Η πρόσφατη γαλλο-γερμανική πρόταση για ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, αποτελεί σημαντικό θετικό βήμα, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών από την πανδημία, αλλά και για την ευρωπαϊκή προοπτική γενικότερα. Η συμφωνία του προέδρου της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, με την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, αποτελεί μια θαρραλέα πρωτοβουλία και τοποθετεί την Ευρωπαϊκή Ένωση ως έναν εκ των πρωταγωνιστών της εποχής μετά την πανδημία, δίπλα στις ΗΠΑ, Κίνα, και άλλες ισχυρές δυνάμεις του πλανήτη.
Βεβαίως η πρόταση αυτή πρέπει να υιοθετηθεί από τα ευρωπαϊκά όργανα και τα άλλα κράτη-μέλη. Ήδη η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν την χαιρέτησε, καθώς συμβαδίζει με τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για δικό της δανεισμό μέσω των αγορών και διοχέτευση μεγάλων κονδυλίων μέσω του υπό διαμόρφωση νέου κοινοτικού Προϋπολογισμού. Να επισημάνουμε ότι ήδη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αποφασίσει ένα ισχυρό πακέτο οικονομικής ενίσχυσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην αρχή καθυστέρησε στην αντίδραση της. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε, ότι στην συνέχεια βελτιώθηκαν τα αντανακλαστικά της. Όχι μόνο στην αντιμετώπιση της ίδιας της πανδημίας, με ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών συντονισμού, αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης. Αλλά και στο πεδίο της αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), αλλά και από την Κομισιόν και το Συμβούλιο Υπουργών.
Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι το σύνολο των οικονομικών παρεμβάσεων από όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα φτάνουν το 1 με 1,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Ίσως και τα 2 τρισεκατομμύρια, στα οποία έχει αναφερθεί και η ίδια η Φον ντερ Λάϊνεν, καθώς και το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα πρόκειται για το μεγαλύτερο οικονομικό Πρόγραμμα, στην Ιστορία της Ε.Ε. από την ίδρυση της.
Είχαν κατατεθεί χονδρικά δύο προτάσεις στρατηγικής: α) η αμοιβαιοποίηση του χρέους, με ευρω-ομόλογα ή ειδικά «κορωνο-ομόλογα», ή β) ένα αποκαλούμενο νέο «Σχέδιο Μάρσαλ», με ισχυρές επιχορηγήσεις χωρίς αυστηρούς όρους για εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και με εξαιρετικά ευνοϊκούς έως μηδενικούς δανειακούς όρους. Φαίνεται ότι ακολουθείται η δεύτερη επιλογή.
Η έκδοση ευρω-ομολόγων (ή ειδικών «κορωνο-ομολόγων) δημιουργεί μείζονα πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό ορισμένων χωρών, που τυχαίνει να είναι και αυτές που βάζουν τα περισσότερα χρήματα στον ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό. Βεβαίως υπάρχει στην Γερμανία, κυρίως από την υπερ-δεξιά πτέρυγα των κεντροδεξιών Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ. Όμως η Μέρκελ, λόγω της αύξησης της δημοτικότητας της, της συγκυβέρνησης με τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και της επίγνωσης ότι η Γερμανία έχει ανάγκη την Ευρώπη (όσο και η Ευρώπη την Γερμανία), είναι σε θέση να κάνει τα απαιτούμενα βήματα.
Κυρίως το πρόβλημα είναι στην Ολλανδία και στην Αυστρία. Σε αυτές τις δύο χώρες το πολιτικό τιμόνι έχει στρίψει πολύ δεξιά. Αυτό αντανακλάται και στην σύνθεση των κυβερνήσεων τους. Την ίδια στιγμή, τα κόμματα που αποτελούν τις κυβερνήσεις τους, φοβούνται τον ανταγωνισμό από κόμματα της ακροδεξιάς που είναι στην αντιπολίτευση. Και δεν θα ήθελαν να κατηγορηθούν για «ενδοτισμό» και υπερβολικές «παραχωρήσεις».
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι, ότι το αν θα φτάσουμε σε έκδοση ευρω-ομολόγου, εξαρτάται από την επιθυμία των κρατών-μελών να προχωρήσουν αποφασιστικά σε μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης. Είναι γνωστό ότι σήμερα η ΟΝΕ είναι κυρίως Νομισματική Ένωση και όχι πραγματική Οικονομική Ένωση. Το αν θα προχωρήσουμε σε μεγαλύτερο έλεγχο των εθνικών οικονομιών από τα ευρωπαϊκά όργανα, το Eurogroup κλπ, με θεσμοθέτηση Ευρωπαίου «Υπουργού Οικονομικών» κ.α., προϋποθέτει πολιτική βούληση για εκχώρηση περισσότερων εξουσιών από τα εθνικά κράτη στα ευρωπαϊκά όργανα. Αυτό αφορά και την Ελλάδα, φυσικά. ΄
Η έκδοση ευρω-ομολόγου απαιτεί αναθεώρηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, δηλαδή αλλαγή των κειμένων που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε. Αυτό απαιτεί πολύ χρόνο, εντατικές διαβουλεύσεις και συναντίληψη μεταξύ των κρατών-μελών. Οι συνθήκες πολιτικού και οικονομικού εθνικισμού που επικρατούν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, δεν το καθιστούν εύκολο εγχείρημα. Όσοι τασσόμαστε υπέρ του φεντεραλισμού, δηλαδή της μετεξέλιξης της Ε.Ε. σε μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, θα συνεχίσουμε βεβαίως να το διεκδικούμε και να τασσόμαστε υπέρ κάθε βήματος που θα επιταχύνει, θα βαθαίνει και θα ενισχύει την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η μίζερη κριτική, ο μηδενισμός και η υποτίμηση των προσπαθειών της Ε.Ε., δεν οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Ένωση προχωρά με μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς, καθώς υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες δυνάμεις που πρέπει να συμφωνήσουν. Και εδώ χρειάζεται μία διάκριση: τα ευρωπαϊκά όργανα είναι συνήθως πιο «μπροστά» από τα επιμέρους κράτη-μέλη. Διότι τα ευρωπαϊκά όργανα, όπως η Κομισιόν ή το Ευρωκοινοβούλιο, λειτουργούν με στόχο την προώθηση των κοινών ευρωπαϊκών στόχων, ενώ τα κράτη-μέλη υποκύπτουν στο εσωτερικό πολιτικό κόστος, στην εξυπηρέτηση των στενών εθνικών συμφερόντων τους, μερικές μάλιστα φορές στον ευρω-σκεπτικισμό, τον εθνικισμό, την περιχαράκωση και τον απομονωτισμό.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος