«Αλήθεια, πώς ανέχεστε να σας φρουρούν γουρούνια-δολοφόνοι; Ή μήπως τους έχετε και εσείς για τα ψώνια;»., γράφει ο δικηγόρος Αθηνών και γιος αστυνομικού, Αντώνης Μαμμής, σε άρθρο του στα «Παραπολιτικά».
Είναι και αυτό μια αντίδραση κατά της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίνας Κασιμάτη, μετά την άστοχη και προσβλητική έκφραση της «μπάτσοι – γουρούνια – δολοφόνοι».
Να υπενθυμίσουμε ότι η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε… χρόνο για να ζητήσει συγγνώμη και αυτό εξόργισε τους αστυνομικούς που έχουν κινηθεί ήδη νομικά εναντίον της. «Η ανάρτησή μου δεν αφορούσε ούτε υποκειμενικά, ούτε αντικειμενικά την αστυνομία» τόνισε η ίδια και έκανε λόγο για μια διαδεδομένη ρήμα, «η χρήση της οποία δεν είχε στόχο να θίξει τους αστυνομικούς» απάντησε η βουλευτής Β’ Πειραιά του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κ. Μαμμής περιγράφει από τη δική του οπτική γωνία πως είναι να ανήκει σε μία οικογένεια αστυνομικού και, μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για την αξιοπρέπεια και την περηφάνια που αισθάνεται για τον πατέρα του. Μάλιστα, σε ένα σημείο του άρθρου του, σημειώνει:
«Κυρίως όμως με δίδαξε αξιοπρέπεια. Χωρίς να το ξέρει. Ήταν τότε που τον είχαν αποσπάσει ως φρουρά σε έναν επιχειρηματία, και η κυρία του κυρίου τού ζήτησε να κουβαλήσει τα ψώνια από το Σούπερ Μάρκετ στο εσωτερικό της έπαυλης. Τότε που της απάντησε ότι η Αστυνομία τον έστειλε εκεί για να τους προστατεύει και όχι ως υπηρέτρια, τους τα βρόντηξε και έφυγε».
Αναλυτικά, το άρθρο του Αντώνη Μαμμή στα «Παραπολιτικά»:
«Είμαι γιος Αστυνομικού κυρία Βουλευτά. Για την ακρίβεια είμαι υπερήφανος γιος Αστυνομικού, όχι μόνον γιατί ο πατέρας μου είναι αυτός που είναι, αλλά και γιατί ήταν Αστυνομικός.
Σήμερα είμαι μαχόμενος Δικηγόρος. Και ένας λόγος που φοράω κοστούμι και γραβάτα, είναι γιατί ο πατέρας μου φορούσε την στολή (ο έτερος είναι η επίσης εργαζόμενη μητέρα μου).
Παράλληλα, στην οικογένεια μου, νιώθουμε τυχεροί. Διότι ο πατέρας μου πρόλαβε να πάρει σύνταξη. Σε αντίθεση με εκείνον τον συνάδελφο του, το ζευγάρι του, που πέθανε στα χέρια του σε εκείνη την ληστεία στην Καλλιθέα, πυροβολημένος. Και πόσους άλλους Έλληνες Αστυνομικούς, που έχασαν την ζωή τους κάνοντας το καθήκον τους, προδομένοι πολλές φορές από την αδιαφορία της φυσικής αλλά κυρίως της πολιτικής Ηγεσίας του Σώματος.
Η σύνταξη ωστόσο τον βρήκε σακατεμένο. Σωματικά, και ίσως ψυχικά. Βλέπετε κυρία Βουλευτά, τριάντα χρόνια στην μηχανή, χειμώνα καλοκαίρι, σε καταδιώξεις και πυροβολισμούς, δεν γίνεται να περάσουν δίχως να σου αφήσουν κάτι.
Προφανώς και είχα σαν παιδί παράπονα από τον πατέρα μου. Εξάλλου πολλές φορές δεν κάναμε μαζί Πρωτοχρονιά, Χριστούγεννα ή Πάσχα, αφού εκείνος, όπως και εργαζόμενοι σε άλλα επαγγέλματα είχε Υπηρεσία. Δεν μπορούσε πολλές φορές να έρθει στους αγώνες μου-όχι τους ταξικούς μην αγχώνεσθε, τους αθλητικούς- γιατί είχε Υπηρεσία. Δεν τον έζησα, όπως ενδεχομένως εσείς τον δικό σας.
