήκαμε έξω.
Μαζί μας ξεκίνησαν αυτοκίνητα, ποδήλατα, ακόμα και ιππείς. Ο κόσμος παντού χαιρετούσε. Όσο προχωρούσαμε, όμως, τόσο αραίωνε. Τόσο κι εμείς παίρναμε κανονικό πια βήμα, που με τις ζητωκραυγές το είχαμε κάνει γρήγορο από ενθουσιασμό.
Μπουλούκι πια όλοι μαζί, με πρώτο το Γιάννη Κράνη φεύγαμε προς τους Αμπελόκηπους. Περνάμε τα πυροβολικά, φτάνουμε στους Στρατώνες και μόνο σαν φτάσαμε στου Πυρρή αρχίσαμε να αραιώνουμε. Καθένας πια κανόνιζε το βήμα του σύμφωνα με τις δυνάμεις του. Εγώ είχα σαστίσει. Έτρεχα πότε γρήγορα, πότε σιγά-σιγά. Δε είχα ξανατρέξει, δεν ήξερα τις αποστάσεις και φοβόμουνα μη την πάθω.
Ο ψηλός Σέρβος είχε χαλάσει την παρέα μας. Με άφησε και ξέφυγε εμπρός. Άπλωνε τις ποδάρες του και κάθε τόσο και προσπερνούσε και από έναν. Βρήκα όμως για λίγο άλλον για συντροφιά. Τον Ανδρέου, που λες και ήταν σε…. γάμο, όλο έτρωγε. Όρεξη που την είχε? Και έπινε και καφέ ακόμη που του δίνανε με ένα μπουκαλάκι. Δε μ΄ άρεσε η συντροφιά του γιατί μου άνοιγε την όρεξη και δεν είχα κανέναν κοντά μου να μου δώσει κάτι.
Έτσι έφυγα και από αυτόν και έφτασα μια ολόκληρη παρέα. Είχαν πιάσει και κουβεντούλα. Μπρος πήγαινε ο Κράνης, πίσω του ο Ρουμάνος με το ξυρισμένο κεφάλι σαν γλόμπος ηλεκτρικός. Πίσω του ο μικρός Σέρβος και ακόμη παραπίσω ο ψηλός κι εγώ. Ο Κράνης φωνάζει: «Καμαρώστε, ρε παιδιά, μας τραβάνε φωτογραφία». Ο ξυρισμένος κάτι είπε που το εξήγησε αμέσως ο Κράνης: «Λέει να μη σφιχτούμε. Αν νυχτώσει αυτός θα είναι κοντά μας να μας φέγγει».
Άλλα έλεγε ο Κράνης και άλλα ο Ρουμάνος. Άνοιξε βήμα και προσπέρασε ενώ γύρισε και μας κοίταζε χαμογελώντας σαν να μας έλεγε: «Γειά σας παιδιά, καλή αντάμωση στο στάδιο». Η Αγία Παρασκευή τώρα φαίνεται καθαρά στο βάθος. Θα ήταν δρόμος ως δυο χιλιόμετρα. Μόλις είχαμε περάσει το φθισιατρείο, κόσμος πολύς ήταν στο πλάι και μας έδινε κουράγιο.
-Επάνω, Κράνη….
-Άντε και τους φάγαμε παιδιά…
Σε μένα τίποτα δε λέγανε. Με είχαν γι΄ αποκλώτσι. Καλύτερα, όμως, γιατί αυτό με αγρίεψε.

Που θα μου πάτε μωρέ, έλεγα μέσα μου και θα σας τη φέρω. Και δωσ΄ του άνοιγα βήμα να μη μου ξεφύγουν και ύστερα κουραστώ να τους πιάσω.
Τώρα εκτός από τον ξυρισμένο πήγαινε εμπρός και ο ψηλός. Μας είχανε φύγει κάπου εκατό μέτρα εμπρός. Ο Κράνης ερχόταν πίσω. Ο ένας Σέρβος, ο μικρός μπρος του μα πίσω από τον ψηλό. Ο Ράμμος είχε χαθεί. Είχε μείνει πίσω, πιο πίσω και από τον Ανδρέου.
Σε λίγο φτάναμε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί ήταν μαζεμένοι πολύς κόσμος. Ακόμη και χωριάτες από το Χαλάνδρι. Άλλοι κρατούσαν σταφύλια, άλλου στάμνες με νερό για να δροσίσουν τους αγωνιστές. Χαρά στο Ανδρέου, είπα μέσα μου. Θα έχει και το φρούτο του τώρα.
Περάσαμε τα καφενεία. Χωρίς να ξέρω πως έβλεπα πως τους πλησίαζα τους πρώτους. Μπορεί αυτοί να τρέχανε λιγότερο, μπορεί εγώ όμως περισσότερο. Δεν κατάλαβα όμως τίποτε. Τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους σαν μηχανή. Ούτε τα ΄νιωθα καλά καλά. Έχουμε περάσει σε λίγο το δωδέκατο χιλιόμετρο και μπρος φαίνεται ο ψηλός Σέρβος. Δεν ξέρω πως μου ΄ρθε να προσπεράσω. Φτάνω τον Κράνη πρώτα.
-Κουράγιο, Γιαννάκη του λέω. Τι έπαθες; Μη φοβάσαι και τους φάγαμε. Κι έσφιξα. Αυτός, όμως, δε με ακολούθησε.
Σε λίγο έφτανα έναν έναν όλους τους άλλους. Τρέχαμε έτσι για λίγο στήθος με στήθος και προσπερνούσα. Ο ψηλός μόνο με πάλεψε σκληρότερα. Τον φούσκωσα όμως. Αγκομαχούσε τρέχοντας ώσπου με άφησε να μπω μπρος.

Αμέσως οι χωριάτες και οι Αθηναίοι που ήταν μαζεμένοι στις γωνιές του δρόμου ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
-Να μας ζήσεις…
-Άντε λεβέντη και τους έφαγες….
-Κουράγιο ως το στάδιο….
Δώς΄του εγώ ανοιγόμουνα. Λίγο λίγο τους ξέφευγα και περισσότερο. Πίσω τώρα δεν έβλεπα τι γινότανε. Δεν ξεχώριζα πια πρόσωπα.

Το μυαλό μου πια δουλεύανε χίλιων λογών ιδέες. Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι έμπαινα στο στάδιο. Άκουγα και φωνές ακόμη… Ο Σάρρας είναι. Μπράβο Σάρρα…Ζήτωωω
Και ήρθε ο γιατρός να με συνεφέρει. Μου έπιασε το σφυγμό και είδα πως έκανε ένα μορφασμό ευχαριστήσεως. Αυτό μου έδινε κουράγιο.
-Άσε με γιατρέ να τρέξω…Μη με κόβεις…
Τώρα ένα ένα περνούσαν μπρος μου τα τηλεγραφόξυλα. Τα μετρούσα για να περνάει η ώρα. Μετρούσα ύστερα και τα βήματά μου. Έτσι χωρίς να το νιώθω έτρεχα χωρίς να κουράζομαι και έφτανα πρώτος στο Χαρβάτι, ύστερα στο Πικέρμι.

Πανηγύρι γινόταν εκεί. Γυναίκες χωριατοπούλες, γέροι και παιδιά με κλαριά στα χέρια μας περιμένανε…καταμεσής του δρόμου καθόταν ένας της επιτροπής και μας έλεγε να κάνουμε τη στροφή.
-Παιδιά μ΄ γαλατάκι θέλ΄ τ΄ φώναζαν οι χωριάτες.
-Μίνια λεμοναδίτσα; Άλλοι προσπερνάνε…
Ενώ πολλοί με πανέρια σταφύλια περίμεναν να μας προσφέρουν.

Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Έκανα γρήγορα τη στροφή και το ΄βαλα στα πόδια. Έβλεπα τώρα από μακριά να έρχονται οι άλλοι. Δεύτερο θαρρώ πως ξεχώρισα το Σέρβο το μικρό. Ύστερα τον ψηλό, ύστερα το Ρουμάνο, που κάθε τόσο φώναζε «Στάντιο…Στάντιο». Ίσως γιατί κατάλαβε πως δε θα έφθανε.
Πιο πίσω ερχότανε ο Ανδρέου. Ο αθεόφοβος πάλι έτρωγε. Καλή όρεξη του φώναξα. Κοίτα όμως και να τρέχεις. Έτρεξα πολλά χιλιόμετρα, πέρασα το Χαρβάτι ως που να απαντήσω το Μανωλάση.
Χωρίς να του πω τίποτα μου φώναξε χαρούμενα.
-Θα πέσουν περισσότεροι. Εγώ θα τερματίσω. Και κουνώντας το μαντήλι με χαιρέτησε με ενθουσιασμό.
Πέρασα πάλι το Χαρβάτι πάλι πρώτος. Μπρος μου τώρα είχα μια απότομη ανηφοριά. Θεέ μου πως με φόβιζε. Δεν άργησα όμως να πάρω μια τολμηρή απόφαση: «Πεζοπορία Σάρρα», είπα στον εαυτό μου. Γύρισα πίσω μου, είδα τους άλλους μακριά και έπαψα να τρέχω. Με βηματισμό ήσυχο και με συνεχείς αναπνευστικές ασκήσεις σιγά σιγά πήρα την ανηφοριά.

-Γειά σας, τώρα, φώναξα στους άλλους και…λάκισα στη κατηφοριά, γιατί ενώ μου λέγανε πως τους είχα πίσω χίλια μέτρα μόνο τριακόσια μέτρα ήμουνα εμπρός.
Σε λίγο όμως αν περνούσα την Αγία Παρασκευή ήμουνα πραγματικά χίλια μέτρα εμπρός. Εκεί έμαθα πως ο φαγάς ο Ανδρέου σιγά σιγά προσπερνούσε. Θα ερχότανε δεύτερος μου λέγανε. Να πω την αλήθεια, φοβήθηκα μπας και μου τη σκάσει. Έσφιξα τώρα και με βοήθεια τις ζητωκραυγές του κόσμου έτρεχα μια χαρά. Αραιά αραιά περνούσαν από εμπρός τα πρώτα σπίτια της Αθήνας. Ύστερα το Φθισιατρείο, ύστερα η σχολή Χωροφυλακής. Παντού μου παίρνανε το μυαλό από τις φωνές.

Οι καβαλάρηδες με τις σπάθες στα χέρια έκαναν σαν τρελοί από χαρά. Τρέχανε μπρος-πίσω, φωνάζανε, τραγουδούσαν. Σε λίγο όλος ο κόσμος που περνούσα ερχόταν πίσω μου τρέχοντας.
Σαν μπήκε στη λεωφόρο Κηφισιάς κι όσο προχωρούσα τόσο περισσότερος κόσμος ήταν μπρος μου. Στην οδό Αττικού μόλις μπορούσα να τρέξω.
Δεν μπορούσα καλά καλά να ανασάνω…έτσι μπήκα αποκαμωμένος στο στάδιο. Ήμουνα πια νικητής. Ήθελα να βρω κάποιον του συλλόγου μου, που δε θέλανε να με αφήσουν να τρέξω……

Το βιογραφικό του Χρήστου Σάρρα
Ο Χρήστος Σάρρας γεννήθηκε στο χωριό Ίσαρι Μεγαλόπολης και υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές των πρώτων Βαλκανιάδων στον Μαραθώνιο δρόμο. Ο Σάρρας αγωνίστηκε συνέχεια για τρεις δεκαετίες. Από το 1926 μέχρι το 1956. Κατά την πενταετία 1927-1932 αναδείχθηκε ο καλύτερος Μαραθωνοδρόμος της Ελλάδας.
Ο Χρήστος Σάρρας κέρδισε δυο φορές τον τίτλο του βαλκανιονίκη στο αγώνισμα του Μαραθωνίου δρόμου. Στους Προβαλκανικούς των Αθηνών το 1929 και στη δεύτερη επίσημη Βαλκανιάδα το 1931 στην Αθήνα. Σημαντικότερη όμως επιτυχία του ήταν η νίκη στο Διεθνή Μαραθώνιο των Αθηνών το 1930, στον οποίο έλαβαν μέρος Μαραθωνοδρόμοι από 18 κράτη. Τερμάτισε τότε πρώτος σε 3 ώρες και 28 λεπτά.
Ο Χρήστος Σάρρας έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1940 και μάλιστα συνέλαβε ένα βράδυ μόνος του τρεις Ιταλούς. Είχε πάει στη σε μια βρύση να φέρει νερό στους συμπολεμιστές του και εκεί αιφνιδίασε τρεις Ιταλούς στρατιώτες. Τους έπιασε αιχμάλωτους και τους οδήγησε στη μονάδα του.

Πατήστε και δείτε τα 22 προηγούμενα άρθρα του Τάσου Αποστολόπουλου

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner