Αν εφαρμόσουμε μια συνηθισμένη μεθοδολογία στην οποία συνήθως αρεσκόμαστε – δηλαδή να συγκρίνουμε τα εκπαιδευτικά μας ζητήματα με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών – και δεχτούμε ότι το ποσοστό των αποφοίτων του λυκείου μας που δίνει εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν είναι περί το 85% που είναι για την Ελλάδα αλλά στο 50% που είναι αλλού (και στην Ευρώπη) και με δεδομένο ότι την πρόσβαση την επιζητεί μάλλον το υψηλότερο βαθμολογικά τμήμα των μαθητών, τότε η όλη συζήτηση για τις βάσεις αποκτά άλλα χαρακτηριστικά και προφανώς θα είχαμε πολύ υψηλότερες βάσεις.
Αλλά δεν είναι μόνο η εν λόγω παράλειψη. Υπάρχει και άλλο μεθοδολογικό πρόβλημα. Γιατί κρίνουμε το εκπαιδευτικό σύστημα κυρίως ή μάλλον μόνο από τις βαθμολογίες των Πανελλαδικών εξετάσεων; Επειδή εδώ συγκεντρώνεται το περισσότερο κοινωνικό και επομένως και πολιτικό ενδιαφέρον, θα ισχυριστεί κάποιος. Αλλά μπορεί να εστιάζουμε μόνιμα και σταθερά σε μια «εκροή» του εκπαιδευτικού συστήματος, χωρίς να δίνουμε ανάλογο ενδιαφέρον για άλλα σημεία του; Και ακόμα, ως προς τι η όλη συζήτηση, αφού δεν δίνουμε καμιά λύση και κάθε χρόνο φλυαρούμε;
Για έναν απλό γνώστη των εκπαιδευτικών πραγμάτων το αποτέλεσμα των πανελλαδικών είναι ήδη γνωστό πριν ακόμα από τη διενέργειά τους! Γιατί, όταν έχουμε ένα υψηλό ποσοστό λειτουργικού αναλφαβητισμού στο λύκειο (περί του 20%), αυτό το ποσοστό προφανώς θα εκφραστεί με εμφαντικό τρόπο σε ανταγωνιστικές τύπου εξετάσεις. Αλλά γιατί δεν ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό το κρίσιμο πρόβλημα που αφορά το περιεχόμενο και την ουσία του σχολείου, που αποτελεί και την κύρια πηγή για τις χαμηλές βαθμολογίες των πανελλαδικών;
Για να προλάβω τις ενστάσεις των ανυπομονούντων προφανώς δέχομαι ότι υπάρχει πρόβλημα με τις μικρές βαθμολογίες, αλλά οι βαθμολογίες είναι σύμπτωμα και όχι το πρόβλημα. Όμως πρέπει να πάρουμε τα πράγματα με κάποια σειρά. Θέτω λοιπόν μια παραδοχή και κάποια βασικά κατά τη γνώμη μου ερωτήματα.
Παραδοχή. Αυτό που εμφανίζεται ως εξεταστικό ζήτημα – με όλες τις όψεις του από το σύστημα πρόσβασης, που αλλάζει τόσο συχνά όσο τίποτα άλλο στη νομοθεσία της χώρας μας (!), μέχρι το συζητούμενο θέμα μας – είναι απόλυτα εκπαιδευτικό ζήτημα. Δεν υπάρχει αυτόνομο εξεταστικό πρόβλημα. Και όσοι επιμένουν να εστιάζουν μόνο στο εξεταστικό μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν εσαεί, χωρίς να αγγίζουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα και απλά θα θεωρητικολογούν ατέλειωτα, θα ηθικολογούν ανέξοδα, θα ενοχοποιούν τους όποιους «αντιπάλους» τους με περισσή ευκολία και θα υπαινίσσονται «λύσεις», τις οποίες υπηρετούν ιδεολογικά και κομματικά εξ αρχής.
- Πρώτο βασικό ερώτημα: Θέλουμε μαζική ή επιλεκτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή κάτι ενδιάμεσο και ίσως ορθολογικό; Σήμερα είναι μαζική. Και όχι μόνο αυτό. Αλλά έχουμε και πλασματική πανεπιστημιακή ζήτηση. Περίπου το 25% των φοιτητών εγκαταλείπουν τις σπουδές τους για διάφορους λόγους (οικονομικούς, μαθησιακούς, επαγγελματικούς κλπ) ή γιατί δεν είναι τελικά η επιλογή που ήθελαν. Μπορεί λοιπόν να πει κάποιος ότι πρέπει να γίνει κάποια εκλογίκευση, αφού η εγκατάλειψη σπουδών είναι μείζον προσωπικό, οικογενειακό, οικονομικό, κοινωνικό πρόβλημα. Αλλά πώς θα γίνει; (Η άποψή μου στα δύο επόμενα σχετικά άρθρα).
- Δεύτερο βασικό ερώτημα. Η εισαγωγή των μαθητών στο πανεπιστήμιο είναι πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα ή εκπαιδευτικό και επιστημονικό; Θα υπάρχει πολιτική απόφαση επί του αριθμού των εισακτέων, όπως παραδοσιακά γίνεται στη χώρα μας ή τα πανεπιστήμια θα αποφασίζουν για τον αριθμό ή (και) για το μαθησιακό κατώφλι των φοιτητών τους – ενώ τώρα απλά εισηγούνται τον αριθμό των φοιτητών στην πολιτεία; Μέχρι τώρα εδώ και μισόν αιώνα τουλάχιστον και με δεδομένο ότι το σύστημα είναι γενικά εθνικό επιπέδου η απόφαση είναι πολιτική.
- Τρίτο βασικό ερώτημα. Μπορεί να γίνει επιλεκτική η πανεπιστημιακή εκπαίδευσή μας όταν οι απαιτήσεις των καιρών, των κοινωνιών της γνώσης, ο επαγγελματικός ανταγωνισμός και οι διεθνείς τάσεις είναι σε αντίθετη κατεύθυνση;
- Τέταρτο βασικό ερώτημα. Αν όντως μας ενδιαφέρει το ουσιαστικό μαθησιακό στάτους των μαθητών και φοιτητών μας, πώς αντιμετωπίζουμε το σχετικό ζήτημα με τις σπουδές φοιτητών μας σε «πανεπιστήμια» αμφιβόλου εγκυρότητας στο εξωτερικό; Και το ακόμα πιο κυνικό στοιχείο εδώ είναι το εξής. Τι γίνεται με τα εγχώρια κολέγια (που απλά είναι μεταλυκειακά ΙΕΚ!) ή με τα κολέγια που έχουν δικαιοπαροχή με ιδιωτικά ξένα πανεπιστήμια χωρίς ουσιαστικό ακαδημαϊκό και επιστημονικό περιεχόμενο, που έχουν στηθεί ad hoc για εμπορικούς και κερδοσκοπικούς λόγους και τα διπλώματα των οποίων έχουν εξισωθεί με τα πανεπιστημιακά πτυχία; Εδώ που δεν φαίνονται πουθενά οι βαθμολογίες εισαγωγής δεν είναι πρόβλημα ή μήπως στα κολέγια πηγαίνουν οι άριστοι και οι πολύ καλοί μαθητές;
Υ.Γ.
Θα συνεχίσω με το δεύτερο μέρος και το τρίτο μέρος – στα οποία θα υπάρχουν και οι προτάσεις μου.
* Ο Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) και νυν Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής
Πατήστε εδώ και δείτε τα 64 προηγούμενα άρθρα του Νίκου Τσούλια