Το βασικό μου όμως παράπονο, ήταν που έβλεπα την μάνα μου ταραγμένη κάθε φορά που έφευγε για δουλειά, που τον περίμενε να γυρίσει. Που σε κάθε ευκαιρία μπάχαλου, που οι όμοιοί σας ανέχονται και εσείς μάλλον επικροτείτε εάν κρίνω από τα σχόλια σας, οι Αστυνομικοί γίνονταν σάκοι του μποξ, στόχοι για βολές μολότοφ και αποδέκτες κάθε ψυχικής ανωμαλίας η οποία ταλανίζει ανθρώπους ανισσόροπους που θεωρούν πολιτική θέση την καταστροφή και το χάος. Και όταν μεγάλωσα λίγο, και άρχισα να καταλαβαίνω λίγο περισσότερα, και απείρως λιγότερα από όσα εσείς και οι όμοιοί σας, φοβόμουν εάν ο πατέρας μου θα είχε την ψυχραιμία, μετά από δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια υπηρεσίας, να μείνει παθητικός έναντι απειλών και προκλήσεων, για να μην τον σύρουν σιδηροδέσμιο στα Δικαστήρια, και γίνει βορά σε όσους σε εσάς μιλούν στον πληθυντικό.
Μου έμαθε όμως πολλά πράγματα. Με πίεζε να είμαι καλός μαθητής, για να έχω μία καλύτερη τύχη από εκείνον. Και προσπάθησε μαζί την μάνα μου να μου προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε σε επίπεδο μόρφωσης, όπως και πολλοί άλλοι γονείς Αστυνομικοί ή μη. Με έμαθε να προσπαθώ να κάνω ό,τι κάνω όσο καλύτερα μπορώ. Χωρίς δικαιολογίες, χωρίς χαϊδέματα στα αφτιά.
Κυρίως όμως με δίδαξε αξιοπρέπεια. Χωρίς να το ξέρει. Ήταν τότε που τον είχαν αποσπάσει ως φρουρά σε έναν επιχειρηματία, και η κυρία του κυρίου τού ζήτησε να κουβαλήσει τα ψώνια από το Σούπερ Μάρκετ στο εσωτερικό της έπαυλης. Τότε που της απάντησε ότι η Αστυνομία τον έστειλε εκεί για να τους προστατεύει και όχι ως υπηρέτρια, τους τα βρόντηξε και έφυγε.
Θα μου πείτε, κυρία Βουλευτά, τι παραπάνω έκανε ο πατέρας μου σε σχέση με όλους τους άλλους γονείς, για να νιώθω υπερήφανος. Ίσως τίποτα. Έκανε, ή προσπάθησε να κάνει όλα όσα κάνουν και οι υπόλοιποι ευσυνείδητοι πατεράδες. Όσοι τουλάχιστον το αισθάνονται ακόμα. Με μία διαφορά κυρία Βουλευτά. Είχε περάσει όλα τα παραπάνω που σας ανέφερα. Είχε ζήσει στον κίνδυνο, είχε δει τον θάνατο, είχε υποστεί την πίεση, είχε φάει ξύλο, σφαίρες και μολότοφ, και ταυτόχρονα πάλεψε να μείνει ψύχραιμος. Και όσο να πεις, αυτό εύκολο δεν είναι. Σκεφτείτε την οργή που νιώθουν όλα αυτά τα παιδιά από τα Βόρεια, μετά από μία προσαγωγή.
Μόνο μία χάρη κυρία Βουλευτά. Μην αποκαλέσετε ξανά τους γονείς μας, εσείς και οι όμοιοί σας, «μπάτσους, γουρούνια δολοφόνους». Γιατί δεν είναι, και το αστειάκι πρέπει να τελειώσει. Γιατί, ξέρετε, τα «μπατσόπαιδα», ξέρουμε πολύ καλά πώς δουλεύουν οι Νόμοι και το Ποινικό Δίκαιο. Και θα μας βρείτε μπροστά σας.
Με καμία εκτίμηση
ΥΓ: Αλήθεια, πώς ανέχεστε να σας φρουρούν γουρούνια-δολοφόνοι; Ή μήπως τους έχετε και εσείς για τα ψώνια;»