Την εικόνα ενός βαθιά ταξικού εκπαιδευτικού συστήματος, που λειτουργεί με ανισότητες και διαχωρισμούς, ανέδειξαν και εφέτος τα συμπεράσματα του περίφημου διαγωνισμού του PISA για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Ο διεθνής «καθρέφτης» της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας έδειξε έτσι ότι οι επιδόσεις των μαθητών που είχαν τη δυνατότητα ιδιωτικών υπηρεσιών στην εκπαίδευση ή των παιδιών που προέρχονταν από ευνοϊκότερο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον ήταν κατά πολλές δεκάδες υψηλότερες στις μετρήσεις του διαγωνισμού σε σύγκριση με εκείνους που προέρχονταν από μη ευνοϊκά κοινωνικά και οικονομικά περιβάλλοντα.
Ίσες ευκαιρίες, όχι ανισότητες
Και εδώ έρχονται οι αναλυτές των δεδομένων και οι πανεπιστημιακοί και έμπειροι ερευνητές που μίλησαν στο «Βήμα», οι οποίοι και τοποθετούν το φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις. «Ξέρετε ποιες είναι οι βασικές μας διαφορές με τη Φινλανδία που επί σειρά ετών βρισκόταν στις πρώτες θέσεις του διαγωνισμού;» αναρωτιέται ο πανεπιστημιακός καθηγητής Αναπτυξιακής Γνωστικής Ψυχολογίας και πρώην υπουργός Παιδείας της Κύπρου κ. Ανδρέας Δημητρίου. Και απαντάει: «Έχουν περιορίσει πολύ τις ανισότητες». Και εξηγεί λέγοντας ότι στις σκανδιναβικές χώρες που αριστεύουν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό έχουν αναπτυχθεί στην πορεία των χρόνων ισχυροί μηχανισμοί για την ενίσχυση των μαθητών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό των ανισοτήτων μεταξύ περιοχών ή σχολείων.
Όλα τα σχολεία έχουν τις ίδιες παροχές, το ίδιο επίπεδο εκπαιδευτικών (που είναι στην κοινωνία τους αξιοσέβαστοι πολίτες και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων), ενώ η εκπαιδευτική πολιτική δίνει ιδιαίτερη σημασία στην κρίσιμη περίοδο της προσχολικής αγωγής και οι μαθητές πηγαίνουν στο σχολείο όταν τελικά είναι ώριμοι, στα επτά τους χρόνια.
Η δυσκολία των συγκρίσεων
Στην Ελλάδα, εξηγούν οι αναλυτές, οι πολιτικές για τα ζητήματα αυτά δεν είναι συστηματικές. Και τα προβλήματά μας αποδεικνύονται δύο: οι γιγαντιαίες ανισότητες και κοινωνικές αντιθέσεις με σχολεία που αλλού είναι εξοπλισμένα και οργανωμένα και αλλού δεν έχουν καθηγητές ούτε στα βασικά μαθήματα και τα… πανεπιστήμια! Στα ΑΕΙ της χώρας μας οι λεγόμενες «καθηγητικές» σχολές κάθε άλλο παρά καθηγητικές είναι. Κι αυτό γιατί απλά εκπαιδεύουν τους νέους για να μάθουν καλά μια επιστήμη, αλλά δεν τους εκπαιδεύουν για να τη διδάξουν αποτελεσματικά.
Κάτι που, όπως λέει ο κ. Δημητρίου, είναι ένα τεράστιο πρακτικό «μείον», το οποίο επηρεάζει περισσότερο τους πιο αδύνατους μαθητές, οι οποίοι έχουν ανάγκη αποτελεσματικής εξατομικευμένης διδασκαλίας. Να σημειωθεί εδώ ότι ο μισθός των εκπαιδευτικών στην Κύπρο είναι τριπλάσιος σε αγοραστική δύναμη από την Ελλάδα και ίδιος με τη Γερμανία.
Όμως η Κύπρος έχει περίπου τις ίδιες επιδόσεις με την Ελλάδα, και πολύ χαμηλότερες από τη Γερμανία, γιατί Ελλάδα και Κύπρος έχουν και το ίδιο ανεπαρκώς εκπαιδευμένους εκπαιδευτικούς.
Το βέβαιο έτσι είναι ότι η Πολιτεία οφείλει να νομοθετήσει τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν οι σπουδές για εκπαιδευτικούς μέσης εκπαίδευσης, όπως το κάνει για άλλα απαιτητικά επαγγέλματα, όπως του μηχανικού και του γιατρού.
«Βέβαια, όταν τα νέα είναι άσχημα, να μη σκοτώνουμε τον αγγελιοφόρο» λέει ο κ. Δημητρίου χαρακτηριστικά. «Το να συγκρίνουμε τα κράτη μεταξύ τους και να βγάζουμε συμπεράσματα για τα εκπαιδευτικά τους συστήματα είναι μια «αποστολή» πραγματικά δύσκολη. Οι συγκρίσεις μεταξύ χρόνων ή χωρών πρέπει να γίνονται με πολλή προσοχή γιατί οι χώρες αλλάζουν με διαφορετικούς ρυθμούς ή για διαφορετικούς λόγους. Καμιά διεθνής σύγκριση δεν είναι παντελώς αξιόπιστη» συνεχίζει.
Η επιμόρφωση και η πολιτική τού «κουπονιού»
«Μην ξεχνάμε επίσης ότι σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητα από εθνικές δαπάνες για την παιδεία ή το εθνικό εισόδημα, η έρευνα PISA γίνεται σε 15χρονους μαθητές. Ως εξελικτικός γνωστικός ψυχολόγος, καταλαβαίνω ότι γνωστικά μόνο το ένα τρίτο περίπου των δεκαπεντάχρονων μπορεί αυθόρμητα να λειτουργήσει στα δύο ανώτερα από τα έξι επίπεδα του PISA. Άλλο ένα τρίτο μπορεί να λειτουργήσει ψηλότερα αν στηριχθεί σωστά από τη διδασκαλία. Οι υπόλοιποι θα υπολείπονται λίγο ή πολύ».
Όπως διηγείται χαρακτηριστικά, ρώτησε πέρυσι έναν καθηγητή από τη Φινλανδία γιατί έχει πέσει τα τελευταία χρόνια από τις πρώτες θέσεις του διαγωνισμού. Απάντησε απλά ότι το εκπαιδευτικό τους σύστημα εξελίσσεται και αποφάσισαν τα τελευταία χρόνια να καλλιεργήσουν άλλες δεξιότητες. Ρώτησε έναν καθηγητή από τη Σουηδία γιατί τα σουηδικά σχολεία έπεσαν στις αξιολογήσεις.
Του απάντησε ότι η κυβέρνηση της χώρας πριν από μερικά χρόνια εφάρμοσε την πολιτική του εκπαιδευτικού «κουπονιού», δηλαδή δόθηκε η δυνατότητα στους πολίτες να αποφασίζουν ποιο σχολείο θα επιλέξουν, ιδιωτικό ή δημόσιο, με βάση τα χρήματα που τους έδινε το κράτος.
Αυτό έστρεψε πολλές οικογένειες σε ιδιωτικά σχολεία, τα οποία και προσπάθησαν να προσελκύσουν «πελάτες» δίνοντας έμμεσα γενναιόδωρα βαθμούς και παροχές, τα δημόσια σχολεία υποβαθμίστηκαν και το επίπεδο της εκπαίδευσης συνολικά έπεσε.
Πρώτη εφέτος στον διαγωνισμό PISA ήταν η Εσθονία, την οποία και ο κ. Δημητρίου λέει χαριτολογώντας ότι θα μελετήσει το επόμενο εξάμηνο, όπου έχει κληθεί να διδάξει σε πανεπιστήμιο της χώρας.
Ελλάδα, η χώρα των αντιθέσεων
«Η χώρα μας είναι η χώρα με τις περισσότερες επιβεβαιωμένες εκπαιδευτικές αντιθέσεις» λέει από την πλευρά του ο κ. Νίκος Παΐζης από το Ινστιτούτο ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ που έχει κατά καιρούς καταγράψει τις αποκλίσεις σε επίπεδο εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων μεταξύ Περιφερειών της χώρας. Όπως εξηγεί: «Στην Εσθονία και γενικά στις σκανδιναβικές χώρες οι ανισότητες στον χώρο της εκπαίδευσης είναι ελάχιστες. Στην Ελλάδα ακόμη και την αναγνώριση της γνώσης, π.χ. της αγγλικής γλώσσας, την παίρνουμε από ιδιωτικές πιστοποιήσεις!».
«Σήμερα κρίνεται η συστηματική αποτυχία σαράντα ετών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Δεν ανοίγουμε ορίζοντες με το εκπαιδευτικό μας σύστημα, απλά μπαλώνουμε ακόμη λάθη του παρελθόντος» λέει ο κ. Παΐζης χαρακτηριστικά. Και συνεχίζει προσθέτοντας ότι «στην Ελλάδα η εκπαίδευση έχει έναν παλαιομοδίτικο συντηρητισμό, χωρίς βαθμούς ελευθερίας, είναι βασισμένη στην πληροφορία και η πληροφορία δεν είναι εκείνο που ζητείται σε διαγωνισμούς όπως αυτός του PISA. Η εξέταση γίνεται επί της ουσίας σε 14χρονα, λίγο προτού φτάσουν στα δεκαπέντε. Δεν απαντούν στις ερωτήσεις γιατί σε μεγάλο βαθμό δεν τις καταλαβαίνουν. Έχουν μάθει να κινούνται αυστηρά στα όρια της ύλης του σχολείου και εκτός αυτής μπερδεύονται».
«Το γυμνάσιο είναι στην Ελλάδα ο μεγάλος ασθενής, και αυτό ακριβώς μετράει το PISA στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα» λέει ο εκπαιδευτικός κ. Γιώργος Χατζητέγας. «Στο Λύκειο η εκπαιδευτική διαδικασία, με την αναμονή και των πανελλαδικών εξετάσεων, ανατάσσεται» δηλώνει. «Αν μετρούσαμε τους ίδιους δείκτες στο Λύκειο τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Στο Γυμνάσιο πολλοί μαθητές αρνούνται και να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό αυτόν. Άλλες φορές συμμετέχουν μαθητές χαμηλότερων βαθμολογικών επιδόσεων. Η μέτρηση για πολλούς και διαφορετικούς λόγους δεν είναι αντικειμενική για την Ελλάδα, οπότε αναρωτιέμαι πόσο πραγματικά πρέπει να τη λαμβάνουμε υπόψη μας. Στα αποτελέσματα συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η Ελλάδα παρουσιάζει θεαματικά υψηλά ποσοστά συμμετοχής σε ένα μάλιστα πολύ απαιτητικό σύστημα» καταλήγει ο ίδιος.
Ο εθνικός διάλογος και το PISA
Προβλήματα είχε βρει «μπροστά του» και ο εθνικός διάλογος για την Παιδεία που είχε γίνει προ τριετίας με επικεφαλής τον ιστορικό κ. Αντώνη Λιάκο. «Τα αποτελέσματα PISA νομίζω ότι δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο της ελληνικής εκπαίδευσης» λέει ο ίδιος στο «Βήμα». «Ένα από τα ζητήματα- κλειδιά που χρειάζονται βελτίωση είναι η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών» αναφέρει.
«Η Ελλάδα είναι ίσως η τελευταία χώρα στην ΕΕ στην οποία το πτυχίο σε ένα γνωστικό αντικείμενο θεωρείται ικανό προσόν για την παροχή ποιοτικού εκπαιδευτικού έργου» λέει στο «Βήμα» ο ιστορικός κ. Αντώνης Λιάκος
«Η Ελλάδα είναι ίσως η τελευταία χώρα στην ΕΕ στην οποία το πτυχίο σε ένα γνωστικό αντικείμενο θεωρείται ικανό προσόν για την παροχή ποιοτικού εκπαιδευτικού έργου» λέει ο κ. Λιάκος. «Δεν υπάρχει μια ενιαία πολιτική για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η θεσμοθέτηση του πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχει αλλάξει σημαντικά το τοπίο. Επίσης η θεσμοθέτηση του διαγωνισμού ΑΣΕΠ δεν είχε επίδραση στην αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Τα προγράμματα παιδαγωγικής επάρκειας είναι ανεπαρκή και άσχετα με τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο μελλοντικός εκπαιδευτικός. Τέλος, πολλοί αναζητούν την απόκτηση διπλώματος παιδαγωγικής επάρκειας σε αμφιβόλου ποιότητος προγράμματα πανεπιστημίων άλλων χωρών ή στην ελεύθερη αγορά». Μεταξύ άλλων, η επιτροπή Λιάκου είχε προτείνει τη δημιουργία Σχολών Εκπαίδευσης που θα εστιάζουν στην προετοιμασία αυτών που επιθυμούν να εργαστούν στην εκπαίδευση.
Σχεδιάζονται νέα προγράμματα, λέει το υπουργείο Παιδείας
Το υπουργείο Παιδείας φαίνεται προβληματισμένο για την κατάσταση στην Παιδεία. Η υφυπουργός κυρία Σοφία Ζαχαράκη δηλώνει στο «Βήμα» ότι σχεδιάζονται νέα προγράμματα σπουδών στα σχολεία με έμφαση στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, στην εφαρμογή της γνώσης, στην επίλυση προβλημάτων. Και ένα μεγάλο πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. «Η ευημερία των μαθητών είναι καθοριστικός παράγοντας στην επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων» δηλώνει. Και αναφέρει ότι σύντομα θα ενταχθούν στην καθημερινότητα των σχολείων ατομικές συναντήσεις καθηγητών – μαθητών, θα ενεργοποιηθούν και θα αξιοποιηθούν οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία, τα ενεργά κοινωνικά δίκτυα, ενώ θα ξεκινήσει μια γιγαντιαία αλλαγή στην εκπαιδευτική προσέγγιση του μαθήματος της πληροφορικής.
Η υφυπουργός κυρία Σοφία Ζαχαράκη αναφέρει ότι σύντομα θα ενταχθούν στην καθημερινότητα των σχολείων ατομικές συναντήσεις καθηγητών – μαθητών
Το υπουργείο Παιδείας φαίνεται προβληματισμένο για την κατάσταση στην Παιδεία. Η υφυπουργός κυρία Σοφία Ζαχαράκη δηλώνει στο «Βήμα» ότι σχεδιάζονται νέα προγράμματα σπουδών στα σχολεία με έμφαση στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, στην εφαρμογή της γνώσης, στην επίλυση προβλημάτων. Και ένα μεγάλο πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. «Η ευημερία των μαθητών είναι καθοριστικός παράγοντας στην επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων» δηλώνει. Και αναφέρει ότι σύντομα θα ενταχθούν στην καθημερινότητα των σχολείων ατομικές συναντήσεις καθηγητών – μαθητών, θα ενεργοποιηθούν και θα αξιοποιηθούν οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία, τα ενεργά κοινωνικά δίκτυα, ενώ θα ξεκινήσει μια γιγαντιαία αλλαγή στην εκπαιδευτική προσέγγιση του μαθήματος της πληροφορικής.
Η εθνική συντονίστρια του διαγωνισμού, κυρία Χρύσα Σοφιανοπούλου
«Δεν θέλουμε να κάνουμε ένα σχολείο για το PISA» δηλώνει στο «Βήμα» η εθνική συντονίστρια του διαγωνισμού, κυρία Χρύσα Σοφιανοπούλου. «Θέλουμε όμως να χρησιμοποιήσουμε το PISA για να κάνουμε ένα καλύτερο σχολείο. Να αξιοποιήσουμε στοιχεία που μας δίνει αυτή η διεθνής έρευνα, όπως είναι η σχέση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού επιπέδου των μαθητών με τις επιδόσεις τους, αλλά και να δούμε τι είναι αυτό που κάνει τους μαθητές άλλων εκπαιδευτικών συστημάτων να διακρίνονται. Το PISA μάς προσφέρει επίσης ένα κίνητρο για να συνδέσουμε περισσότερο τη γνώση που προσφέρει το σχολείο με τις ανάγκες και τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής. Ποιος είναι ο στόχος επομένως; Ένα πιο δίκαιο και λιγότερο άνισο εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι λεγόμενοι «ανθεκτικοί» μαθητές, δηλαδή οι μαθητές που προέρχονται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον αλλά επιτυγχάνουν υψηλά μαθησιακά αποτελέσματα, δεν θα είναι η εξαίρεση, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ο κανόνας. Ένα σχολείο που θα καλλιεργεί την κριτική σκέψη έτσι ώστε να μπορεί ο ίδιος ο μαθητής να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του στη ζωή του. Και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα στρέφει πάντοτε το βλέμμα του στον υπόλοιπο κόσμο και στις καλύτερες διεθνείς πρακτικές».
- Το παραπάνω άρθρο είναι της δημοσιογράφου Μάρνυς Παπαματθαίου και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, απ’ όπου και το πήραμε.