Ο νόμος 1566 / 1985 του ΠΑΣΟΚ με υπουργό παιδείας τον Απόστολο Κακλαμάνη για τη δομή και τη λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και λοιπές διατάξεις έχει διαχρονική εφαρμογή μέχρι και σήμερα, γιατί προέκυψε μέσα από ανοιχτό διάλογο με τους αρμόδιους φορείς και σύνθεση απόψεων, μέσα από επιστημονική τεκμηρίωση.
Το πολυνομοσχέδιο που κατέθεσε η ηγεσία του υπουργείου παιδείας προς ψήφιση στη Βουλή, έρχεται «νύχτα», με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κλειστά και τους εκπαιδευτικούς σε εγκλεισμό και καταθέτει προτάσεις βιαστικές, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και χωρίς καμία διαβούλευση με τους αρμόδιους φορείς.
Πρόκειται στην ουσία για ένα νομοσχέδιο το οποίο δεν μεταρρυθμίζει, πάρα τροποποιεί παλαιότερες διατάξεις και νόμους, με εμφανή την απουσία της καινοτομίας, του στρατηγικού σχεδιασμού, και του οράματος, το οποίο έχει ανάγκη ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, ικανό να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις που θα επιφέρει η νέα εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Αυτό που θα περίμενε κανείς από μια νέα μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση είναι ένα νέο σχολείο ανοιχτό, με ευρύτερο παιδαγωγικό και κοινωνικό ρόλο. Ένα σχολείο που θα προάγει την κριτική σκέψη, τον πειραματισμό, την έρευνα, την καινοτομία.
Ένα σχολείο που θα προτάσσει τις αρχές, τις αξίες, θα αποδέχεται τη διαφορετικότητα, θα συγκεράσει νοοτροπίες, στάσεις και δεξιότητες, θα εμπνεύσει και θα δημιουργεί πολιτισμό μέσα από τις τέχνες και τα γράμματα, με άξονα αναφοράς πάντα την κοινωνία και πρόσημο τον άνθρωπο. Για να συμβεί αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο ανοιχτός διάλογος με την κοινωνία: τους μαθητές, τους γονείς, την εκπαιδευτική κοινότητα, τους ειδικούς επιστήμονες, τους ανθρώπους δηλ στους οποίους απευθύνεται, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες που θα τυγχάνουν ευρείας αποδοχής και συναίνεσης και όχι επιβολής, προσδίδοντας έναν διαχρονικό χαρακτήρα στη μεταρρύθμιση αυτή.
Με την δημοσιοποίηση του νέου νομοσχεδίου επιβεβαιώνεται η σχεδόν πάγια και διαχρονική τακτική των ηγεσιών του υπουργείου παιδείας, να σχεδιάζουν και να νομοθετούν αποσπασματικά και βεβιασμένα, ενώ είναι φανερό πως σκοπός αυτού του νομοσχεδίου δεν είναι η αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά η εξυπηρέτηση ποικίλων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και η μείωση του αριθμού των διορισμών.
Το Υπουργείο Παιδείας συγκεκριμένα:
Στόχος του Υπουργείου Παιδείας θα έπρεπε να είναι η πραγματική, ποιοτική και ουσιαστική αναβάθμιση της δημόσιας παρεχόμενης εκπαίδευσης, μέσα από καίριες και στοχευμένες μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η κατάρτιση νέων αναλυτικών προγραμμάτων, ο εμπλουτισμός των θεματικών ενοτήτων (και όχι η κατάργηση τους), η αναπροσαρμογή – συμπύκνωση και ο εξορθολογισμός της διδακτέας ύλης, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (ένα πάγιο αίτημά τους σε διαρκή εκκρεμότητα), ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας του σχολείου, η προετοιμασία των μαθητών για την 4η βιομηχανική επανάσταση με αναπροσαρμογή- εμπλουτισμό ή κατάργηση μαθημάτων και των ωρών διδασκαλίας τους.
Ένα τέτοιο εγχείρημα επιφέρει ανατρεπτικές και καθοριστικές μεταβολές στο εκπαιδευτικό σύστημα, γι’ αυτό προϋποθέτει υπευθυνότητα από πλευράς του Υπουργείου Παιδείας, συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και χρόνο μελέτης του σχεδιασμού, της στρατηγικής και της εφαρμογής αυτού, εις βάθος. Τα νομοσχέδια δε γίνονται με μονομερείς αποφάσεις του νομοθέτη και διαδικασίες fast track, περνώντας το άρον άρον στη Βουλή, εν μέσω πανδημίας και με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κλειστά.
Μία τέτοια μελέτη πρέπει να αποτυπώνει την πραγματικότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης (δηλαδή ποια είναι η πραγματική εικόνα στα σχολεία), να καταγραφούν οι ελλείψεις, η επίτευξη ή μη των εκπαιδευτικών στόχων και οι αδυναμίες του συστήματος, ώστε μέσα από την ανατροφοδότηση να αναδειχθούν τα νέα εκπαιδευτικά μέτρα που απαιτούνται.
Για παράδειγμα το υπουργείο διαλύει τη φυσιογνωμία του νηπιαγωγείου αγνοώντας παντελώς το αναλυτικό και διαθεματικό πρόγραμμα σπουδών του και την ολιστική προσέγγιση της διδασκαλίας του, εισάγοντας διακριτά γνωστικά αντικείμενα (Αγγλικά, πληροφορική, φυσική αγωγή), αντί θεματικών ενοτήτων όπως υφίστανται ως σήμερα. Σε μία πρωτοφανή προσπάθεια σχολειοποίησης του νηπιαγωγείου, για την εισαγωγή των παραπάνω μαθημάτων θα έπρεπε να διερευνήσουν και να συζητήσουν πρώτα με τους αρμόδιους προαναφερθέντες φορείς:
Αντίστοιχη ανάλυση χρήζουν οι αλλαγές που επιφέρει το πολυνομοσχέδιο στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, αλλά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός επιβάλλεται να λάβει σοβαρά υπόψη παιδαγωγικές και μεθοδολογικές παραμέτρους, που έχουν ως βάση παιδαγωγικά πορίσματα, προσαρμοσμένα στην πραγματικότητα του δημόσιου σχολείου στην Ελλάδα.
Η αύξηση των μαθητών ανά τμήμα – τάξη, κάθε άλλο παρά ευνοεί την επίτευξη των παιδαγωγικών σκοπών και τη διασφάλιση της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η αναλογία εκπαιδευτικού – μαθητών ανά τάξη, συνυπολογίζοντας τις εμπλεκόμενες παραμέτρους (μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, ΑμεΑ, πρόσφυγες, μετανάστες, πολυπολιτισμικότητα, διγλωσσία), κατέχει σημαντικό ρόλο, πολύ περισσότερο δε, όταν στα περισσότερα σχολεία δεν υπάρχει ο χώρος για τη φιλοξενία και την υποστήριξη τόσο μεγάλου αριθμού μαθητών. Εκτός, αν στα πλαίσια της ποιοτικής αναβάθμισης εισάγουμε την νέα παιδαγωγική αντίληψη «προχωράω με όσους ακολουθούν», καθιστώντας το σχολείο απαγορευτικό για όσους δυσκολεύονται (45 λεπτά διδασκαλίας για 26 μαθητές συνεπάγεται 1.5 λεπτό διδασκαλίας ανά μαθητή. Αν αφαιρέσουμε το χρόνο διδασκαλίας ο χρόνος αξιολόγησης και ανατροφοδότησης, καθώς και εξατομικευμένης διδασκαλίας είναι εντελώς ανύπαρκτος). Συνεπώς, ο δάσκαλος δεν είναι εκπαιδευτικός για όλους και παύει το σχολείο να παρέχει το δικαίωμα για ποιοτική και ισότιμη εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές του.
Είναι εύλογο λοιπόν, πως παιδαγωγικοί, διδακτικοί, κοινωνικοί και ηθικοί λόγοι, επιβάλλουν μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, και ειδικά στα νηπιαγωγεία και στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού.
Επιπλέον, για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων, την διαμόρφωση κατάλληλου παιδαγωγικού κλίματος και παιδαγωγικής σχέσης, καθώς και την διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής του μαθητή στις σχολικές διαδικασίες, τη συστηματική παρατήρηση και αξιολόγησή του από τον εκπαιδευτικό, την τήρηση παιδαγωγικού ημερολογίου, περιγραφικής έκθεσης αξιολόγησης και φακέλου μαθητή, απαιτείται η δραστική μείωση του αριθμού των μαθητών κατά ανώτατο όριο στους 14 μαθητές στο νηπιαγωγείο και στην Α δημοτικού και μέχρι 17 στις υπόλοιπες τάξεις, ώστε να ενισχυθούν οι γλωσσικές, γνωστικές, νοητικές, συναισθηματικές, πολιτισμικές και κοινωνικές δεξιότητες των μαθητών.
Με τον τρόπο αυτόν, άλλωστε, θα μειωθούν και τα ποσοστά απειθαρχίας, συναισθηματικών διαταραχών, γενικευμένων προβλημάτων κοινωνικής συμπεριφοράς, μέσα από μία συστηματική και εξατομικευμένη παιδαγωγική παρέμβαση με αποτελεσματικότητα από τον εκπαιδευτικό, καθιστώντας την αντιπαιδαγωγική προσέγγισή τους για χρήση τιμωρητικών μέσων, ποινών και αποβολών στους μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, περιττή.
Να προσθέσουμε εδώ, ότι η παρουσία αλλοδαπών και ημεδαπών μαθητών με διαφορετικά μαθησιακά, γλωσσικά, πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, απαιτεί εξατομικευμένες διδακτικές και παιδαγωγικές παρεμβάσεις, ώστε να στοχεύσουν στην ποιοτικότερη και αποτελεσματικότερη παρεχόμενη εκπαίδευσή τους. Αυτό απαιτεί επίσης, περαιτέρω μείωση του αριθμού μαθητών ανά τάξη, κατά περίπτωση.
Αναφορικά με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας στην αγγλική γλώσσα στο νηπιαγωγείο και στις μικρές τάξεις του δημοτικού σχολείου, σε μη δίγλωσσα περιβάλλοντα, προέχει η εκμάθηση και η θεμελίωση της μητρικής γλώσσας και έπεται αργότερα η εκμάθηση της ξένης γλώσσας.
Είναι αναγκαίο να τονιστεί, πως η αγγλική γλώσσα είναι απόλυτα χρήσιμη και η διδασκαλία της πρέπει να ενισχυθεί στις κατάλληλες όμως ηλικίες μαθητών. Η επέκτασή της σε άλλες ηλικιακές ομάδες, θα πρέπει να γίνει έπειτα από εισήγηση των ειδικών επιστημόνων και όχι των πολιτικών φίλων και ψηφοφόρων της υφυπουργού. Η αύξηση των ωρών διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας στο δημοτικό καθώς και της πληροφορικής, της μουσικής, της αναγκαίας περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, της θεατρικής αγωγής και της ευέλικτης της ζώνης, μπορεί και πρέπει να γίνει με επαναφορά των σχολείων ΕΑΕΠ, τα οποία κατήργησε ο ΣυΡιζΑ και επαναφορά του ωραρίου λειτουργίας του δημοτικού σχολείου ως τις 14:00.
Αναγκαία επίσης είναι η αγγλική πιστοποίηση της γνώσης της αγγλικής γλώσσας με εθνικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας, το οποίο θα αποκτάται εντός του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Τα υπόλοιπα ας τα αφήσουν στους ειδικούς επιστήμονες.
Κύριος στόχος του υπουργείου, θα έπρεπε να είναι:
Άρα, η σχολειοποίηση του νηπιαγωγείου (η οποία δεν υφίσταται πουθενά αλλού στην Ευρώπη και επιχειρεί το υπουργείο με το παρόν νομοσχέδιο), μόνο κακό κάνει παιδαγωγικά και επ’ ουδενί δεν αναβαθμίζει το νηπιαγωγείο.
Γίνεται σαφής λοιπόν η προχειρότητα σύνταξης του νομοσχεδίου και αισθητή η απουσία διαλόγου με τους εκπαιδευτικούς, τους αρμόδιους παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς φορείς.
Αναφορικά με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας, αυτή οφείλει να διεξάγεται με τους κανόνες της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, με στόχο την ανάδειξη πραγμάτωσης ή μη των εκπαιδευτικών της στόχων, των ελλείψεων της σχολικής μονάδας και των αδυναμιών της, συμπεριλαμβανομένης και της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής, σε επίπεδο Συλλόγου Διδασκόντων, απουσίας «δυσβάστακτων» και «δυσχερών» μεθοδολογικών εφαρμογών, απωθητικής γραφειοκρατικής διαδικασίας και κυρίως απουσίας συντηρητικών αναχρονιστικών λογικών «ποινικοποίησης» και καταχώρησης αυτών στα «ενδότερα» αρχεία του Υπουργείου Παιδείας.
Τέλος, ως προς το ζήτημα της διαγωγής και αποβολής των μαθητών, το υπουργείο οφείλει να μεριμνήσει και να λειτουργήσει προληπτικά και παιδαγωγικά, μέσα από μειωμένα τμήματα μαθητών, δίνοντας έμφαση στην αποκατάσταση της παραμελημένης διαδικασίας της σωστής διαπαιδαγώγησης των μαθητών και όχι με κατασταλτικά μέτρα αποκλεισμού ή εγγράφως αποτυπωμένου στιγματισμού τους.
Σε λίγο, το Υπουργείο θα επαναφέρει και το νόμο περί Τεντιμποισμού, τον επιθεωρητή, τη βέργα και την σχολική ποδιά.
Ας επιδείξει τη δέουσα σοβαρότητα στο θεσμό του, ας εναρμονιστεί προοδευτικά και δημοκρατικά με το 2020 και ας ανοίξει τα μάτια του στην πραγματικότητα και στις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτικός, ο μαθητής και ο γονέας στο ελληνικό δημόσιο σχολείο.
* Η Σοφία Πουλοπούλου είναι αναπληρώτρια εκπαιδευτικός στη Σύρο, Αντιπρόεδρος ΔΣ Σύρου Τήνου Μυκόνου, Υπ. Βουλευτής Α’ Αθήνας με το ΚΙΝΑΛ, Μέλος της Γραμματείας του Τομέα Παιδείας του ΚΙΝΑΛ, Μέλος Πανελλαδικού Συμβουλίου Δη.Συ. και υποψήφια Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Πατήστε και δείτε τα 49 προηγούμενα άρθρα της Σοφίας Πουλοπούλου
Η δρομολόγηση κοινών δράσεων και πρωτοβουλιών που θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των πολιτικών πρόληψης στον…
Τις προηγούμενες ημέρες, με αφορμή το “4th Parliamentarian Forum: Strategies Against the Far Right” του…
Ανακοίνωση εξέδωσε ο δήμος Αθηναίων, σχετικά με το σιντριβάνι της πλατείας Συντάγματος και τις εργασίες καθαρισμού και συντήρησής…
Τη δημιουργία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής έναντι της Νέας Δημοκρατίας έθεσε ως προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ ο…
Την αποχώρησή τους από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχαν προαναγγείλει,έκαναν γνωστή η Θεοδώρα Τζάκρη και η…
Τα εντυπωσιακά και πρωτοποριακά αποτελέσματα της σύμπραξης του Δήμου Χαλανδρίου με τοπικές επιχειρήσεις και το…