Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, και οι ριζικές πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που επέφερε, έχουν ανοίξει μία διαρκή συζήτηση, για τον τρόπο αποκατάστασης των νέων ισορροπιών στο πολιτικό μας σύστημα. Και με δεδομένη την ήδη ασαφή ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών του 2019, φαίνεται πως η νέα κρίση, αυτή της πανδημίας του κορονοϊού, και οι συντριπτικές της επιπτώσεις, υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές, ρευστοποιούν εκ νέου τις ισορροπίες. Και αυτό γιατί σε τέτοιες συνθήκες κρίσης, είθισται τα περιτυλίγματα να ξεθωριάζουν, και η γύμνια να αποκαλύπτεται.
Και η γύμνια αυτή είναι διττή. Είναι, από τη μία πλευρά, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσει με όρους πολιτικούς και ιδεολογικούς την υποτιθέμενη κεντροαριστερή του στροφή. Έχοντας χάσει τη διαχείριση της εξουσίας που λειτουργούσε, μέχρι πρότινος, ως συγκολλητική ουσία ετερόκλητων πολιτικά στοιχείων, αναδεικνύει διαρκώς τις εσωτερικές του ιδεολογικές αντιφάσεις, χωρίς καν να έχει αποφασίσει ποιος είναι και ποιους θέλει να εκφράσει. Αυτό, σε συνδυασμό με το ισχυρό του πλέον «ηθικό μειονέκτημα». Οι πρόσφατες αποκαλύψεις, που σκιάζουν το αριστερό «μαγαζί», του στερούν την αναγκαία αξιοπιστία στην κοινωνία να επιτελέσει έναν πραγματικά κρίσιμο θεσμικό ρόλο, αυτόν της σοβαρής και αποτελεσματικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκπροσωπώντας την προοδευτική πλευρά της κοινωνίας.
Και από την άλλη πλευρά, η σταδιακή αποκαθήλωση του «κεντρώας» στροφής της ΝΔ. Που τη θεμελίωσε ο χαμηλός πήχης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την αποδομεί στην πράξη η κομματική της βάση και η εφαρμοζόμενη της πολιτική. Αποτυπώθηκε στα εργασιακά και το ασφαλιστικό, στην αντίληψη για τη δημόσια υγεία που ανατράπηκε βιαίως από τη σκληρή πραγματικότητα, στις διαρκείς αμφιταλαντεύσεις στο μεταναστευτικό. Στα χάδια στις τράπεζες και την εγκατάλειψη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, των αγροτών, των ανέργων. Στην απουσία θεσμικής συναίνεσης στα εθνικά θέματα, στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος για την προτομή του Μωυσή Πρωθυπουργού, στην πρόσφατη κομματικοποίηση της παιδείας.
Εκεί είναι ο δικός μας ρόλος. Ρόλος ισχυρού ιδεολογικού αυτοπροσδιορισμού, που στηρίζει την ανοιχτή οικονομία και τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, απορρίπτει την ελεύθερη και καταπολεμά τις κοινωνικές ανισότητες. Που θωρακίζει την εργασία και τάσσεται αταλάντευτα υπέρ της ανοιχτής κοινωνίας και των ατομικών δικαιωμάτων, που διατηρεί αναλλοίωτο τον υγιή πατριωτικό του χαρακτήρα. Που είναι υπέρμαχος της θεσμικής θωράκισης της πολιτείας και της κοινωνίας, που πιστεύει ακόμα στην Ενωμένη Ευρώπη, που προτάσσει τους στόχους της οικονομικής και πολιτικής της ολοκλήρωσης, που ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης, που απαντάει στις επιταγές του αυτοματισμού και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Ρόλος ισχυρού πολιτικού αυτοπροσδιορισμού που αντιλαμβάνεται τους κοινωνικούς μας συσχετισμούς ως μέσο για να είμαστε ως αντιπολίτευση χρήσιμοι, αξιόπιστοι, αποτελεσματικοί, ρεαλιστές και μαχητικοί. Που προσδιορίζει τον ιδεολογικό μας αντίπαλο στο πρόσωπο της ΝΔ, όχι με όρους τυφλών «μετώπων», αλλά με όρους συνολικής και τεκμηριωμένης πολιτικής αντιπρότασης. Μακριά από κορώνες λαϊκισμού και ρεβανσισμού.
Που διατηρεί αδιάρρηκτες τις ρίζες της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, αλλά δεν διστάζει να μεταφράσει τον ριζοσπαστισμό της στις ανάγκες του σήμερα. Που με το ανάστημα της διαρκούς της ειλικρίνειας, σήμερα, κοιτάει ξανά στα μάτια τον ελληνικό λαό. Και με όπλο τον συγκροτημένο πολιτικό της λόγο, τις προτάσεις και τις αντιπροτάσεις της, απευθύνει ένα νέο κάλεσμα στους προοδευτικούς πολίτες. Αυτούς που απέχουν σήμερα από τα κοινά, αλλά και αυτούς που πίστεψαν σε ψεύτικες ελπίδες και αναζητούν διέξοδο.
Κάλεσμα, ώστε η νέες πολιτικές ισορροπίες να μπορούν να εκφράσουν πραγματικά την κοινωνία που αγωνίζεται, την κοινωνία που αγωνιά, την κοινωνία που δημιουργεί και που δεν συμβιβάζεται. Αυτό είναι το Κίνημα Αλλαγής στη «γύμνια» των καιρών, δίπλα στην κοινωνία και τους πολίτες.
* Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι Γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής