Δημήτρης Β. Νικηφόρος*: Ας μιλήσουμε επιτέλους ειλικρινά για τα στελέχη της εκπαίδευσης

0

Εκτός από την ελλιπή χρηματοδότηση, τρία είναι τα μεγάλα προβλήματα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.

  • Το πρώτο έχει να κάνει με την επιλογή, διαχείριση, επιμόρφωση και αξιολόγηση του διδακτικού προσωπικού,
  • Το δεύτερο με την επιλογή και αξιοποίηση των στελεχών της διοίκησης και της επιστημονικής καθοδήγησης
  • Το τρίτο με το σύστημα πρόσβασης στα πανεπιστήμια, το οποίο επηρέαζε και επηρεάζει καθοριστικά την εκπαιδευτική λειτουργία, από τις πρώτες κιόλας τάξεις του δημοτικού σχολείου.

Σε αυτό το συμπέρασμα έχω καταλήξει μετά από μια μακρόχρονη θητεία στη δημόσια εκπαίδευση, κατά τη διάρκεια της οποίας, εκτός από εκπαιδευτικός της τάξης, ευτύχησα να συμμετάσχω στη διαμόρφωση και υλοποίηση διάφορων νομοθετημάτων, στην αρχή με την ιδιότητα του διοικητικού στελέχους και στη συνέχεια ως μέλος υπηρεσιακών συμβουλίων και συμβουλίων επιλογής σε περιφερειακό, ανώτερο περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο.
Λόγω της πρόσφατης δημοσιοποίησης του σχετικού σχεδίου νόμου, θα αναφερθώ μόνο στο πρόβλημα της επιλογής των στελεχών, το οποίο παραμένει άλυτο εδώ και δεκαετίες, ταλανίζοντας τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Πλαίσια επιλογής «μιας χρήσεως»
Εδώ και δεκαετίες το ένα πλαίσιο επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης διαδέχεται το άλλο, με βασική κάθε φορά αιτιολόγηση την περαιτέρω διασφάλιση της αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας. Έτσι, τα τελευταία 35 χρόνια θεσπίστηκαν  9 τουλάχιστο πλαίσια επιλογής, ένα κάθε τριετία ή τετραετία. Αυτά περιλαμβάνονται στα νομοθετήματα: ν. 1304/1982, π.δ. 277/1984 και ν. 1566/1985 (υπουργός Απ. Κακλαμάνης), ν.1824/1988 και π.δ. 2/1988 (Αντ. Τρίτσης), ν. 2043/1992 (Γ. Σουφλιάς), π.δ. 398/1995 (Γ. Παπανδρέου), π.δ. 25/2002 (Ν. Γκεσούλης), ν. 3467/06 (Μ. Γιαννάκου), ν. 3848/2010 (Άννα Διαμαντοπούλου), ν. 4327 /2015 (Αρ. Μπαλτάς),  ν. 4351/2018 (Ν. Φίλης) και ν. 4547/2018 (Κ. Γαβρόγλου). Όλα αυτά αποδείχτηκαν νομοθετήματα «μιας χρήσεως», αφού κανένα δεν εφαρμόστηκε δύο φορές.  

Στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα είχαμε είτε αυτοδίκαιες λήξεις θητειών και προσωρινές τοποθετήσεις, είτε παρατάσεις θητείας, συχνά μακροχρόνιες, ώσπου να ετοιμαστεί πλαίσιο επιλογής κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της νέας πολιτικής ηγεσίας. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1994 και τον Αύγουστο του 2004 έληξε αυτοδίκαια η θητεία Διευθυντών Εκπαίδευσης και Προϊσταμένων Γραφείων. Και στις δύο περιπτώσεις, αντί να γίνουν επιλογές με το ισχύον τότε πλαίσιο, τοποθετήθηκαν προσωρινοί μέχρι τη θέσπιση νέων πλαισίων. Όμως, οι «προσωρινοί» παρέμειναν μέχρι και τον Ιούλιο του 1996 στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή επί 2,5 χρόνια, και μέχρι τον Νοέμβριο του 2007 στη δεύτερη, δηλαδή επί 3,5 χρόνια. Και κάτι πιο πρόσφατο. Οι Διευθυντές Εκπαίδευσης, που η θητεία τους έληξε στις 31 Ιουλίου 2018, δηλαδή πριν από δύο χρόνια, θα παραμείνουν στις θέσεις τους, ώσπου να υπάρξει και να εφαρμοστεί νέο πλαίσιο επιλογής.

Σημαντικοί σταθμοί
Σημαντικούς σταθμούς για την κρίση και επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης αποτέλεσαν οι νόμοι 1304/1982 και 1566/1985, που κατήργησαν τη μονιμότητα και θέσπισαν τις θητείες, ο ν. 1824/1988 και το π.δ. 2/1988, που νομοθέτησαν την (προαιρετική) συνέντευξη, ο ν. 2043/1992, που μοριοδότησε τα κριτήρια επιλογής και επιχείρησε να επαναφέρει μια μορφή μονιμότητας των στελεχών, και ο ν. 3848/2010, που προέβλεπε μέτρα αντικειμενικοποίησης της συνέντευξης και δηλώσεις προτίμησης θέσεων μετά την ανακοίνωση των τελικών μορίων, έδινε έμφαση στη γλωσσομάθεια και στις Τ.Π.Ε., ενώ θέσπισε ως προαπαιτούμενα τις Τ.Π.Ε. Α΄ επιπέδου και το πιστοποιητικό διοικητικής/καθοδηγητικής επάρκειας. Άξια μνείας θεωρούνται και άλλα τρία νομοθετήματα. Το π.δ. 398/1995, γιατί επιχείρησε την μοριοδότηση των «συνεκτιμώμενων» κριτηρίων, ο ν. 3467/2006, γιατί επανέφερε τη δυνατότητα παραμονής των στελεχών στην ίδια θέση, ύστερα από επανάκριση, ενώ προέβλεπε γραπτές δοκιμασίες των υποψηφίων τύπου ΑΣΕΠ, και ο ν. 4547/2018, γιατί θέσπισε την επιλογή των περιφερειακών διευθυντών από ειδικό συμβούλιο και βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, αλλά κατήργησε τη μοριοδότηση της θητείας των αιρετών.

Τα πάντα για τον έλεγχο της διοίκησης
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα τα πλαίσια επιλογής υπηρέτησαν ένα βασικό στόχο των εκάστοτε κυβερνώντων, που ήταν και είναι ο ασφυκτικός έλεγχος της εκπαιδευτικής διοίκησης.  Και επειδή, όπως φαίνεται, οι πολιτικές ηγεσίες θεωρούσαν δεδομένο ότι τα στελέχη τοποθετήθηκαν επί της προηγούμενης κυβέρνησης δεν ανήκαν στον δικό τους πολιτικό χώρο, τροποποιούσαν κάθε φορά τη σύνθεση των συμβουλίων επιλογής ή αυξομείωναν τα μόρια κάθε κριτηρίου. Άλλοτε έδιναν έμφαση στην εκπαιδευτική/διδακτική υπηρεσία, άλλοτε στα επιστημονικά προσόντα και άλλοτε και στις δύο αυτές κατηγορίες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αλλαγές του πλαισίου επιλογής έγιναν και επί κυβερνήσεων του ίδιου κόμματος, όπως συνέβη τα έτη 1995,2002 και 2015, 2018. Πιο συγκεκριμένα και ενδεικτικά:

Η εμπειρία σε θέσεις διοίκησης και επιστημονικής καθοδήγησης αντιμετωπίστηκε διαχρονικά ως ασήμαντο ή και αρνητικό στοιχείο, ενώ η εκπαιδευτική ή διδακτική υπηρεσία υπερτιμήθηκε. Το 2007, για παράδειγμα, η σωρευμένη εμπειρία σε θέση Διευθυντή σχολείου αποτιμήθηκε με μισή  μονάδα για κάθε έτος και έως μία, κατ΄ ανώτατο όριο, ενώ ένα έτος στην τάξη αποτιμήθηκε με τέσσερις μονάδες, δύο ως διδακτική υπηρεσία και δύο ως εκπαιδευτική. Και κάτι άλλο εξίσου παράλογο. Σε αντίθεση με μια σειρά από υπευθύνους (αγωγής υγείας, πολιτιστικών θεμάτων, σχολικής βιβλιοθήκης, σχολικών δραστηριοτήτων κλπ), των οποίων η υπηρεσία λογίζεται και ως διδακτική και ως διοικητική, από το 2015 και εξής οι διευθυντές εκπαίδευσης θεωρείται ότι δεν ασκούν διδακτικό έργο. Έτσι, μια τετραετής θητεία αποτιμήθηκε το 2015 με τέσσερις μονάδες για τη θέση του Διευθυντή Εκπαίδευσης και με πέντε για τη θέση του υφισταμένου του Υπευθύνου Σχολικών Δραστηριοτήτων.
Σε σχέση με τη μοριοδότηση των επιστημονικών προσόντων, σχεδόν ποτέ δεν έγινε διάκριση ανάμεσα σε συναφείς και μη συναφείς τίτλους σπουδών, όπως είναι λογικό και όπως συμβαίνει αλλού. Από την άλλη είναι εμφανής η έλλειψη σαφούς προσανατολισμού. Οι περισσότεροι του ενός τίτλοι άλλοτε μετρούσαν λίγο, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε καθόλου. Το ίδιο συνέβαινε και με την επιμόρφωση, καθώς άλλα νομοθετήματα μοριοδοτούσαν μια μορφή της, άλλα κάποια άλλη και άλλα οποιαδήποτε, ακόμα και τη μη πιστοποιημένη ή την ολιγόωρη. Αυτή η τακτική, όμως, προκαλεί αβεβαιότητα για την επόμενη επιλογή, η οποία οδηγεί σε ανασφάλεια και σε κυνήγι πτυχίων και πιστοποιητικών, από την πρώτη κιόλας μέρα κάθε νέας θητείας.
Και βέβαια, σε όλες τις επιλογές η συνέντευξη μπορούσε – άλλοτε εύκολα και άλλοτε πιο δύσκολα –  να ανατρέψει τις όποιες διαφορές στα μετρήσιμα κριτήρια. Για παράδειγμα, η πολυετής θητεία σε θέση Διευθυντή Εκπαίδευσης μπορούσε να ανατραπεί το 1992 με πέντε μονάδες λιγότερες στη συνέντευξη, δηλαδή με 20 αντί 25, και το 2018 με τρεις, δηλαδή με 11 αντί 14. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι με τον ν. 4327/2015 η συνέντευξη «αποσύρθηκε», διότι «στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για την επιλογή ημετέρων της εκάστοτε εξουσίας». Όμως αυτό ίσχυσε μόνο για την επιλογή των σχολικών διευθυντών. Επειδή οι μυστικές ψηφοφορίες στα σχολεία δεν είχαν τα προσδοκώμενα από την τότε ηγεσία αποτελέσματα, επόμενος Υπουργός της ίδιας κυβέρνησης την επανέφερε άρον-άρον, ένα εξάμηνο μετά, χωρίς τις ασφαλιστικές δικλείδες προηγούμενου πλαισίου. Αυτή τη φορά ως εργαλείο για την «αξιοκρατική» επιλογή των Διευθυντών Εκπαίδευσης.

 Οι συνέπειες της έλλειψης αξιολόγησης
Στις επιλογές των τελευταίων 35 ετών ουδέποτε έγινε διάκριση ανάμεσα σε επιτυχή και μη επιτυχή άσκηση του εκπαιδευτικού, του διδακτικού, και του διοικητικού/καθοδηγητικού έργου, με αποτέλεσμα να μοριοδοτούνται όλοι το ίδιο, ακόμα και εκείνοι που με δική τους υπαιτιότητα είχαν απαλλαγεί από τα καθήκοντά τους. Αξιολόγηση δεν εφαρμόστηκε από το 1982 και μετά, αν και είχε θεσπιστεί με διάφορα νομοθετήματα τουλάχιστο από το 1993 (βλ. π.δ. 320/1993). Έτσι, ενώ όλα σχεδόν τα πλαίσια επιλογής προέβλεπαν μόρια από την αξιολόγηση – πάντα φυσικά από την επόμενη επιλογή – για τους γνωστούς λόγους αυτή έμενε κάθε φορά στα χαρτιά.

Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο οι επιλογές ετών 2015 και 2017, κατά τις οποίες τα στελέχη υπέστησαν μια πρωτόγνωρη, απίθανη και αποδεδειγμένα αντισυνταγματική διαδικασία αξιολόγησης. Αυτή προέβλεπε μυστικές ψηφοφορίες των συλλόγων διδασκόντων, για τους σχολικούς διευθυντές, και του «σώματος» των Διευθυντών/ Υποδιευθυντών κάθε Διεύθυνσης, για την επιλογή του Διευθυντή της. Μάλιστα, στις επιλογές 2015 το στέλεχος που δεν έπαιρνε το 20% των ψήφων αποκλειόταν από τη διαδικασία.

Αναζητώντας λύση στο πρόβλημα
Σήμερα, μετά από αρνητικές εμπειρίες τριάντα και πλέον ετών, όλοι συμφωνούν – στα λόγια τουλάχιστο- ότι απαιτείται η θέσπιση ενός σταθερού πλαισίου επιλογής, που θα έχει τα χαρακτηριστικά της αξιοκρατίας και της εγκυρότητας, θα λαμβάνει υπόψη όχι τόσο τις γνώσεις και τα συνολικά προσόντα, όπως σήμερα, όσο τις δεξιότητες που απαιτεί κάθε θέση στελέχους, ώστε η επιλογή και αντικειμενική να είναι αλλά αξιοκρατική. Στην κατεύθυνση αυτή επιβάλλεται να καταγραφούν και τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα, ανάλογα με τη θέση, κάτι που μεταξύ των άλλων θα μειώσει τον αριθμό των αιτήσεων, ώστε οι επιλογές να είναι λιγότερο χρονοβόρες και περισσότερο αποτελεσματικές.  

Και κάτι εξίσου σημαντικό. Επειδή τα θέματα διοίκησης/επιστημονικής καθοδήγησης απουσιάζουν κατά κανόνα από τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων, οι εκπαιδευτικοί στην πλειοψηφία τους δεν διαθέτουν διοικητική/καθοδηγητική κατάρτιση. Δεδομένου δε ότι συνήθως δεν επιμορφώνονται ούτε πριν ούτε μετά την τοποθέτησή τους, τα εκάστοτε νέα στελέχη είτε αυτοσχεδιάζουν είτε συμβουλεύονται τους παλαιότερους και εμπειρότερους, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια συγκεκριμένη διοικητική πρακτική και να μη γίνεται προσαρμογή στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα. Γι’ αυτό θεωρείται απαραίτητη η ίδρυση και λειτουργία Εθνικής Σχολής Στελεχών Εκπαίδευσης ή έστω η επαναλειτουργία των προγραμμάτων για διοικητικής και καθοδηγητικής επάρκειας, που θεσπίστηκαν με τον νόμο 3848/2010  και λειτούργησαν μέχρι το 2012-2013. 
Βεβαίως, όλα τα παραπάνω απαιτούν τεκμηριωμένες προτάσεις, ειλικρινή διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις, κάτι που δεν φαίνεται να  επιδιώκει η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, αν κρίνουμε από τον τρόπο και τη χρονική στιγμή που έδωσε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου για την επιλογή των στελεχών αλλά και το πολυνομοσχέδιο που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή.

Το προτεινόμενο πλαίσιο
Η αλλαγή του πλαισίου επιλογής αποτέλεσε τη δικαιολογία και της σημερινής κυβέρνησης για άλλη μια παράταση της θητείας όλων των στελεχών. Ωστόσο, το σχέδιο που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, ως διαρροή, δεν περιλαμβάνει τις διατάξεις εκείνες που θα μπορούσαν να πείσουν για το αντίθετο ακόμα και τον πιο καλόπιστο. Και αυτό γιατί   κινείται στη λογική των προηγούμενων νομοθετημάτων, επομένως δεν περιλαμβάνει τις διατάξεις εκείνες που μπορεί να οδηγήσουν σε αξιοκρατικές επιλογές. Είναι απλά μια από τα ίδια και θυμίζει την γνωστή παροιμία: Τι ‘χες Γιάννη, τι ‘χα πάντα.

Ως θετικά στοιχεία του μπορεί να αναφερθούν η κατάργηση των μυστικών ψηφοφοριών, η επαναφορά της σωστής σειράς επιλογής των στελεχών, που είχε ανατραπεί απολύτως τον Ιούνιο 2015, όταν οι επιλογές ξεκίνησαν από τους Διευθυντές των Σχολείων, και η πρόσθετη προϋπόθεση της τετραετούς ή διετούς  υπηρεσίας σε θέση στελέχους για τους υποψήφιους Περιφερειακούς Διευθυντές και Διευθυντές Εκπαίδευσης, αντίστοιχα. Ωστόσο, διατηρεί τη διάταξη του προηγούμενου πλαισίου, που ορίζει ότι οι υποψήφιοι Διευθυντές δεν επιτρέπεται να διεκδικήσουν θέση στην οποία ολοκλήρωσαν δύο συνεχόμενες θητείες, ενώ δεν φαίνεται να επαναφέρει την τετραετή θητεία που έγινε διετής με τον ν. 4327/2015 και τριετής με τον ν. 4351/2018.
Μοναδική «καινοτομία» αυτού του σχεδίου αποτελεί η εκπαραθύρωση των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών από τα Συμβούλια Επιλογής, στη λογική του πονάει δόντι, κόβει κεφάλι. Κι όμως, ποιος μπορεί να είναι καλύτερος κριτής από τον συνάδελφο, που και τα προβλήματα της  εκπαίδευσης βιώνει και τις απαιτούμενες δεξιότητες κάθε θέσης γνωρίζει και την κακοδιοίκηση υφίσταται και για τον χώρο «πονάει» περισσότερο από κάθε άλλον;  Φαίνεται ότι και για τη συγκεκριμένη πολιτική ηγεσία ανάμεσα στους περίπου 130.000 μόνιμους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση δεν υπάρχουν άτομα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα ώστε να αποτελέσουν μέλη των Συμβουλίων Επιλογής. Αλλιώς πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την προσβλητική τακτική των πολιτικών ηγεσιών,  από το 2006 και μετά, να εμπιστεύονται την επιλογή των στελεχών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε μέλη ΑΣΕΠ, ΔΕΠ Πανεπιστημίων, ΕΚΔΑΑ ή και σε Διευθυντές του Υπουργείου; Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το διαρρεύσαν σχέδιο νόμου, το Συμβούλιο Επιλογής Περιφερειακών Διευθυντών θα συγκροτείται από ένα μέλος ΑΣΕΠ, τρία μέλη ΔΕΠ ή ομότιμους καθηγητές ΑΕΙ και ένα Γενικό Διευθυντή ή Διευθυντή του Υπουργείου.
Θεωρείται, λοιπόν, βέβαιο ότι και το νέο πλαίσιο επιλογής, καθώς μιμείται τα προηγούμενα, δεν μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη των στελεχών εκείνων  που θα αποτελέσουν την εμπνευσμένη ηγεσία του σχολείου και γενικότερα της εκπαίδευσης, να εκπληρώσει δηλαδή το διαχρονικό αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της εκπαίδευσης οι πιο άξιοι και ικανοί. Κι όμως, είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστεί επιτέλους με υπευθυνότητα και σοβαρότητα αυτό το σημαντικό πρόβλημα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

* Ο Δημήτρης Β. Νικηφόρος είναι Φιλόλογος & πρώην αιρετός στο ΚΥΣΔΕ

Προηγούμενο άρθρο

Share.

Comments are closed.